Η Χάνα κι ο Σιμόν είναι ένα σύγχρονο ζευγάρι μεσήλικων Βερολινέζων. Σε λίγο κλείνουν 20 χρόνια συμβίωσης, δεν έχουν παιδιά, ούτε και πολλά πια να πουν ο ένας στον άλλον. Πολιτισμένοι, μοντέρνοι, καλλιτέχνες αλλά και απαθείς βιώνουν τη σχέση τους ως μία σταθερή συνήθεια. Μέχρι που και οι δύο, από καθαρή σύμπτωση, ερωτεύονται ...τον ίδιο άντρα, τον Ανταμ.

Είναι προφανής η ιδέα του Τίκβερ να εξετάσει τον άνθρωπο ως βιολογικό ον. Κυριολεκτικά. Ο εραστής είναι καθηγητής μοριακής βιολογίας, ο Σιμόν πάσχει από καρκίνο στους όρχεις, η Χάνα είναι μάλλον στείρα. Η ζωή μοιράζει χαρτιά για να αποδείξει ότι η ανθρώπινη φύση είναι δομή οργανισμών, μορφολογία, σάρκα. Ολα τα υπόλοιπα είναι κοινωνικές καταβολές, επίκτητες συνήθειες, ταμπού. Η απιστία, η δυαδικότητα στις προσωπικές σχέσεις, η ομοφυλοφιλία - κατά πόσο μας υπαγορεύει το DNA μας να τα απορρίψουμε, κατά πόσο έχουμε μάθει να μην επιτρέπουμε σε ένστικτα να αναπτυχθούν.

Ο Τίκβερ πιάνει την άκρη του νήματος μίας υποθετικής κατάστασης και θέτει την Χάνα και τον Σιμόν ως τα πειραματόζωά του στο μικροσκόπιο του κινηματογραφικού του φακού: τι θα συνέβαινε αν ένα συμβατικό ζευγάρι ξαφνικά ανακάλυπτε την αντισυμβατική εναλλακτική ενός τρίο; Θα καταστρεφόταν ο κόσμος όπως τον ξέραμε; Θα συνέβαιναν τραγωδίες και κάθαρση με μετανιωμένους συζύγους και πουριτανικό κοινωνικό μήνυμα; Ή ...δεν ξέρω, δεν απαντώ;

Με μία ελαφρότητα που είναι υπέρ του, ο Τίκβερ επιλέγει την τρίτη εκδοχή, αποφεύγει κάθε είδους διδακτισμό και απλά ακολουθεί τους σαστισμένους ήρωές του σε μία εξέλιξη πλοκής που φλερτάρει με την κωμωδία. Ακόμα και σκηνοθετικά κυριαρχεί το ονειρικό στοιχείο όπου η «κανονικότητα» της ρεαλιστικής αφήγησης διακόπτεται με split screens, σκηνές ονειρώξεων με ξεναγό τον Τζεφ Κουνς, ασπρόμαυρες σεκάνς που παραπέμπουν σε κινηματογραφικές και λογοτεχνικές αναφορές κι ένας ήρωας που είναι τόσο ξεκάθαρα συμβολικός που δεν μπορείς να τον πάρεις σοβαρά: καθηγητής, μηχανόβιος, connaiseur της ζωής και της τέχνης, αθλητής, θεατρόφιλος - χωρίς έπιπλα, ταμπού και εγκλωβισμένη κοινωνική συνείδηση. Το ζευγάρι συναντά το ωμό ένστικτο, την απόλυτη φαντασίωση, την πρόκληση να κοιτάξει τη ζωή χωρίς την αλφάβητο που έχει διδαχτεί.

Μόνο που σε όλη αυτή την αφηγηματική, φιλοσοφική, φαρσική σχεδόν περιπέτεια υπάρχει ένα αδιέξοδο: μία ταινία τελειώνει και κάθε τέλος, όποιο κι αν είναι αυτό, παίρνει θέση απέναντι στα πράγματα. Ο Τίκβερ παγιδεύεται στις επιλογές του (τρεις είναι όλες κι όλες), δεν βρίσκει τη λύση που θα απογείωνε το σενάριο και την υπόθεσή του, δεν μας εκπλήσσει, δεν προχωρά ένα σημαντικό βήμα τον παγκόσμιο διάλογο πάνω στην σεξουαλικότητα, τις σχέσεις ή τη διαφορετικότητα. Το συμπέρασμά του είναι προφανές και η δική μας περιπέτεια να ακολουθήσουμε το συλλογισμό του μας αφήνει με το αίσθημα του ανεκπλήρωτου. Κι αυτό δεν είναι το καλύτερο που μπορεί να πει κανείς έχοντας βιώσει ένα τρίο.