Ο Στέλιος Χαραλαμπόπουλος βρισκόταν πάντα στο μεταίχμιο της μυθοπλασίας και της τεκμηρίωσης. Οχι μόνο όταν τόλμησε να τεκμηριώσει τη μυθοπλασία στο παράτολμο αλλά γοητευτικό και κλασικό πλέον «Τη νύχτα που ο Φερνάντο Πεσόα συνάντησε τον Κωνσταντίνο Καβάφη», αλλά ακόμη κι όταν στις ταινίες αμιγώς μυθοπλασίας του («Αδης», «Η Υπογραφή», «Τα Δάκρυα του Βουνού»), είναι φανερό ότι αναζητάει την επαφή τους με την πραγματικότητα.

Στον «Ανεμο Ελευθερίας», το πιο φιλόδοξο μέχρι σήμερα έργο του, τα πολλαπλά επίπεδα της αφήγησης τείνουν να δημιουργήσουν ένα νέο είδος που δεν ανήκει ούτε καν στη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο ντοκιμαντέρ και το fiction αλλά ούτε και στις ρωγμές που - πλέον στο σύγχρονο σινεμά - επιτρέπουν τη διάχυση του ενός μέσα στο άλλο, ιδανικά, σε τέλεια αρμονία. Εδώ ο Χαραλαμπόπουλος ξεκινά από την κεντρική ιδέα - μια ταινία για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση - και ταξιδεύει σε παρελθόν και παρόν, πειράζοντας την Ιστορία, με μοναδικό σκοπό να δώσει το στίγμα μιας ολόκληρης εποχής που, παρά τα φαινόμενα, δεν έχει (και δεν θα έπρεπε να έχει) προκαθορισμένα χρονικά όρια.

Η Επανάσταση συνεχίζεται ή πρέπει να συνεχίζεται μοιάζει να λέει ο Χαραλαμπόπουλος, που ξεκινάει από το παρόν και την ανακάλυψη ενός λαϊκού αναγνώσματος με τίτλο «Ανεμος Ελευθερίας» που, χρονολογημένο στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, αφηγείται ιστορίες από την προεπαναστατική Ελλάδα μέσα από την ιστορία ενός εμπόρου, του Ιωάννη Φίλωνα, ταξιδευτή και ανώτερου μέλους της Φιλικής Εταιρίας.

Οι τρεις αυτοί χρόνοι είναι παρόντες στην ταινία, με τον Χαραλαμπόπουλο να τολμάει εδώ τη μείξη μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ, όχι μόνο εντάσσοντας μέσα στο χρόνο του παρόντος και συνεντεύξεις διακεκριμένων ιστορικών που επιστρέφουν στα χρόνια του μύθου της Ελληνικής Επανάστασης, αλλά ουσιαστικά μπερδεύοντας μέσα σε κάθε διαφορετικό χρόνο την πραγματικότητα με τη φαντασία, σε ένα τόσο αρμονικό σύνολο που αναδεικνύει όχι μόνο τη σημασία της εξονυχιστικής έρευνας γύρω από ένα θέμα αλλά και την οικειοποίηση μιας ολόκληρης θεματικής που μέσα στα χρόνια επαναδιαπραγματεύεται την αλήθεια της, συγκρούεται ακόμη και με τις μεγαλύτερες σταθερές της και είναι πάντα πρόσφορη για νέες αναγνώσεις.

Δεν έχει σημασία αν η ερευνήτρια στο παρόν είναι μυθοπλαστικό προϊόν, ενώ οι επιστήμονες που μιλούν όχι, δεν έχει σημασία αν ο χρωμολιθογράφος που ζωγράφισε το λαϊκό παραμύθι «Ανεμος Ελευθερίας» δεν υπήρξε τουλάχιστον έτσι όπως τον παρουσιάζει η ταινία, όπως και το παραμύθι του, δεν έχει σημασία αν στο παραμύθι ο πρωταγωνιστής Ιωάννης Φίλωνας είναι επινοημένο πρόσωπο αλλά οι υπόλοιποι συμπρωταγωνιστές όχι. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι ο Χαραλαμπόπουλος επιχειρεί, ριψοκίνδυνα, μια ρομαντικοποίηση της προεπαναστατικής περιόδου, θέλοντας να την παραλληλίσει με το παρόν, μιλώντας τελικά για κάτι (ακόμη) μεγαλύτερο από το 1821, που είναι οι λόγοι για τους οποίους οι άνθρωποι αποκτούν υψηλά ιδανικά, είναι έτοιμοι να υπερασπιστούν την ελευθερία, γίνονται αγωνιστές της ζωής.

Το εγχείρημά του είναι ηθελημένα ατσαλάκωτο - όσο κι αν αυτό προδίδει την «αληθοφάνεια» - για να θυμίζει τα χαρακτικά και τις λαϊκές ζωγραφιές της εποχής των αρχών του 20ού αιώνα, με το ενδιαφέρον στραμμένο όχι στη δράση αλλά στην καθημερινότητα της ζωής στην Ελλάδα. Το εγχείρημά του είναι ηθελημένα αναλυτικό - όσο κι αν αυτό προδίδει τη συναρπαστική «ανάγνωσή» του - προκειμένου να τεκμηριωθεί το ζητούμενο του βλέμματος που διαχέεται στους τρεις διαφορετικούς χρόνους, προκειμένου να γίνει ένας.

Σαν άλλος λαϊκός παραμυθάς, ο Στέλιος Χαραλαμπόπουλος στέκεται - ευτυχώς - πάνω από το εφήμερο μιας επετείου ή μιας ταινίας «φουστανέλας» που τόσο πολύ φορέθηκε με όλους τους λάθος τρόπους στο ελληνικό σινεμά. Απότοκο όλου του πρόσφατου έργου του - από το «Της Πατρίδος μου η Σημαία...» μέχρι και τα «Δάκρυα του Βουνού», το υβριδικό, φτιαγμένο με εμπειρία τεχνικής και την αναπόφευκτη απλοποίηση «Ανεμος Ελευθερίας», συγκινεί γιατί, ακόμη και με (σε σημεία υπερβολικά) χαμηλούς τόνους δίνει μια ηχηρή διάσταση της επαναστατικότητας που μοιάζει αναγκαία διαχρονικά.