Ο Αμπντέλ, ένας νεαρός από τις αραβικές συνοικίες του Παρισιού, τραυματίζεται σοβαρά στα χέρια αστυνομικών και μεταφέρεται σε κρίσιμη κατάσταση στο νοσοκομείο. Βίαιες διαδηλώσεις ξεσπούν στο 18ο Διαμέρισμα της πόλης και η επόμενη μέρα βρίσκει τη γειτονιά του να σιγοβράζει. Αν πεθάνει ο Αμπντέλ, το καζάνι θα εκραγεί πέρα κι από τους δικούς τους δρόμους. Τρεις φίλοι, ο Σαΐντ, ο Βινς κι ο Ουμπέρ περιδιαβαίνουν για ένα 24ωρο στο δικό τους Παρίσι - μια πόλη που τους κράτησε στο περιθώριο, δεν τους αποδέχθηκε ποτέ, δεν τους έδωσε καμία ευκαιρία, τους γέμισε μίσος. Ο Βινς έχει κλέψει από τις διαδηλώσεις το όπλο ενός αστυνομικού κι ορκίζεται στους φίλους του με νεανικό τσαμπουκά: αν ο Αμπντέλ πεθάνει, θα το χρησιμοποιήσει για εκδίκηση. Ο Αμπντέλ πεθαίνει.

«Εχεις ακούσει για αυτόν που έπεσε από έναν ουρανοξύστη; Σε κάθε όροφο έλεγε "ως εδώ, καλά, ως εδώ, καλά, ως εδώ, καλά." Μέχρι που έσκασε στο τσιμέντο. Γιατί δεν έχει σημασία η πτώση, αλλά η σύγκρουση...» Πριν από 25 χρόνια, ο 27χρονος τότε Ματιέ Κασοβίτς γράφει, σκηνοθετεί και παρουσιάζει στις Κάννες (κερδίζοντας και το βραβείο σκηνοθεσίας) την ταινία που θα μείνει αυτόματα εμβληματική στην ιστορία του γαλλικού σινεμά ως κάτι που ξεπέρασε τα κινηματογραφικά του όρια κι έγινε «phénomène de société». Ενα αποτύπωμα μιας κατεπείγουσας κοινωνικής πραγματικότητας που το σύστημα έκρυβε για δεκαετίες κάτω από το χαλάκι, αποσπώντας την προσοχή ανάβοντας τα εκτυφλωτικά φώτα του Πύργου του Αϊφελ και προάγοντας την τουριστική γοητεία της Μονμάρτης και των Ηλυσίων Πεδίων. Το Παρίσι όμως, όπως και κάθε μητρόπολη της Δύσης, δεν είναι μόνο τα φώτα του. Είναι κι όσα κρατά, αλαζονικά, στο σκοτάδι, πιστεύοντας ότι «ως εδώ, καλά».

Από το Σικάγο των 60ς, το φλεγόμενο Λος Αντζελες του Ρόντνεϊ Κινγκ των 90ς, μέχρι τη σημερινή #ICan'tBreathe Αμερική του Τραμπ, κι από τη δολοφονία του Μαλίκ Ουζεκινέ το 1986, του Μακομέ M'Mποβολέ το 1993, και τις παριζιάνικες εξεγέρσεις των μεταναστών το 2005, ελάχιστα έχουν αλλάξει δυστυχώς. Αυτή είναι η πιο σοκαριστική διαπίστωση βλέποντας ξανά το «Μίσος». Το πώς καταγράφει τον εφησυχασμό ενός συστήματος που κρατά κάτω από την μπότα του τις μειονότητές του, τους θέλει αόρατους, τους αγνοεί κι όταν εκείνοι αντιδράσουν με βία, ξαφνιάζεται. Καταστέλλει και πνίγει κάτι που, όμως, θα λειτουργήσει κοντοπρόθεσμα - η οργή, η αγανάκτηση, η αδικία θα ξεσπάσουν ξανά και ξανά. Καμία αυτοκριτική. Καμία ουσιαστική προσέγγιση. Καμία αναρώτηση: από που γεννήθηκε αυτό το μίσος; Από μόνο του; Διαχρονικά, οι ευυπόληπτοι πολίτες (παγκοσμίως) κοιτούν τις καταστροφές, τα καμμένα αυτοκίνητα και το πλιάτσικο στα μαγαζιά από τις οθόνες των τηλεοράσεών τους, κουνώντας επικριτικά το κεφάλι, θεωρώντας ότι αυτά τα ξεσπάσματα δεν τους αφορούν, δεν φέρουν καμία ευθύνη, αλήτες και μπαχαλάκηδες αφανίζουν τις περιουσίες τους, κι όταν το κράτος στέλνει τις δυνάμεις καταστολής, προστατεύει, αμύνεται μπροστά στην εγκληματική συμπεριφορά του περιθωρίου. Συμφέρει το σύστημα να βλέπουμε τον εχθρό απέναντι. Ετσι συντηρείται. Ετσι δεν χρειάζεται να αλλάξει τίποτα. Κι όταν το Μίσος ξανασηκώσει κεφάλι, ξαφνιαζόμαστε όλοι από την αρχή.

Οπως κι ο Σπάικ Λι με το «Κάνε το Σωστό», από το σενάριό του ακόμα, ο Κασοβίτς πετυχαίνει κάτι εξαιρετικό: θα τα πει όλα αυτά, χωρίς όμως να τα υπογραμμίσει. Περισσότερο τον ενδιαφέρει να καταλάβει αυτό τον κόσμο και να τον αποτυπώσει, παρά να τον αναμασήσει για τον λευκό θεατή. Δε θα πνίξει την ταινία στα στερεότυπα, ούτε στα εύκολα «μηνύματα». Ναι, η κάμερά του θα τρυπώσει στα σπίτια στο γκέτο, θα καταγράψει αφρικανές single mothers που μοιράζουν κατάκοπες μια κατσαρόλα φαγητό στα τέσσερα και δεν ρωτάνε που βρήκε ο μεγάλος γιος τα χρήματα για το λογαριασμό του ηλεκτρικού, ή χαμηλής τάξης εβραίες γιαγιάδες που μαλώνουν τον εγγονό που δεν έρχεται στον ναό αλλά ούτε φαντάζονται ότι κοιμάται όλοι μέρα γιατί τα βράδια πετάει μολότοφ. Ομως δε θα το κάνει διδακτικά. Γιατί οι 3 πρωταγωνιστές του δεν είναι ήρωες. Ούτε επαναστάτες. Παιδιά είναι ακόμα που μεγαλώνουν σε αυτό το κλίμα και πουλούν «are you talkin' to me» τσαμπουκά στον καθρέφτη τους. Ανεργοι, μπατήρηδες, τυχοδιώκτες. Μαζεύονται στις ταράτσες και τις αυλές των εργατικών κατοικιών, μιλούν την αργκό τους, ακούν διαπασών hip hop, βαριούνται. Τι δυναμική θα είχαν άραγε, να προσφέρουν κι όχι να καταστρέψουν, αν τους δινόταν μια πραγματική ευκαιρία; Αν ίσχυε για όλους το «Liberté, égalité, fraternité»; Αν η ταυτότητά τους στα μάτια του λευκού Παριζιάνου δεν ήταν «εβραϊκής, αφρικανικής, αραβικής» δεύτερης γενιάς, αλλά το προφανές: Γάλλοι.

Ο Κασοβίτς απαντά, καδράροντας τις «banlieue» γειτονιές βάζοντας στο βάθος πεδίου ένα ιστορικό μνημείο. Εσείς είστε εδώ, οι άλλοι είναι εκεί. Πάνω και πίσω από τους underground ήρωές του, γκράφιτι υπενθυμίζουν την mainstream υποκρισία, ή διαφημιστικές καμπάνιες υπόσχονται ότι «το μέλλον σου ανήκει», χωρίς να συνειδητοποιούν την ειρωνία. Γυρίζοντας σε απαστράπτον ασπρόμαυρο φιλμ (που από την μία κρατά την ατμόσφαιρα νοσηρή κι από την άλλη αιχμαλωτίζει τις εικόνες με ακαταμάχητη νουάρ βιρτουοζιτέ), ο Κασοβίτς κινηματογραφεί ευφάνταστα (πειραματίζεται με κάμερα στο χέρι, σφχιτά in-your-face κοντινά, 360 μοίρες, ανεμόπτερα, γερανούς) και χρησιμοποιεί σύμβολα (οι καθρέφτες υπάρχουν παντού, γιατί πολύ απλά τον κοινωνικοπολιτικό αντικατοπτρισμό μας βλέπουμε στη μεγάλη οθόνη) παίζει με κινηματογραφικές αναφορές (από Μάρτιν Σκορσέζε και Σπάικ Λι μέχρι Ορσον Γουέλς, Αλφρεντ Χίτσκοκ και, φυσικά, Τζίλο Ποντεκόρβο) και καταλήγει με κάτι όλο δικό του. Ωμή ενέργεια που σιγοβράζει και εκρήγνυται σ' ένα ανατρεπτικό, όσο και δυστυχώς προβλέψιμο, κρεσέντο.

Ομως, μέσα από τη σκληρή ειλικρινή ματιά του, καταφέρνει να αναδυθεί ανθρωπιά. Σε αυτό βοηθούν και οι ηθοποιοί του. Ο γενναιόδωρος τρόπος του Σαΐντ Ταγκμαουί να δείξει την ενηλικίωση του φαφλατά ήρωά του μέσα σ' ένα 24ωρο. Η βαθιά μελαγχολία του Ουμπέρ Κουντέ που ερμηνεύει τον δικό του ως δυνατό γίγαντα, που αναγκάζεται να σκύβει συνεχώς στο κοινωνικό ταβάνι. Το ημίτρελο βλέμμα του πρωτοεμφανιζόμενου τότε Βενσάν Κασέλ.

Οχι, 25 χρόνια μετά και το «Μίσος» δεν έχει γεράσει ούτε μέρα. Στέκεται ακόμα εφιαλτικά επίκαιρο, ουσιαστικό, κατεπείγον. Ενα κομμάτι υπέροχου στιλιζαρισμένου σινεμά που λέει ακατέργαστες, ωμές, δύσκολες αλήθειες. Για όσους είναι έτοιμοι να τις ακούσουν, ώστε κάποτε να ανοίξει ουσιαστικός διάλογος. Οι υπόλοιποι θα συνεχίσουν να κλείνουν τις οθόνες, τα μάτια και τα αυτιά. «Ως εδώ, καλά».