Παρίσι, καλοκαίρι 2018. Η Γαλλία έχει κερδίσει την Κροατία 4-2 κι όλοι είναι στους δρόμους πανηγυρίζοντας: πλούσιοι και φτωχοί, λευκοί και μαύροι, χριστιανοί και μουσουλμάνοι, νόμιμοι και παράνομοι. Αυτή είναι μία ευτυχισμένη στιγμή. Και τελειώνει. Ο ήλιος ξημερώνει και πάλι στο Les Bosquets και στην κοινότητα του Montfermeil στο βορειοανατολικό γκέτο της πόλης. Ο Στεφάν, ένας 37χρονος αστυνομικός, ευγενής και τυπικός, έχει μόλις πάρει μετάθεση από την επαρχία στην πρωινή περιπολία της περιοχής. Αρχηγός, ο λευκός αλαζονικός Κρις (που καμαρώνει για το ψευδώνυμο του «Το Ροζ Γουρούνι») και δεξί του χέρι ο αφρικανικής καταγωγής και γέννημα θρέμμα του Montfermeil, Γκουάντα.
Μαζί περιπολούν τις εργατικές κατοικίες, τους πάγκους των μικροπωλητών στις ανοιχτές αγορές, τα κεμπαμπτζίδικα και γενικότερα τα στέκια των Νιγηριανών, των Αλγερινών, των Σενεγαλέζων, των μουσουλμάνων, των τσιγγάνων. Ολων των μειονοτήτων που ελέγχονται από το σύστημα, καθώς έχουν αναπτύξει τη δική τους μαφία για να εκβιάζουν το σύστημα. Το πάρε-δώσε είναι αποκαλυπτικό. Οι μπάτσοι ξέρουν τους αρχηγούς, μιλούν τη γλώσσα τους, τους χειρίζονται με συγκαταβατικό χιούμορ, τους απαξιώνουν, τους τρίβουν στα μούτρα ποιος κάνει κουμάντα. Ταυτόχρονα όμως, διακινδυνεύουν. Για να επιλύσουν τις κόντρες που ξεσπούν ανάμεσα στις μαφίες, ρισκάρουν τη σωματική τους ακεραιότητα. Οχι, κανείς δεν είναι αθώος στο Montfermeil. Κάποιοι όμως είναι πολύ πιο ένοχοι. Οταν ένα παιδί τραυματίζεται κατά λάθος σε μία καταδίωξη των αστυνομικών, μία σειρά από ένοχοι ενήλικες προσπαθούν απλώς να χρησιμοποιήσουν το γεγονός για να καλύψουν το τομάρι τους (ή να πάρουν, εκβιαστικά, το πάνω χέρι στην εξουσία). Και τότε, ξεσπά πόλεμος.
Ο Γάλλος ντοκιμαντερίστας Λατζ Λι έχει γεννηθεί και μεγαλώσει στο Montfermeil. Το 2005 κατέγραψε με την κάμερά του τις οργισμένες διαδηλώσεις στους δρόμους: όταν μπάτσοι κυνήγησαν δύο πιτσιρίκια, τα εγκλώβισαν σε μία κολώνα ηλεκτρισμού κι αυτά πέθαναν από ηλεκτροπληξία, ο λαός του Montfermeil επαναστάτησε και έκαψε τα πάντα. Το 2017, ο Λι με την φιξιόν μικρού μήκους «Les Miserables» παρουσίασε και πάλι τις γειτονιές του, το «πραγματικό γκέτο» όπως το ονομάζει, κερδίζοντας το Βραβείο Καλύτερης Γαλλικής ταινίας στο Φεστιβάλ του Κλερμόν-Φεράν.
Η προσπάθεια να αναπτύξει το «Les Miserables» σε μεγάλου μήκους και το επίσημο σκηνοθετικό του ντεμπούτο έχει σαφή πρόθεση, τολμηρή αναφορά, στιβαρή ιδέα, στιγμές που καταγράφουν με δύναμη την επικινδυνότητα των δρόμων, αλλά, δυστυχώς, και μιά σαφή αμηχανία στην κατασκευή δραματουργίας, αληθινών χαρακτήρων και μίας κορύφωσης που θα μπορούσαμε να πιστέψουμε.
Ναι, η αναφορά στους «Αθλιους» του Ουγκό είναι σαφής και καίρια: το σύστημα ακόμα και σήμερα συνεχίζει να περιθωριοποιεί, να εξαθλιώνει, να καταπιέζει και -σε στιγμές- να εκτελεί χωρίς συνείδηση τους ταξικά αδύναμους. Ναι, κι εκείνοι συνεχίζουν τον φαύλο κύκλο βίας («τι θα έκανες αν ο μόνος τρόπος να ακουστείς ήταν να ουρλιάξεις;»)
Η κάμερα του Λι έχει ένα ταλέντο να μπαίνει στο κέντρο των συγκρούσεων, είτε πρόκειται για αναμέτρηση 10 ανθρώπων ή για μαζική λαϊκή οργή, και να αποτυπώνει με όγκο και ενέργεια την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα. Επίσης, είναι ξεκάθαρο ότι ο σκηνοθέτης έχει πρόσβαση στις γειτονιές του. Είναι μέρος του προβλήματος, δεν είναι το βλέμμα του Θεού.
Μόνο που το έπος που επιχειρεί να καταγράψει (με ένα τελευταίο 20λεπτο ανατροπής και κλιμάκωσης) δεν είναι, κινηματογραφικά, στιβαρό. Οι χαρακτήρες είναι σχηματικοί, οι ερμηνείες βροντόφωνες, οι κορυφώσεις εντελώς θεατρικές. Ολα διέπονται από ένα «στήσιμο», κάτι προβαρισμένο και ψεύτικο, αντίθετα με το βίαιο νατουραλισμό του Ματιέ Κασοβίτς 25 χρόνια πριν στο «Μίσος» ή το πρόσφατο αριστούργημα «Αδελφικοί Εχθροί» του Νταβίντ Ελοφέν.
Ειρωνικά, ο Λι δεν καταφέρνει να ξεφύγει από τα κλισέ, παρόλο που είναι κομμάτι της αλήθειας που επιχειρεί να αποτυπώσει.