Back to Mine
Η πρώτη εδώ και χρόνια, γερμανική ταινία του Τομ Τίκβερ είναι κάτι παραπάνω από μια επιστροφή στην πατρίδα του, μια επιστροφή στο Βερολίνο. Είναι κυρίως για τον ίδιο μια επιστροφή στον εαυτό του, σε μέρη σε ανθρώπους που όχι απλά γνωρίζει καλά, αλλά τους γνωρίζει δίχως δεύτερες σκέψεις. Δεν είναι δύσκολο να ανακαλύψεις τις ομοιότητες του παντρεμένου ζευγαριού με τη γενιά του Τίκβερ, τις πολιτισμικές συνάφειες τους, τις κοινές αναφορές, από τα ρούχα που φοράνε και τα μέρη που συχνάζουν, μέχρι το είδος των ταινιών που βλέπουν και την εφημερίδα που διαβάζουν. «Ηθελα να ξέρω για ποιους ανθρώπους μιλάω σε μια τέτοια ταινία» λέει ο Τίκβερ. Και κυρίως, μοιάζει να ήθελε να ξέρει τι γλώσσα μιλάνε. Ακόμη κι αν ο ίδιος μιλά πλέον άψογα αγγλικά, παραδέχεται ότι αυτό που του λείπει όταν κάνει ταινίες στην Αμερική είναι ο τρόπος που επικοινωνεί με τους ηθοποιούς του δίχως σκέψη, με λέξεις που ακολουθεί η μία, απόλυτα φυσικά την άλλη. «Στα Αγγλικά, υπάρχει πάντα ένα είδος μετάφρασης από το μυαλό ως τη γλώσσα μου» λέει. «Πάντα θυμάμαι τον Μπίλι Γουάιλντερ, που έλεγε ότι μετά από έναν χρόνο στην Αμερική άρχισε να βλέπει όνειρα στα Αγγλικά. Και τότε ήξερε, ότι έφτασε στ' αλήθεια, ουσιαστικά στην Αμερική. Στην δική μου περίπτωση, κάτι τέτοιο δε συνέβη ποτέ». Δεν ήταν όμως ο κοινός τόπος των λέξεων που τον έφερε πίσω αλλά και ο ίδιος ο τόπος αφού η έλξη του Βερολίνου, μοιάζει να ήταν εξίσου δυνατή. Η πόλη εξακολουθεί να είναι μια αληθινή μητρόπολη αλλά σε πραγματικά ανθρώπινο μέτρο, ίσως ακόμη πιο γεμάτη ενέργεια σήμερα, απ όσο όταν η Φράνκα Ποτέντε διέσχιζε τους δρόμους της στο «Τρέξε Λόλα Τρέξε». Το Βερολίνο στο «Τρίο» είναι μια πόλη γεμάτη πιθανότητες, γεμάτη ένταση, ζωή. «Νομίζω ότι το Βερολίνο έχει ακόμη μια αίσθηση ελευθερίας που δεν συναντάς εύκολα πια» λέει ο Τίκβερ. «Είναι η πιο φτηνή από τις μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις κάτι που κάνει τα ταξικά όρια λιγότερο ορατά και τους ανθρώπους πολύ πιο πρόθυμους να ανακατευτούν και να συγχρωτιστούν». Ομως αντίθετα με την «Λόλα» για παράδειγμα το φιλμ μοιάζει να ενδιαφέρεται περισσότερο για την γεωγραφία των ανθρώπων αντί γι αυτή της πόλης, δεν είναι μια περιπλάνηση στην τουριστική ή την πιο φωτογενή πλευρά του, αλλά μια βόλτα στην πόλη που οι ήρωες του φιλμ θα σε πήγαιναν αν τους επισκεπτόσουν για μια εβδομάδα. Και περισσότερο και πιο ουσιαστικά από μια ξενάγηση στην πόλη τους, οι ήρωες εδώ σε ξεναγούν στις ζωές τους. Και η θέα είναι αναμφίβολα πολύ πιο ενδιαφέρουσα.
Μια καινούρια αρχή.
Το σινεμά του Τίκβερ μοιάζει συνυφασμένο με την κίνηση, με έντονη την αίσθηση ενός εσωτερικού ρυθμού, με μια ενέργεια που αγκαλιάζουν οι εικόνες, οι χαρακτήρες η σκηνοθεσία του. Ομως από τις πρώτες ταινίες του που τον καθιέρωσαν ως πρωτοπόρο μιας γενιάς Γερμανών σκηνοθετών κι από το «Τρέξε Λόλα Τρέξε», που τον ανέδειξε σε σκηνοθέτη παγκόσμιας εμβέλειας, δεν έχουν μόνο περάσει πολλά χρόνια, αλλά ενδιάμεσα, το ίδιο το τοπίο του ευρωπαϊκού σινεμά έχει μεταμορφωθεί. Οσο καιρό ο Τίκβερ δοκίμαζε τις δυνάμεις του σε πιο εσωτερικές ταινίες όπως ο «Παράδεισος», σε big budget δράματα σαν το «Αρωμα», ή περιπέτειες δράσης σαν το «International», η σχολή κινηματογράφου του Βερολίνου, δεν δημιούργησε απλά μια νέα γενιά σκηνοθετών, αλλά έδωσε σχήμα σε ένα ένα νέο κινηματογραφικό κύμα. Η «Σχολή του Βερολίνου» όπως όχι ιδιαίτερα εμπνευσμένα ονομάστηκε, αποτελεί για τον ίδιο μια αξιοπρόσεκτη εξέλιξη. Δεν διστάζει να επαινέσει συναδέλφους του που ανήκουν στους κόλπους της, όμως η δική του έμπνευση για αυτή την ταινία που μοιάζει λίγο με «restart», έρχεται μάλλον από διαφορετικές πηγές. Από τον Ερνστ Λιούμπιτς και τον Πέρστον Στάρτζες, διαμέσου του «Ζιλ και Τζιμ» και της γαλλικής νουβέλ βαγκ και μιας αφήγησης που χρωστά πολλά στο πειραματικό σινεμά. Από τα δεκάδες «συγκρουόμενα» πλάνα της αρχής, το μπλέξιμο των ήχων και των εικόνων, ως τον τρόπο που η αφήγηση μοιάζει να προχωρά όχι σαν ίσιος μίσχος, αλλά σαν κλαδί που ανοίγει σε δεκάδες, ακόμη κι αδιέξοδες κατευθύνσεις, το «Τρίο» είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από μια τυπική, maistream ταινία σχέσεων. «Το φιλμ μοιάζει να ακολουθεί τον τρόπο που σκεφτόμαστε, κάτι που σπάνια γίνεται γραμμικά. Δεν είναι κάτι καινούριο, ο Γκοντάρ δοκίμαζε να το κάνει ήδη από την δεκαετία του 60» λέει ο Τίκβερ. «Είναι η προσπάθεια να βρεις έναν τρόπο να αντικατοπτρίσεις την ανθρώπινη σκέψη που σε καμιά περίπτωση δεν ακολουθεί την λογική της μυθοπλασίας: πρώτη πράξη, δεύτερη πράξη, φινάλε».
Μια ματιά στις σχέσεις
«Εννιά στις δέκα ταινίες δείχνουν ανθρώπους να ερωτεύονται, κάτι που πιθανότατα έχει περισσότερες συναρπαστικές στιγμές, αλλά εγώ ενδιαφέρομαι για το είδος των σχέσεων που χρειάζονται προσπάθεια για να λειτουργήσουν» λέει ο Τίκβερ. «Οι σχέσεις είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσες όταν έχουν ωριμάσει, όταν έχεις ήδη μια κοινή ιστορία, κάτι να μοιραστείς, αλλά και να αντιμετωπίσεις τα αναπόφευκτα προβλήματα που φέρνει η έλλειψη της σεξουαλικής επιθυμίας και η εμφάνιση μιας περιέργειας που δεν ικανοποιείται από τον σύντροφό σου πια». Για να γίνουν τα πράγματα ακόμη πιο ενδιαφέροντα, η σύμπτωση, μια από τις βασικές θεματικές στο σινεμά του, ο «συγχρονισμός» των ηρώων του και οι επιπτώσεις του, δίνει σε μια τέτοια σχέση στο «Τρίο», την σπίθα που του βάζει φωτιά: Τι θα γινόταν αν συναντούσες τον ίδιο άνθρωπο κάτω από απολύτως διαφορετικές συνθήκες; Σε διαφορετικό χρόνο. Αυτή η συνάντηση θα είχε τα ίδια αποτελέσματα για τις ζωές σας; Θα τον έβρισκες εξίσου ερωτικό. Για τον Τίκβερ το φιλμ εξετάζει κάτι που ο ίδιος ονομάζει «το τυχαίο των συναισθημάτων» κάτι που όπως λέει βρίσκει απόλυτα συναρπαστικό. Και το κάνει με ένα εύρημα που μπορεί να μοιάζει κοινότοπο στο σινεμά, αλλά εξακολουθεί να περιέχει τον σπόρο μιας ανατροπής. Κανείς ασφαλώς δεν σοκάρεται ούτε κοκκινίζει βλέποντας ένα ερωτικό τρίο στην οθόνη στις μέρες μας, κι αυτό για τον Τίκβερ είναι ευχής έργο. «Τουλάχιστον δείχνει ότι το φάσμα αυτού που θεωρούμε φυσιολογικό ή αποδεκτό, έχει διευρυνθεί, δόξα τω θεό» λέει. Ομως η ταινία του δεν πρεσβεύει το τέλος τη μονογαμίας, ή την απόλυτη σεξουαλική ελευθερία, κάτι που θα έμοιαζε μάλλον επαναστατικά παλιομοδίτικο και ουσιαστικά ξεπερασμένο, αλλά την δυνατότητα της ευτυχίας, σε ένα διαφορετικό σημείο από τα άκρα της ελευθεριότητας ή μιας περιχαρακωμένης κλειστής σχέσης. «Δεν είναι ότι το φιλμ κηρύττει πως όλοι θα έπρεπε να αποτελέσουμε τις πλευρές ενός ερωτικού τριγώνου, αλλά δοκιμάζει να αρθρώσει μερικές σκέψεις πάνω σε ένα σύστημα αξιών που μοιάζει κοινωνικά και θρησκευτικά εκπορευόμενο και σίγουρα με περασμένη ημερομηνία λήξης. Μπορεί να συνεχίζουμε να το ακολουθούμε γιατί δεν έχουμε εναλλακτικές λύσεις, αλλά σίγουρα δεν μοιάζει αρκετό για να ορίσει την πολυπλοκότητα των ερωτικών σχέσεων και των συναισθημάτων». Οσο για τις ερωτικές σκηνές του φιλμ, ο Τίκβερ έχει απόλυτα ξεκάθαρη άποψη: «Μια καλή ερωτική σκηνή είναι αυτή που δεν με κάνει να νιώθω άβολα όταν την βλέπω και που μου δίνει την αίσθηση ότι ούτε οι ηθοποιοί ένοιωθαν άβολα όταν την γύριζαν. Ο ερωτισμός δεν έρχεται από το να δείχνεις τα πάντα ωμά και ξεκάθαρα, αλλά από το διαφυλάσσεις τα μυστικά ενός όμορφου σώματος. Και για μένα ένα όμορφο σώμα είναι αυτό ενός φυσιολογικού ενήλικα κι όχι κάποιου που έχει περάσει τους τελευταίους έξι μήνες στο γυμναστήριο». Κι αυτές ανάμεσα στους δύο άντρες; «Οι gay ερωτικές σκηνές στο σινεμά μοιάζουν απόλυτα φυσιολογικές για μένα» λέει. «Οχι μόνο γιατί δεν είναι τίποτα καινούριο ή παράξενο, αλλά ίσως κι επειδή στη σχολή υπήρξα μαθητής του Ρόζα Φον Πράουνχάιμ».
Σινεμά: μια πιθανή αυτοβιογραφία
«Ξέρω τι είναι να ξυπνάς ένα πρωί και να συνειδητοποιείς ότι η ζωή σου δεν βρίσκεται πλέον στο πεδίο της βαρύτητας της ημερομηνίας γέννησης σου, αλλά σε τροχιά προς τον θάνατό σου» λέει ο Τίκβερ. Το φιλμ του θα μπορούσε να ιδωθεί σαν μια ματιά στην κρίση της μέσης ηλικίας, μόνο που στην περίπτωση των ηρώων του, δεν είναι αυτή που τους οδηγεί στο καταφύγιο μιας παράνομης ερωτικής σχέσης. Αντίθετα μοιάζει να είναι το ξαφνικό ερωτικό τους ενδιαφέρον για έναν τρίτο που ξυπνά την κρίση που ελλοχεύει. «Πολλές φορές η ξαφνική, απρόβλεπτη είσοδος ενός άλλου στη ζωή σου σου επιτρέπει να δεις μια σειρά από πιθανότητες και προοπτικές που δεν θα μπορούσες να φανταστείς, ή να ελπίσεις. Πολύ συχνά μια τέτοια διεύρυνση της οπτικής σου, συνοδεύεται από μια αληθινή κρίση» λέει. Ο ίδιος ο Τίκβερ παντρεμένος με ένα μικρό γιο, ξεκαθαρίζει ότι ο μόνος τρόπος που η ταινία του θα μπορούσε να ιδωθεί σαν αυτοβιογραφική είναι μέσω της σαφήνειας με την οποία γνωρίζει τα συναισθήματα των ηρώων που περιγράφει. «Τους αναγνωρίζω, τους κατανοώ, ξέρω από που πηγάζουν οι σκέψεις, οι πράξεις τα όσα νιώθουν. Και αν θες για μένα κάθε ταινία είναι ένας τρόπος να τοποθετώ προσωπικές σκέψεις και ανησυχίες σε διαφορετικές συνθήκες και «σενάρια» και να παρατηρώ το πως εξελίσσονται». Αυτό δεν σημαίνει ότι η σύζυγός του θα πρέπει να αρχίσει να ανησυχεί για το αν ο Τομ την απατά, αλλά ο ίδιος παραδέχεται ότι στην σημερινή εποχή είμαστε αρκετά ώριμοι, ώστε να μπορούμε να αντιληφθούμε ότι η επιθυμία έχει πολλά πρόσωπα και σπάνια ικανοποιείται από έναν μόνο άνθρωπο. «Δεν νομίζω ότι κανείς έχει αμφιβολία γι αυτό, αλλά όλοι φοβόμαστε τις συνέπειες, το πως θα ενορχηστρώσουμε τις ζωές μας μετά από κάτι τέτοιο. Η μονογαμία εξακολουθεί να είναι το κυρίαρχο μοντέλο και είναι εξαιρετικά δύσκολο να την ξεπεράσεις πολιτικά αλλά και στην κοινωνική πραγματικότητα που βιώνουμε».
Το επόμενο Τρίο
Μπορεί για τους ήρωες του στην ταινία ένα τρίο να αποτελεί την αφορμή για την εξερεύνηση μιας ερωτικής σχέσης ή των συναισθηματικών τους δεσμών, για τον ίδιο τον Τίκβερ εν τούτοις, το τρίο στο οποίο μόλις εισήλθε, είναι μάλλον λίγο πιο περίπλοκο. Το «Cloud Atlas», η κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου του Ντέιβιντ Μίτσελ ακολουθεί κι αυτή μια μη πεπατημένη κινηματογραφική οδό, αφού θα την υπογράφουν όχι ένας ή δύο αλλά τρεις σκηνοθέτες: Τομ Τίκβερ κι ο Αντι και η Λάνα Γουατσόφσκι. Με ένα μπάτζετ που ξεπερνά τα 100 εκατομμύρια δολάρια και με πρωταγωνιστές όπως ο Τομ Χανκς και η Χάλι Μπέρι, το φιλμ είναι σύμφωνα με τον ίδιο μια από εκείνες τις ταινίες που θέλουν να φέρουν πίσω ένα κινηματογραφικό είδος που μοιάζει σχεδόν νεκρό. «Που είναι οι “Λόρενς της Αραβίας” των ημερών μας, που είναι τα “2001”; Μπαίνεις στα γραφεία των μεγάλων αμερικάνικων στούντιο και βλέπεις στους τοίχους τους, πλάνα από ταινίες που τα έκαναν περήφανα στο παρελθόν. Αναρωτιέμαι, που είναι τα πλάνα από τις ταινίες του σήμερα που αξίζει να κρεμάσει κανείς στον τοίχο του καδραρισμένα σε μια ακριβή κορνίζα;». Ο Τίκβερ και οι Γουατσόφσκι υπόσχονται με άλλα λόγια ένα έπος, αν φυσικά η παράξενη συνύπαρξή τους κατορθώσει να βρει τον τρόπο της να υπάρξει. Ο ίδιος δείχνει αισιόδοξος: «Πρόκειται για ένα φιλμ τόσο πυκνό με τόσα διαφορετικά επίπεδα, που χρειάζεται τρία ζευγάρια μάτια και τρία μυαλά για το φέρουν εις πέρας» λέει για την ταινία. «Είδατε; Είναι αστείο, αλλά πάλι σε τρίο βρέθηκα»...
Tags: Τομ Τίκβερ, τρίο, drei, CLOUD ATLAS, ΤΙΚΒΕΡ