Μαρουσιώτης γέννημα-θρέμμα, αλλά με καταγωγή από τα Βούρβουρα, χωριό της ορεινής Αρκαδίας, ο βετεράνος σκηνοθέτης Στέλιος Χαραλαμπόπουλος ξεκίνησε το καλοκαίρι του 2003 μια διπλή φιλμική αποτύπωση.
Από τη μια, άρχισε να κινηματογραφεί την καθημερινότητα της ιδιαίτερης πατρίδας του. Το μονοθέσιο σχολείο, η δασκάλα, τα παιδιά. Μάθημα στην τάξη, παιχνίδια έξω στην ύπαιθρο. Το καφενείο, η αγροτική ρουτίνα, εικόνες από τον αθλητικό σύλλογο του τόπου που ιδρύθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα. Αλλά πρωτίστως οι κάτοικοι και οι μαρτυρίες των γερόντων, που θυμούνται τα νιάτα τους, τα επώδυνα χρόνια της κατοχής, τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των Γερμανών, τη μεταπολεμική ανέχεια, τον μεταναστευτικό πυρετό του ’60, φίλους και συγγενείς που χάθηκαν.
Κι από την άλλη, να απαθανατίζει εικόνες από ένα Μαρούσι-εργοτάξιο, σε αντίστροφη μέτρηση προς τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Τα μεγάλα οικοδομικά έργα, τα απαλλοτριωμένα χωράφια, οι ξεθεμελιωμένοι δρόμοι, τα υπό κατασκευή εμπορικά κέντρα, τα ερείπια της παλιάς του γειτονιάς που μεταμορφώθηκε βάναυσα σε γιγαντιαίο γιαπί. Και να αποσπά κι εδώ αφηγήσεις μελών της οικογένειάς του για την Αθήνα του χθες και του σήμερα, το γενέθλιο χωριό τους, τους δικούς τους ανθρώπους, όσους έμειναν κι όσους ξενιτεύτηκαν.
Τις δυο μαρτυρίες, αχρησιμοποίητες για χρόνια, ο δημιουργός τις «έδεσε» σε ένα ενιαίο ντοκιμαντέρ μόλις πρόσφατα, το 2016. Αφορμή του, μια επίσκεψη στο χωριό το 2012, όταν το σχολείο έκλεινε οριστικά λόγω έλλειψης πόρων. Και συνδετικός κρίκος όλων των παραπάνω, η σημερινή Ελλάδα της μετά-χρεοκοπίας, των στιγμάτων που άφησε το καταναλωτικό παραλήρημα, των «κολοσσών» του Αμαρουσίου –που θα’ λεγε και ο Μίλερ- που δεν είναι πια οι άνθρωποι αλλά τα θηριώδη κτίρια του, των αραχνιασμένων επαρχιακών θρανίων, των νιάτων που δε βρήκαν πουθενά τη διδαχθείσα στο σχολειό «εθνική περηφάνια», των γηρατειών που τη θρηνούν.
Κι έτσι, μια αυτοβιογραφικού χαρακτήρα καταγραφή τεκμηριώνει μια ταινία-σπουδή στην ιστορική μνήμη και το τίμημα του βίαιου εκσυγχρονισμού. Με ένα μοντάζ (ήρεμων) εντυπώσεων που αντιπαραβάλλει συνετά τις εικόνες και τέμνει καίρια τον χρόνο (ο σκηνοθέτης, όπως απέδειξε και σε προηγούμενα ντοκιμαντέρ του σαν το «Ημερολόγια καταστρώματος - Γιώργος Σεφέρης» ή το «Τη νύχτα που ο Φερνάντο Πεσσόα συνάντησε τον Κωνσταντίνο Καβάφη», ξέρει καλά πως σινεμά σημαίνει πριν απ’ όλα χειρισμός του χρόνου). Με μια αυτοκυριαρχία που δεν επιτρέπει ποτέ στον λόγο να εκπέσει σε κραυγή ή μεμψιμοιρία. Αλλά και με μια μόνιμα παλλόμενη ανθρωπιά κι ευαισθησία που –ειδικά στο φινάλε των πικρών απολογισμών- σε κάνουν να βουρκώνεις από συγκίνηση.