Ενημέρωση

Παρακαλώ γυναίκες (και άντρες), μην κλαίτε για τον Σταύρο Τσιώλη

στα 10

Στα 82 του χρόνια αποχαιρέτησε αυτόν τον κόσμο ο Σταύρος Τσιώλης, σίγουρος πως στη ζωή αυτή δεν υπάρχει χρόνος για δάκρυα, παρά μόνο για (πάση θυσία) σινεμά.

Παρακαλώ γυναίκες (και άντρες), μην κλαίτε για τον Σταύρο Τσιώλη

Αν είχα να πω στα νέα παιδιά κάτι είναι στην ταινία που κάνεις πρέπει συνέχεια, σε κάθε πλάνο, να σκέφτεσαι αυτόν στον οποίο απευθύνεσαι, με σεβασμό. Δεν απευθύνεσαι πια μόνο στον εαυτό σου, μόνο στη φιλοδοξία σου. Δηλαδή, να μπορέσεις να επικοινωνήσεις μαζί του, όπως φλερτάρεις ένα κορίτσι που δεν θες να προδοθείς, αλλά που σπαράζεις μέσα σου. Θέλω να έχεις σπαραγμό την ώρα που κάνεις ταινία. Να μην λείψει ούτε μια στιγμή από σένα η μεγάλη οθόνη.»

Ο Σταύρος Τσιώλης δεν έλειψε ποτέ από κανένα πλάνο των ταινιών του. Ακόμη κι εκείνων των ταινιών της εποχής της Φίνος Φιλμς που μέσα στα χρόνια έμαθε να αγαπάει περισσότερο από την εποχή που τις έκανε, σίγουρος πως με το πέρασμα του χρόνου κάθε τι που κάνουμε μας θυμίζει περισσότερο αυτό που ήμασταν κι όχι αυτό που νομίζουμε ότι ήμασταν.

Ειρωνικά, η πρώτη του «προσωπική» ταινία, στα χρόνια μετά το Φίνο θα ονομαζόταν «Μια Τόσο Μακρινή Απουσία», δηλώνοντας όχι μόνο μια 15ετή εξαφάνιση που τον βρήκε στο Αγιο Ορος και στις πόρτες της ελληνικής ενδοχώρας ως πλασιέ αλλά και ασυνείδητα προεξοφλώντας μια δεύτερη «απουσία», αυτή που γλίτωσε όταν αποφάσισε πως παρά τη βεβαρυμένη υγεία του θα γύριζε πάση θυσία το «Γυναίκες που Περάσατε Από Εδώ», το κύκνειο άσμα του και το κλείσιμο της τριλογίας των Γυναικών που ξεκίνησε με το «Παρακαλώ Γυναίκες Μην Κλαίτε» και συνεχίστηκε με το «Ας Περιμένουν οι Γυναίκες».

Λαϊκός ήρωας, σκηνοθέτης μιας (μεγάλης) ταινίας δρόμου που δεν είχε ποτέ προορισμό παρά μόνο τη συλλογική εμμονή του Νεοέλληνα με τον εαυτό του, παρολίγον άγιος κι όμως αμαρτωλός αφού «ο κόσμος δεν συγχωρεί όσους επό έρωτα εκπέσανε», ο Σταύρος Τσιώλης κέρδισε το cult status που τον ανέδειξε σε έναν σκηνοθέτη που διέσχισε με επιτυχία τουλάχιστον τρεις γενιές θεατών και κυρίως ονειρεύτηκε ταινίες που δεν έγιναν ποτέ, όπως το «Χιόνι», αυτή που ήταν από τις πρώτες που έγραψε και η τελευταία που ήθελε να γυρίσει.

Θυμηθείτε τη μεγάλη συνέντευξη του Σταύρου Τσιώλη στο Flix: Ο Σταύρος Τσιώλης αρχίζει πάντα γύρισμα τις Κυριακές

Τσιώλης Με τον Λάκη Παπαστάθη στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1991 (αρχείο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης)

Δέχομαι ότι είμαι ένας άνθρωπος που δεν έκανε κάποιο σημαντικό έργο. Δεν πειράζει, το λέω ειλικρινά. Γιατί θεωρώ πιο σημαντικό το άλλο: ότι παρά τις δυσκολίες, παρά τον πόνο, παρά την εχθρότητα που τραβήξαμε, κρατήσαμε το λυχναράκι ανοιχτό για τα νέα παιδιά. Αφού εμείς δεν χαθήκαμε, δεν έχουν δικαίωμα τα παιδιά τα νέα να πούνε, δεν θα τα καταφέρουμε. Θα τα καταφέρετε, γιατί τα καταφέραμε κι εμείς με πιο δύσκολες συνθήκες. Αυτό είναι που δεν πρέπει να ξεχαστεί από τα νέα παιδιά.»

Ο Σταύρος Τσιώλης γεννήθηκε στην Τρίπολη και σπούδασε κινηματογράφο στη Σχολή Κινηματογράφου Τηλεόρασης Λυκούργου Σταυράκου στην Αθήνα και από το 1958 δούλεψε ως βοηθός σκηνοθέτη σε 54 ταινίες, πολλές από τις οποίες της Φίνος Φιλμ, όπου και σύμφωνα με τον ίδιο έμαθε σινεμά και έμαθε να αγαπάει το σινεμά.

Η πρώτη δική του ταινία, η οποία βασίστηκε και σε δικό του σενάριο ήταν «Ο Μικρός Δραπέτης» για τη Φίνος Φιλμ το 1968, ένα αντισυμβατικό μελόδραμα με έντονη τη γεύση του μαγικού ρεαλισμού που αφηγείται την ιστορία ενός παιδιού που το σκάει από το αναμορφωτήριο και βρίσκει καταφύγιο στο υπόγειο της ακόμη πιο μικρής Μαρίας με την οποία θα ζήσουν μαζί ένα σύντομο, επικίνδυνο αλλά αξέχαστο παραμύθι.

Διαβάστε ακόμη: Από τον «Μικρό Δραπέτη» μέχρι τις Γυναίκες που Περάσατε από Δω», η φιλμογραφία του Σταύρου Τσιώλη (με δικά του λόγια)

Ο Μικρός Δραπέτης 607 Ο Μικρός Δραπέτης

Συνέχισε να γυρίζει ταινίες για τη Φίνος Φιλμς («Πανικός» του 1969 και «Ζούγκλα των Πόλεων» του 1970), αφήνοντας μικρά σημάδια ενός πιο ανήσυχου προσωπικού σινεμά. Το 1970 έκανε διεθνή επιτυχία με την ταινία «Κατάχρησις Εξουσίας», γύρισε ακόμη μια ταινία στη Φίνος Φιλμς με ψευδώνυμο, το «Θέμα Συνειδήσεως» του 1973 και στη συνέχεια εγκατέλειψε το σινεμά για 15 χρόνια.

«Δεν μπορούσα να κάνω τις ταινίες που ήθελα κι έφυγα. Πήγα στο Αγιο Ορος κι έμαθα αγιογραφία και μετά βγήκα πλασιέ. Γιατί αυτό είναι και το κυρίως ταλέντο μου. Δώσ’ μου πράγματα, να πηγαίνω στα μαγαζιά να δειγματίζω. Κι έβγαζα λεφτάκια, έγραφα πάντα και κανένα δεν γύρισα απ’ αυτά που έγραψα τότε. Το αγαπημένο μου ήταν "Οι Τελευταίες Διακοπές", ήταν ο έρωτας ενός μεγάλου – τριαντατεσσάρων ήμουν εγώ τότε – για ένα μικρό κορίτσι, σαν τον "Θάνατο στη Βενετία".»

Μια τόσο Μακρινή Απουσία Μια Τόσο Μακρινή Απουσία

Επανήλθε το 1985, αποφασισμένος να φτιάξει μια σειρά ταινιών που θα έφεραν διακριτή τη σφραγίδα του, μακριά από τις συμβάσεις και τους περιορισμούς ενός αδιαμαρτύρητα «εμπορικού» σινεμά. Και, μεταξύ μας, ειδικά μετά από το 1990, ταινίες που δεν έμοιαζαν με οτιδήποτε άλλο έφτιαχνε το ελληνικό σινεμά. Το «Μια Τόσο Μακρινή Απουσία» του 1985 κέρδισε έξι βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, το 1986 γύρισε το «Σχετικά με το Βασίλη», μια από τις πιο προσωπικές και ιδιοσυγκρασιακές ταινίες της φιλμογραφίας του, το 1988 γύρισε τους «Ακατανίκητους Εραστές» και το 1990 τον «Ερωτα στη Χουρμαδιά».

Την ίδια εποχή η σχέση του με τον Χρήστο Βακαλόπουλο μετατρέπεται σε μια από τις πιο εμβληματικές στην ιστορία του ελληνικού σινεμά. Μαζί θα γράφουν και θα σβήνουν, μαζί θα ταξιδέψουν στην Αρκαδία (τον αιώνιο τόπο αναζήτησης στο έργο και τη ζωή του Σταύρου Τσιώλη), μαζί θα κάνουν πραγματικότητα την μοναδική ταινία του Βακαλόπουλου, την «Ολγα Ρόμπαρντς» το 1989, μαζί θα γράψουν (και θα σκηνοθετήσουν) το θεμέλιο λίθο της φιλμογραφίας του Σταύρου Τσιώλη, το «Παρακαλώ Γυναίκες μην Κλαίτε».

«Το "Παρακαλώ Γυναίκες μην Κλαίτε" είναι 50-50 κι ας λένε ότι είναι Τσιώλης η ταινία – έχει τα Τσιωλικά, σκυλάδες, πράγματα, δεν γίνεται χωρίς, αλλά το κρυφό τοπίο που υπήρχε μέσα, ήταν του Χρήστου. Θα ήθελα να του πω ότι με βοήθησε πραγματικά πάρα πολύ στη ζωή μου, στο βίο μου, στο ν’ αποκτήσω μια εμπιστοσύνη. Πήρα ένα θάρρος μαζί του – αφού στον Βακαλόπουλο, που είναι το σκληρότερο πρόσωπο άρεσε η ταινία, πρέπει να συνεχίσουμε. Πέθανε ενώ παιζόταν το «Παρακαλώ, Γυναίκες, Μην Κλαίτε», τρίτη βδομάδα στην Ελλη. Οταν έμαθε ο κύριος που είχε την Ελλη ότι ο Χρήστος πέθανε, λέει, αύριο θα είμαστε γεμάτοι. Και την άλλη μέρα δεν πάτησε ψυχή στο σινεμά, δεν πήγε ο κόσμος. Ο θάνατος του δεν έφερε εισιτήρια, γιατί τον αγαπούσαν πολύ.»

Τσιώλης Με τον Χρήστο Βακαλόπουλο το 1987 στα γυρίσματα της ταινίας του Σταύρου Τορνέ «Ενας Ερωδιός για τη Γερμανία» στις εγκαταστάσεις του ΟΣΕ στο Ρέντη

Παρακαλώ Γυναίκες μην Κλαίτε Ο Σταύρος Τσιώλης αριστερά, ο Αργύρης Μπακιρτζής δίπλα του, ο Σωτήρης Κακίσης, τέλος δεξιά ο Χρήστος Βακαλόπουλος στο σπίτι του Σωτήρη Κακίση στην οδό Σεμέλης.

Το «Παρακαλώ Γυναίκες μην Κλαίτε» ήταν και η απαρχή μιας τριλογίας που θα συνέχιζε το 1998 με το «Ας Περιμένουν οι Γυναίκες» και θα έκλεινε οριστικά το 2018 με το «Γυναίκες που Περάσατε Από Δω», την ταινία που ο Σταύρος Τσιώλης γύρισε (και με τη βοήθεια crowdfunding, ως σωστός χρήστης της εποχής του) σαν ένα καθιστό road movie, όπου πλέον το μόνο που χρειάζεται να κινηθεί είναι ο άνθρωπος. Ας περιμένουν οι τόποι (και οι έρωτες).

«Δεν πιστεύω ότι υπάρχει άνθρωπος που δεν ερωτεύτηκε, που δεν πόνεσε, που δεν ονειρεύτηκε και που δεν καταστράφηκε μέσα απ’ αυτό. Και λέω, γιατί; Είναι μέσα στο μυστικό της δημιουργίας, ότι πρέπει να τελειώνει κάτι; Οταν μένει αιώνια, φοβάμαι ότι δεν είναι αυτός ο έρωτας που εννοούμε εμείς. Κι ύστερα οι γυναίκες είναι κι ένα είδος ανεξιχνίαστο. Ξέρουμε εμείς, τώρα, για το σύμπαν όλα τα μυστικά; Οσα και να μαθαίνουμε, ακόμα και με το Χαμπλ που φτάσαμε ως τα άκρα, τα ερωτήματα δεκαπλασιάστηκαν. Οσο πλησιάζεις, όσο αγαπάς, όσο προσπαθείς να καταλάβεις τη γυναίκα, τόσο σε φοβίζει, τόσο πιο απόμακρο γίνεται όλο. Εγώ αυτό έχω πάθει και τα τελευταία χρόνια, επειδή γέρασα κιόλας… προσέχω και κάθομαι ήσυχα και γι’ αυτό μπορώ το βράδυ και κοιμάμαι.»

Παρακαλώ Γυναίκες μην Κλαίτε 607 Παρακαλώ Γυναίκες Μην Κλαίτε

Ας Περιμένουν Οι Γυναίκες 607 Ας Περιμένουν οι Γυναίκες

Γυναίκες που Περάσατε από Εδώ 607 Γυναίκες που Περάσατε από Εδώ

Κανείς δεν ξέρει ποια θα ήταν η τύχη των ταινιών του Σταύρου Τσιώλη μετά τη δεκαετία του '90 (εκεί και ο «Χαμένος Θησαυρός του Χουρσίτ Πασά» του 1996 και το «Φτάσαμεε!» του 2004) αν μια νεότερη γενιά θεατών δεν τις ανακάλυπτε ξανά και ξανά ως μια cult (επίκαιρη;) αναφορά στο εδώ και τώρα της (προ κρίσης, κρίσης, μετά κρίσης) Ελλάδας, με αποκορύφωμα τη λατρεία για την αυθεντικότητα του «Ας Περιμένουν οι Γυναίκες» ή την βαθιά λαϊκή σουρεαλιστική αντήχηση του «Φτάσαμεε!».

Εγώ έχω εισπράξει πάρα πολύ το σεβασμό και την αγάπη των παιδιών και μου φτάνει αυτό. Νιώθω πολύ συγκινημένος, βλέπεις ότι οι παλιοί κοιτάνε και χαίρονται να πουν την καλημέρα τους, ε, τίποτε άλλο εγώ δεν θέλω να κάνω. Τώρα, εάν τους επηρεάσει κάτι από τη δουλειά μου, γιατί μου λένε, εσύ είσαι κάτι άλλο, έχεις δική σου σχολή, ε, λέω, κλέφτε και κάτι! Εγώ έχω κατακλέψει, τον ιταλικό νεορεαλισμό, τον Σακελλάριο, τον Καουρισμάκι, τον Τζάρμους.»

Στην πραγματικότητα δεν χρειάζεται να ψάξεις πολύ μακριά για να βρεις τι ήταν αυτό που έκανε τον Σταύρο Τσιώλη «διαχρονικό» ή τι είναι αυτό που θα τον κάνει να είναι πάντα ένα ζωντανό κομμάτι του ελληνικού σινεμά ή - ναι - της ελληνικής ποπ κουλτούρας. Είναι πρωτίστως αυτή η αίσθηση ενός ελεύθερου σινεμά, φτιαγμένου από την ποίηση της καθημερινότητας και τη συσσωρευμένη σοφία ενός ανθρώπου που έζησε περισσότερα απ' όσα πρόλαβε να κινηματογραφήσει. Και μαζί εκείνη η «πειραγμένη» ματιά πάνω στο συνηθισμένο και η ελαφρότητα όσων κρύβονται πίσω από όσα (νομίζουμε) ότι βλέπουμε, ακούμε ή αισθανόμαστε: η κλασσική μελωδία πίσω από το τσάμικα, η υπαρξιακή αγωνία πίσω από κάθε κλισέ συζήτηση για τις εκλογές ή το ποδόσφαιρο, η μεγάλη θλίψη πίσω από την ατελείωτη ανθρώπινη κωμωδία.

Ο Σταύρος Τσιώλης πέθανε στις 23 Ιουλίου 2019, σε ηλικία 82 ετών. Η ταινία που ετοίμαζε είχε τον τίτλο «Χιόνι» που όπως έλεγε κι ο ίδιος στο Flix επτά μήνες πριν: «Είναι δράμα κι αυτό αλλά μην μου στενοχωριέσαι, είναι πιο κινηματογράφος.»

ΤσιώληςΟ Σταύρος Τσιώλης έξω από το Ολύμπιον της Πλατείας Αριστοτέλους το 1998 (αρχείο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης)

Θυμηθείτε τη μεγάλη συνέντευξη του Σταύρου Τσιώλη στο Flix: Ο Σταύρος Τσιώλης αρχίζει πάντα γύρισμα τις Κυριακές