Το «Shorta», ο πρωτότυπος τίτλος της δανέζικης αυτής ταινίας, είναι η αραβική λέξη της αργκό, για την αστυνομία, έτσι όπως αποκαλούν οι κάτοικοι των μεταναστευτικών γκέτο της Κοπεγχάγης, τους δυο αστυνομικούς που στην διάρκεια του φιλμ βρίσκονται παγιδευμένοι σε ένα από αυτά. Και μάλιστα την χειρότερη στιγμή που θα μπορούσε να τους συμβεί: όταν η μεταχείριση ενός νεαρού μετανάστη από την αστυνομία σε μια «δεν μπορώ να αναπνεύσω» στιγμή, έχει ανάψει την σπίθα μιας αληθινής εξέγερσης. Οι δύο αστυνομικοί που θα βρεθούν εκεί που θα πρέπει να επιβιώσουν σε ένα εχθρικό περιβάλλον για ένα ολόκληρο βράδυ αποκομμένοι και δίχως υποστήριξη, θα πρέπει να βάλουν στην άκρη τις δικές τους διαφορές και τους διαμετρικά αντίθετους χαρακτήρες και νοοτροπίες τους και να αμφισβητήσουν τις προκαταλήψεις τους αν θέλουν να τα καταφέρουν.
Και κάπως έτσι οι Αντερς Ελχολμ και Φρέντερικ Λούις Χβιντ, πρωτοεμφανιζόμενοι σκηνοθέτες που δεν υπολείπονται τίποτα σε ταλέντο ή φιλοδοξία, στήνουν το σκηνικό μιας αστυνομικής ή μιας ταινίας επιβίωσης που δεν θέλει να είναι μόνο ένα φιλμ δράσης αλλά και μια κοφτερά κοινωνική ταινία, που ανάμεσα στα κυνηγητά, τους πυροβολισμούς και την εκρηκτική αγωνία της συνθήκης των ηρώων της, θα μιλήσει για τις προκαταλήψεις, τον ρατσισμό, τον φόβο του άλλου και τον τρόπο που όλα αυτά χτίζονται, ή ξεφτίζουν.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για το κατά πόσο η ταινία λειτουργεί στο πρώτο της επίπεδο: Η αγωνία είναι συνεχής και έντονη, η εμπλοκή σου σε αυτό τον αγώνα επιβίωσης είναι απόλυτη και η ατμόσφαιρα του φιλμ είναι αληθοφανής, πειστική, επείγουσα. Το φιλμ χτίζει με εξαιρετικό τρόπο το περιβάλλον και τις συνθήκες ζωής πίσω από τους τοίχους ενός γκέτο και καταγράφει ένα χειροπιαστό αίσθημα οργής απέναντι στην αστυνομική βία -σε μια στιγμή που ακούγεται δυνατά παντού. Στο κλίμα ανάλογων ταινιών ηρώων που προσπαθούν να επιβιώσουν αποκλεισμένοι σε ένα εχθρικό περιβάλλον και να ξεφύγουν από αυτό όπως ο «Ο Σταθμός 13 Δέχεται Επίθεση», η «Ημέρα Εκπαίδευσης», ή το «’71», το «Παγιδευμένοι» ξέρει να στήνει την δράση στον σωστό ρυθμό και να ταΐζει την φλόγα της αγωνίας αδιάλειπτα.
Στο δεύτερο επίπεδο της, τα πράγματα είναι εκ των πραγμάτων λίγο πιο μπερδεμένα, αφού τοποθετώντας την δράση της σε μια τόσο φορτισμένη συνθήκη, η ταινία δείχνει να θέλει περισσότερο από το να επιβάλλει την δική της άποψη και ηθική στάση, να προκαλέσει μια αντίδραση από τον ίδιο τον θεατή. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι χαρακτήρες της, η πορεία τους, οι καταστάσεις που βιώνουν στην διάρκεια της νύχτας δείχνουν τετριμμένες κι εύκολες, όμως είναι απόλυτα βέβαιο πως προκαλούν διαφορετικά αισθήματα σε διαφορετικούς θεατές, και πως λειτουργούν σαν ένας καμβάς πάνω στον οποίο ο καθένας μας, ξεδιπλώνει και εξετάζει την δική του ηθική στάση.
Ασφαλώς και το φιλμ ξέρει που στέκεται στην ηθική κινούμενη άμμο της κοινωνικής συνθήκης στην οποία τοποθετείται, αλλά η όποια αμφισημία του, μοιάζει ηθελημένη, σαν ένα τεστ για τους θεατές που θέλουν να διαβάσουν κάτι παραπάνω στο φιλμ. Ανάλογα με το που βρίσκεται κανείς ιδεολογικά, συναισθηματικά, κοινωνικά, το «Παγιδευμένοι» μπορεί να δείχνει σαν μια συγκαταβατική ταινία που «ξεπλένει» την λευκή αστυνομία ή μια βεβιασμένη «woke» δικαιολόγηση της βίας. Σε κάθε περίπτωση πάντως και παρά τις όποιες αδυναμίες του και τα όσα θυσιάζει σε πολυπλοκότητα, προκειμένου να δώσει προβάδισμα στη δράση, το φιλμ των δύο δανών σκηνοθετών, δεν είναι τίποτα λιγότερο από ένα ηλεκτρισμένο, συναρπαστικό ντεμπούτο που σε καθηλώνει, κάνοντάς σε την ίδια στιγμή να σκεφτείς, κι όπως κι όλοι οι ήρωές του, να αμφισβητήσεις τις βεβαιότητές σου.