Kοπεγχάγη, 2020. «Δεν μπορώ να αναπνεύσω». Ενας έφηβος μαύρος μετανάστης πέφτει σε κώμα, «κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες» κατά τη διάρκεια της σύλληψής του από την αστυνομία. Εντονες αντιδράσεις και βίαιες εξεγέρσεις στους δρόμους αναγκάζουν την Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων να διεξάγει έρευνα. Οι παρόντες στο περιστατικό αστυνομικοί θα περάσουν από προανάκριση. Ολοι υποπτεύονται ότι ο Χόγιερ μπορεί και να μιλήσει, να τους δώσει. Δεν είναι σαν αυτούς. Είναι ήσυχος, μαζεμένος, ιδιωτικός, συνετός. Δεν είναι «Shorta» («μπάτσος» στην αραβική αργκό). Αντιθέτως, ο Αντερσεν ταιριάζει στο προφίλ. Σκληροτράχηλος, χοντροκομμένος, μισογύνης, βαθιά ρατσιστής. Ο διοικητής ζητά από τον Χόγιερ να συνοδεύσει τον Αντερσεν στην απογευματινή τους περιπολία, «για να τον κρατάει σε τάξη», τώρα που όλα τα μάτια και οι δημοσιογραφικές κάμερες είναι πάνω στην αστυνομία, περιμένοντας το επόμενο γλίστρημα. Οι δυο τους βγαίνουν στους δρόμους. Ενα αταίριαστο ζευγάρι, μέσα σ' ένα περιπολικό, πίσω από την ίδια στολή. Ενα περιστατικό τους οδηγεί στο «Σβέιλγκαρντεν», ένα κλειστό γκέτο μεταναστών στα προάστια, εκεί όπου διαβόητα δεν πρέπει να μπαίνει αστυνομικός αν θέλει να βγει ζωντανός. Εκεί παγιδεύονται, εκεί πρέπει να βγάλουν τη νύχτα, εκεί να αποκαλύψουν τους πραγματικούς τους εαυτούς και τα όριά τους, εκεί να επιλέξουν σε ποιους εμπιστεύονται τη ζωή τους. Στον «όμοιο» ή στον «διαφορετικό»; Και ποιος είναι ποιος;
Οι «Παγιδευμένοι», το σεναριακό και σκηνοθετικό δίδυμο των Αντερς Ελχολμ και Φρέντερικ Λούις Χβιντ, μάς εγκλωβίζουν κι εμάς – όχι μόνο σ' ένα λαβύρινθο από διαμερίσματα εργατικών κατοικιών, αφιλόξενες αλάνες, δαιδαλώδη τούνελ και σκοτεινά πάρκινγκ. Αλλά και ανάμεσα στις γραμμές των ερμηνειών, των κλισέ, των προκαταλήψεών μας: ποιος είναι ένοχος, ποιος αθώος, ποιος επικίνδυνος, ποιος ανήθικος; Τι σημαίνει στη συλλογική συνείδηση το «Ρομά», το «γύφτος»; Τι σημαίνει το «μπάτσος»; Υπάρχουν σεκάνς που οι θερμοκρασίες και η ένταση είναι ακριβώς αυτό που πρέπει – οι σκηνοθέτες κρατούν το ρυθμό σφιχτό και την κάμερα στον ώμο να τρέχει όσο και το χτυποκάρδι μας, θυμίζοντας όχι μόνο το «Μίσος» και το «Les Miserables», όσο και την παρόμοια συνθήκη εγκλωβισμού σε εχθρικά εδάφη του «'71». Ταυτόχρονα, ο διευθυντής φωτογραφίας Γιάκομπ Μόλερ δημιουργεί ένα πυκνό νουάρ μέσα από επικίνδυνες σκιές, κακοφωτισμένους διαδρόμους, κόκκινα φώτα δρόμων και παγωμένα μπλε διαμερισμάτων. Είναι παγιδευμένοι. Κι εμείς επίσης. Γιατί όσο πέφτει η νύχτα στο γκέτο, τόσο φωτίζεται και η ακόμα πιο επικίνδυνη πραγματικότητα: τίποτα δεν είναι ασπρόμαυρο. Ολοι κινούνται σε ανεξιχνίαστα γκρι - της ηθικής που παλεύει με την επιβίωση.
Από τα μεγαλύτερα ατού της ταινίας: οι αριστοτεχνικές ερμηνείες των δύο πρωταγωνιστών της. Το Flix μίλησε με τους Γιάκομπ Λόχμαν («Αντερσεν») και Σάιμον Σίαρς («Χόγιερ») για το πόσο κοντά στην κοινωνία της Δανίας χτυπά η ταινία, πόσο τους τρόμαξε το θέμα της, αλλά και πόσο μεγάλη πρόκληση να αποφύγουν τα στερεότυπα και να ερμηνεύσουν με όλα της τα ελαττώματα την πολύπλοκη ανθρώπινη φύση.
Διαβάστε κι αυτό: «Weird δεν είναι το σινεμά. Είναι η ζωή»: Αρης Σερβετάλης & Σοφία Γεωργοβασίλη μιλούν για τα «Μήλα» του Χρήστου Νίκου
Η ταινία διαχειρίζεται μία «καυτή πατάτα», ένα σοβαρότατο πολιτικό θέμα σε ολόκληρο τον κόσμο: την αστυνομική βαρβαρότητα απέναντι σε μειονότητες, αλλά, ταυτόχρονα, και την κοινωνική προκατάληψη απέναντι στους «μπάτσους». Ποια ήταν η πρώτη σας αντίδραση όταν διαβάσατε το σενάριο; Τι νιώθει ένας ηθοποιός απέναντι σε έναν τέτοιο ρόλο: πρόκληση, ενθουσιασμό, φόβο;
Γιάκομπ Λόχμαν: Ενθουσιασμό, μόνο ενθουσιασμό! Το σενάριο με είχε στην άκρη της καρέκλας μου, δεν μπορούσα να σταματήσω μέχρι να το τελειώσω. Νομίζω ότι κάθε ηθοποιός εύχεται να έρχονται στα χέρια του σενάρια που χειρίζονται τόσο επίκαιρα θέματα, και, γιατί όχι, τόσο εύφλεκτα. Βρίσκεις μεγάλη έμπνευση σε κάτι που νιώθεις ότι αφορά τον κόσμο, σε αφορά - άμεσα, σήμερα, τώρα. Επίσης, ανυπομονούσα να συμπρωταγωνιστήσω με τον Σάιμον. Ηξερα τις δουλειές του και τον θεωρώ «badass»...
Σάιμον Σίαρς: (γελάει) Ααα κι εγώ πάντα σε θεωρούσα «badass»! Κι ανυπομονούσα επίσης. Ναι, ένα θέμα που αγγίζει τη σύγχρονη επικαιρότητα, σε όλο τον πλανήτη, σε κάνει να μπαίνεις στο ρόλο ηλεκτρισμένα, με μία ενέργεια αναγκαιότητας να πεις αυτή την ιστορία. Εχω μεγαλώσει δίπλα σε τέτοια γκέτο, έχω γίνει μάρτυρας ρατσιστικών γεγονότων εκεί μέσα, έχω φίλους δεύτερης γενιάς μεταναστών, είναι μία ταινία που αγγίζει πολύ σημαντικά θέματα για μένα, προσωπικά.
Πάντως, ταινίες που διαχειρίζονται τέτοια θέματα πρέπει να έχουν τους σωστούς ανθρώπους στο τιμόνι της αφήγησης. Αν κάποιος δεν κρατήσει σωστές ισορροπίες, σωστή θερμοκρασία, εύκολα υποκύπτει στα κλισέ και τα στερεότυπα, το μελό. Πώς εμπιστευθήκατε δύο πρωτοεμφανιζόμενους σκηνοθέτες;
Σάιμον Σίαρς: Είχα συνεργαστεί με τον Φρέντερικ σε μία τηλεοπτική σειρά, όπου ήταν βοηθός σκηνοθέτης. Από αυτή μου την εμπειρία συνεργασίας ήμουν σίγουρος για δύο πράγματα: την εξαιρετική αισθητική του και τον μεγάλο του επαγγελματισμό. Οταν μου πρότεινε λοιπόν αυτό το σενάριο ήμουν βέβαιος ότι η ταινία θα κρατούσε εξαιρετικές ισορροπίες - φαινόταν ήδη από τον τρόπο που ήταν γραμμένο το σενάριο. Μόλις γνώρισα και τον Αντερς, δεν είχα καμία αμφιβολία για την ποιότητα που θα είχε το τελικό αποτέλεσμα.
Γιάκομπ Λόχμαν: Κι εγώ είχα συνεργαστεί στην τηλεόραση με τον Φρέντερικ. Οπως επίσης είχα διαβάσει σενάρια του Αντερς, καθώς ξεκίνησε ως σεναριογράφος. Ενιωσα απόλυτη εμπιστοσύνη λοιπόν, από την πρώτη στιγμή, ότι ήμουν σε πολύ καλά χέρια. Οι συγκεκριμένοι άνθρωποι θα χειριζόντουσαν εξαιρετικά αυτό το σενάριο. Θα έκαναν μία ταινία που θα ήμουν περήφανος που συμμετείχα – ήμουν σίγουρος.
Γιάκομπ, εσύ ερμηνεύεις τον «κακό μπάτσο». Ο «Αντερσεν» είναι σκληρός, χυδαίος, ρατσιστής, ανακατεμένος σε κατηγορίες διαφθοράς. Πώς προσέγγισες τον χαρακτήρα, ώστε στο τέλος να βγει ένα ολοκληρωμένο πορτρέτο κι όχι ένα στερεότυπο;
Γιάκομπ Λόχμαν: Ναι, υπήρχε αυτός ο κίνδυνος κι είναι κάτι που απευχόμουν. Ομως μου έδωσε μεγάλη εμπιστοσύνη το ίδιο το σενάριο που έδινε την ευκαιρία στον χαρακτήρα μου να περάσει από αυτή την εμπειρία και να μη βγει αλώβητος (δε θέλω να αποκαλύψω πολλά). Οσο έβλεπα πόσο καλογραμμένα κι αληθινά χειριζόταν το σενάριο τη (εξωτερική κι εσωτερική) σύγκρουσή του, το σοκ και την μετάλλαξή του, τόσο μεγαλύτερη εμπιστοσύνη ένιωσα να αφεθώ στο πρώτο μέρος και να τον παίξω εντελώς ελεύθερα – ως ένα κωλόπαιδο.
Σάιμον, ο δικός σου χαρακτήρας εκπροσωπεί μία νέα γενιά αστυνομίας: που βλέπει τα κακώς κείμενα, αλλά δεν ξέρει πώς μπορεί να παρέμβει, να τα αλλάξει. Ενας πιο μετρημένος, σιωπηλός ρόλος, πόσο πιο δύσκολος είναι;
Σάιμον Σίαρς: Ναι, πράγματι. Επρεπε να λέω πολλά, χωρίς να λέω τίποτα. Η ερώτηση που έκανα μπαίνοντας στο ρόλο είναι «πόσο στ' αλήθεια ο χαρακτήρας μου ξέρει τον εαυτό του;» Δεν τον ξέρει. Εχει τις αξίες του, αλλά είναι μπερδεμένος ανάμεσα στο ρόλο του ως πολίτης (που βλέπει τα κακώς κείμενα) και στην ανάγκη επιβολής του ως αστυνομικός. Επίσης, έχει κι ο ίδιος προκαταλήψεις τελικά – όπως όλοι μας. Τον βλέπουμε δηλαδή να σοκάρεται με όσα βγαίνουν από το στόμα του συναδέλφου του, αλλά έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον όταν τον βλέπουμε να σοκάρεται από αυτά που μπορεί να ξεστομίσει κι ο ίδιος. Αυτή η εσωτερική πάλη για μένα ήταν το πιο ενδιαφέρον χαρακτηριστικό του ήρωά μου.
Τι είδους προετοιμασία κάνατε; Ακολουθήσατε αληθινούς αστυνομικούς σε μια παρόμοια βάρδια;
Γιάκομπ Λόχμαν: Ναι, είχαμε έναν αστυνομικό κάθε μέρα στο γύρισμα, ο οποίος λειτουργούσε κι ως σύμβουλος, ώστε κάθε κίνηση να βγαίνει αληθινή. Αυτός λοιπόν έστησε ένα «bootcamp» για εμάς – μία σειρά από περιπολίες, όπου συνοδεύαμε αληθινούς αστυνομικούς σε πολλά και διαφορετικά περιστατικά. Από συλλήψεις πάνω σε εμπορία ναρκωτικών, μέχρι ενδοοικογενειακή βία. Εκανε καταπληκτική δουλειά, μάς έριξε στα βαθιά. Ηταν πολύ σκληρές δοκιμασίες. Γιατί δεν ήταν «χολιγουντιανές σκηνές δράσεις» αυτά που ζήσαμε. Αλλά αληθινή ζωή: να μπαίνεις σ' ένα διαμέρισμα με έναν θυμωμένο, εκτός εαυτού άντρα και μια χτυπημένη γυναίκα να κλαίει στη γωνία. Στο τέλος όλης αυτής της δοκιμασίας, κι εγώ κι ο Σάιμον, είχαμε ψυχικά εξουθενωθεί.
Σάιμον Σίαρς: Αυτός ο άνθρωπος ήταν πολύ σημαντικός καθημερινά στο γύρισμα – μάς διόρθωνε από τον τρόπο που κρατάμε το όπλο, μέχρι πώς ανοίγεις μια πόρτα. Αλλά το μεγαλύτερο μάθημα ήταν το bootcamp και πώς έπαιξε με το μυαλό μας. Γιατί όλοι έχουμε ένα στερεότυπο για τους μπάτσους, αλλά το γεγονός ότι πρέπει να εμφανίζονται κάπου που τους κάλεσαν και σε δευτερόλεπτα να έχουν κρίνει μια κατάσταση και να έχουν αντιδράσει, είναι εξαιρετικά σοβαρό και επικίνδυνο.
Οπότε θεωρείτε ότι οι «Παγιδευμένοι» είναι τελικά ένα δίκαιο πορτρέτο της αστυνομίας; Ενα επίσης δίκαιο πορτρέτο των θυμάτων της;
Γιάκομπ Λόχμαν: Αυτό θα το κρίνει ο θεατής. Κοίταξε, είναι ειρωνικό, αλλά όσο γυρίζεις μία ταινία, το πρώτο σου μέλημα είναι οι κινηματογραφικές της αξίες. Τουλάχιστον αρχικά. Να αποδώσεις σωστά το ρόλο, που είναι το σημάδι σου, που πέφτει το φως. Οταν τη βλέπεις τελειωμένη, όσο συζητάς στις παρουσιάσεις και στα φεστιβάλ με το κοινό, τόσο εμβαθύνεις κι εσύ στην πολιτική της διάσταση. Προσωπικά είμαι ικανοποιημένος ότι η ταινία δεν μεροληπτεί, είναι ανθρώπινη κι ότι ανοίγει έναν απαραίτητο διάλογο με τον θεατή για όσα πραγματικά συμβαίνουν – σε όλο τον κόσμο, όχι μόνο στη Δανία. Γιατί όταν έσκασε το περιστατικό στην Αμερική με τον Τζορτζ Φλόιντ, οι ομοιότητες ήταν σοκαριστικές.
Σάιμον, αναφέρθηκες πριν ότι μεγάλωσες με μετανάστες δεύτερης γενιάς. Γνωρίζεις από πρώτο χέρι τι παίζεται στα γκέτο. Ενιωσες ότι η ταινία ανοίγει έναν ειλικρινή διάλογο;
Σάιμον Σίαρς: Σίγουρα. Αλλά αυτό που δεν πρέπει να ξεχνάμε είναι ότι πρόκειται για ταινία. Δηλαδή έχει συγκεκριμένους χαρακτήρες, που πήραν συγκεκριμένες αποφάσεις, απέναντι σε μια συγκεκριμένη κατάσταση. Παρόλο που το γκέτο της ταινίας είναι κατασκευασμένο (σ.σ. οι δημιουργοί δεν ήθελαν να στοχοποιήσουν μία αληθινή περιοχή και κατασκεύασαν το σκηνικό) μένω πολύ κοντά σε κάτι παρόμοιο. Επίσης είμαι γιος Ιταλών μεταναστών, μικρός ήμουν πιο σκουρόχρωμος, με φώναζαν “μικρό Μοχάμεντ”, οι φίλοι μου κι εγώ πολλές φορές είχαμε στοχοποιηθεί από αστυνομικούς. Φυσικά και η ταινία χτυπάει μια αληθινή φλέβα, χωρίς όμως να γενικεύει.
Είναι σωστή η αίσθηση που έχουμε: είναι το καστ μία μίξη από επαγγελματίες, αλλά και αληθινούς ανθρώπους από τα γκέτο; Και πώς ήταν να συνεργάζεστε με ερασιτέχνες πάνω σε τόσο δύσκολες σκηνές;
Γιάκομπ Λόχμαν: Ναι πράγματι, οι σκηνοθέτες βρήκαν τα παιδιά, αλλά και πολλούς άλλους κατοίκους του γκέτο από το δρόμο. Υπάρχουν βέβαια και επαγγελματίες σε πιο κομβικούς ρόλους, αλλά ήταν μία μίξη με μεγάλο ενδιαφέρον.
Σάιμον Σίαρς: Ναι, γιατί φέρνει μία άλλη ενέργεια στο σετ ένας ερασιτέχνης. Και κάτι το απρόβλεπτο. Δεν ξέρεις πώς θα αντιδράσει κάποιος που δεν έχει την εκπαίδευση ενός ηθοποιού κι αυτό το κάνει μεγάλη πρόκληση για σένα. Να μπορείς να προσαρμόζεσαι ανάλογα.
Το Χόλιγουντ αρέσκεται στις αμερικανικές διασκευές, επιτυχημένων ευρωπαϊκών ιδέων – από τον «Ενοχο» μέχρι τον «Ασπρο Πάτο», αρκετές ταινίες της δικής σας κινηματογραφίας γίνονται ριμέικ. Αν αγοραστούν και τα δικαιώματα των «Παγιδευμένων», ποιοι χολιγουντιανοί σταρ θα θέλατε να παίξουν τους ρόλους σας;
(γελάνε)
Γιάκομπ Λόχμαν: Ω, δύσκολη ερώτηση. Νομίζω ο Κρίστιαν Μπέιλ θα ήθελα να παίξει το ρόλο μου. Εχει κάτι που θα του ταίριαζε πολύ.
Σάιμον Σίαρς: Εγώ θα ήθελα τον Τομ Χάρντι. Ο Τομ Χάρντι θα έκανε έναν πολύ καλό Χόγιερ.
Με τι συναίσθημα και τι σκέψεις θα θέλατε τον θεατή να βγει από την αίθουσα, έχοντας δει την ταινία;
Γιάκομπ Λόχμαν: Με μία έντονη αντίδραση. Ακόμα κι αρνητική. Αλλά να νιώσει κάτι που θα βάλει το μυαλό του να σκεφτεί, που θα τον προβληματίσε σοβαρά.
Oι «Παγιδευμένοι» κάνουν πρεμιέρα στις ελλληνικές αίθουσες την Πέμπτη 10 Ιουνίου από την One From the Heart.
Περισσότερες συνεντεύξεις:
- Ο Πάνος Βλάχος τρέχει για να πηγαίνει συνεχώς μπροστά
- «Weird δεν είναι το σινεμά. Είναι η ζωή»: Αρης Σερβετάλης & Σοφία Γεωργοβασίλη μιλούν για τα «Μήλα» του Χρήστου Νίκου
- Κανένα «Πρόστιμο» για τον Βαγγέλη Ευαγγελινό
- Η Σόνια Λίζα Κέντερμαν είναι σίγουρη πως η αισιοδοξία είναι η καλύτερη πράξη αντίστασης