Τα «Μήλα», το πολυβραβευμένο ντεμπούτο του Χρήστου Νίκου, παρουσιάζουν έναν κόσμο χτυπημένο από μία παράξενη πανδημία που αφήνει τους ανθρώπους κουφάρια του εαυτού τους: έχουν αδειάσει από αναμνήσεις, δεν θυμούνται τίποτα από το παρελθόν. Κι ακόμα περισσότερο, δεν ξέρουν ποιοι είναι, που πάνε. Τους περιμένει κάποιος που τους αγαπά; Εκείνοι; Αγαπούν;
Διαβάστε εδώ:την ανάλυση του Flix για τα «Μήλα»
Με την ιστορία τοποθετημένη σε μια άχρονη μητρόπολη,και με νοσταλγική έμφαση σε έναν κόσμο αναλογικό και ξεπερασμένο, ο Νίκου στήνει μια αλληγορία για όσα έχει σημασία κανείς να θυμάται για πάντα, κι ας μην τον βολεύουν. Κι ας τον πονούν.
Ο Αρης Σερβετάλης («Κινέττα», «Αλπεις» του Γιώργου Λάνθιμου, «L», «Ορνιθες (ή Πώς να Γίνεις Πουλί)», «The Waiter), στον πρωταγωνιστικό ρόλο παραδίδει μία ερμηνεία σχεδόν ακίνητη, βουβή, σωματική, μετρημένη, ακέραια. Κι επάξια κερδίζει το Βραβείο Ανδρικής Ερμηνείας στο 61ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Η Σοφία Γεωργοβασίλη («Προετοιμασία», «Μαύρο Λιβάδι», «Μικρή Αρκτος», «Νήμα») φέρνει τη δική της, μοναδική ενέργεια στην Αννα - μία κοπέλα που θα βρεθεί στην μοναχική πορεία του ήρωα και θα λειτουργήσει καταλυτικά.
Το Flix συνάντησε τους δύο πρωταγωνιστές για να μιλήσουν για όσα αγγίζει η ταινία, πόσο μεγάλη πρόκληση ήταν οι ρόλοι τους και πώς βίωσαν την μέχρι τώρα επιτυχία των «Μήλων» - δεν είναι και λίγο να μαθαίνεις ότι η Κέιτ Μπλάνσετ είδε την ταινία σου και θέλησε να μπει παραγωγός και να την προωθήσει.
Πριν από 3 χρόνια, όταν διάβαζατε το σενάριο μιας ελληνικής ταινίας που αναφερόταν σε μια παγκόσμια πανδημία που αλλάζει τις συμπεριφορές των ανθρώπων, πρέπει να σκέφτηκατε ό,τι κι όλοι εμείς: «επιστημονική φαντασία». Είναι περίεργο που τα «Μήλα» βγαίνουν πλέον σήμερα, μετά από όλο αυτό που έχουμε ζήσει;
Αρης Σερβετάλης: Eίναι πράγματι μία περίεργη σύμπτωση, μία παράδοξα εύστοχη συγκυρία. Οταν μου είχε πρωτοπεί ο Χρήστος Νίκου την ιδέα, μού φάνηκε εξαιρετική. Ολο το εύρημα της απώλειας της μνήμης είναι ένα πολύ βαθύ, πλούσιο θέμα να εξερευνήσει κανείς. Μία δυστοπική κοινωνία που οι άνθρωποι έχουν χτυπηθεί από μία πανδημία είναι κάτι που ταίριαξε με όσα ζούμε, λίγο εφιαλτικά.
Σοφία Γεωργοβασίλη: Η συγκυρία της πανδημίας είναι ξεκάθαρα υπέρ της ταινίας. Βοήθησε να συνδεθούν οι άνθρωποι που την είδαν σε όλο τον κόσμο και σ’ ένα άλλο επίπεδο από του απλού θεατή που κάποιοι απ αυτούς θα είχαν ίσως αναφορές. Μπήκαν στην αίθουσα με ένα υπαρκτό, συλλογικό βιώμα.
Με τον Χρήστο Νίκου και τον Σταύρο Ράπτη, είχαμε όλες τις εγγυήσεις ότι αυτή η δουλειά θα είναι υψηλού επιπέδου.»
Διαβάζοντας το σενάριο, τι σας έκανε το πρώτο κλικ; Τι σας άγγιξε στην ιστορία και θελήσατε να γίνετε κομμάτι της;
Αρης Σερβετάλης: Κατά αρχάς, ήξερα τον Χρήστο, είχαμε ξανασυνεργαστεί στην μικρού μήκους του («Km», 2012). Κι είχα εμπιστοσύνη στην αισθητική του, τις αναφορές του, τις κατευθύνσεις του. Μοιραζόμαστε κοινούς κινηματογραφικούς τόπους, κοινές επιρροές. Οπως επίσης γνώριζα τον Σταύρο Ράπτη, τον συνσεναριογράφο της ταινίας, καθώς είχαμε συνυπάρξει μαζί στο «L» του Μπάμπη Μακρίδη – ήταν ο «συνεπιβάτης-φίλος». Και, ναι, με ιντριγκάρισε πολύ αυτή η ιδέα της απώλειας μνήμης και τι αυτό σημαίνει για έναν άνθρωπο - την ταυτότητά του, τα πατήματά του.
Σοφία Γεωργοβασίλη: Με το που το διάβασα είπα ότι θέλω να το κάνω. Από την πρώτη στιγμή. Γιατί ήταν ένα καλογραμμένο σενάριο, με μια πολύ έξυπνη ιδέα. Αλλά και εμένα με κέρδισε πρώτα η ομάδα: μπορεί να μην ήξερα τον Χρήστο Νίκου προσωπικά, αλλά είχα δει τη δουλειά του, το «Km», και μου άρεσε. Επίσης ήξερα πολλά χρόνια τον Σταύρο Ράπτη, τον συνσεναριογράφο και όταν ήρθε η πρόταση στο τραπέζι γνώριζα ότι θα παίζει ο Αρης. Οι εγγυήσεις ότι αυτή η δουλειά θα είναι απο ένα επίπεδο και πάνω, ήταν εκεί.
Η ταινία εξετάζει την απώλεια – της μνήμης, της αληθινής επικοινωνίας ανάμεσα στους ανθρώπους, της αγάπης, της ζωής. Πόσο σας αγγίζουν όλα αυτά τα θέματα; Εσάς τι σας ενοχλεί περισσότερο από όσα έχουμε χάσει;
Αρης Σερβετάλης: Η απώλεια της συνείδησης. Επιλέγουμε περισσότερο να ζούμε ασυνείδητα, γιατί είναι δύσκολο να ζούμε συνειδητά. Νομίζουμε ότι αγαπάμε. Αλλά στην ουσία βολευόμαστε σε κάτι που μάς συμφέρει. Αν αγαπάς συνειδητά όμως, είσαι έτοιμος να θυσιαστείς ή έστω να θυσιάσεις κομμάτια σου για τον άλλον – τον προσωπικό σου χρόνο, χώρο, αγαπημένες συνήθειες. Κανείς δε θυσιάζει πια τίποτα, για κανέναν.
Σοφία Γεωργοβασίλη: Το ότι έχουμε χάσει την επαφή μας με τη φύση, με πονάει περισσότερο από όλα. Αλλά και η σχέση μας με το χρόνο που έχει αλλάξει και αλλάζει όσο η ψηφιακή πραγματικότητα αντικαθιστά την αναλογική. Παλιά, περίμενες για να γίνουν τα πράγματα: έβγαζες μια φωτογραφία και περίμενες να εμφανιστεί το αποτέλεσμα μέρες ολόκληρες. Ανυπομονούσες να δεις τι έχεις τραβήξει. Βίωνες αλλιώς το χρόνο. Τώρα έχει χαθεί η υπομονή και η προσμονή. Εγώ προσπαθώ να βάζω όρια και να κατεβάζω ρυθμούς όσο μπορώ.
Η απώλεια, παλιότερα, με απασχολούσε πολύ πιο έντονα. Είχα μέσα μου μία τεράστια αγωνία για τα πράγματα που χάνονται. Σήμερα, παρόλο που ο πλανήτης κι ο άνθρωπος κινδυνεύουν περισσότερο από ποτέ, είμαι πιο ήρεμη. Ίσως να έχω αποδεχθεί ότι όλα έχουν ένα τέλος κι ότι το ανθρώπινο είδος διαγράφει μια πορεία συγκεκριμένη. Ηρθε μια πανδημία να μας πει ότι «παιδιά, δεν μπορείτε να συνεχίσετε να ζείτε με τον ίδιο τρόπο» κι εμείς κάνουμε τα πάντα να «επιστρέψουμε στην κανονικότητα».
Το είδος της ταινίας δεν χαρακτηρίζεται εύκολα – δυστοπικό νουάρ, επιστημονική φαντασία, αλληγορικό δράμα με στοιχεία μαύρης κωμωδίας; Πώς την «διαβάσατε» εσείς και πώς την προσεγγίσατε;
Αρης Σερβετάλης: Δύσκολα τη χαρακτηρίζει κανείς. Δεν ξέρω. Είναι μία στρεβλή όψη μιας πραγματικότητας.
Σοφία Γεωργοβασίλη: Πάντως, ναι, η οδηγία ήταν εμείς να την προσεγγίσουμε ρεαλιστικά...
Ακριβώς αυτό: όλα να είναι λίγο “off”, όμως εσείς παίζετε τούς ρόλους σας ευθύβολα...
Σοφία Γεωργοβασίλη: Η «Αννα» είναι αρκετά ρεαλιστικός χαρακτήρας. Παρόλο που λειτουργεί ως σύμβολο, «ένα κορίτσι πυροτέχνημα». Σαν κάποιους ανθρώπους που προσγειώνονται στη ζωή μας, κάτι κινητοποιούν, κάτι ξυπνούν, και φεύγουν. Εκείνη δεν την ενδιαφέρει πολύ το παρελθόν, δεν την πονά που έχει χάσει τη μνήμη της. Ζει το εδώ και τώρα. Το από εδώ και πέρα.
Αρης Σερβετάλης: Εμείς είχαμε συζητήσει με το Χρήστο για τη «θερμοκρασία» του ρόλου. Είχαμε πει ότι όλο το πλαίσιο θα είναι off, όλη η ατμόσφαιρα θα είναι μυστηριώδης, σαν να ελλοχεύει κάτι. Ομως σε πρώτο επίπεδο, ο ήρωας θα επιδεικνύει απορία, μια σχεδόν παιδική αφέλεια.
Ο Ζακ Τατί κι ο Μπάστερ Κίτον είναι μεγάλες καλλιτεχνικές μου εμμονές. Ειδικά στο σινεμά, η σωματικότητα είναι πρόκληση...»
Αληθεύει ότι έχτισες τη σωματικότητα του ρόλου με αναφορές στον Ζακ Τατί, τον Μπάστερ Κίτον, αλλά και τον Τζιμ Κάρεϊ στην «Αιώνια Λιακάδα ενός Καθαρού Μυαλού»;
Αρης Σερβετάλης: Ναι, αυτός είναι κι ο συνδυασμός βουβού πόνου και αφέλειας. Πάτησα σε αγαπημένα πράγματα – ο Τατί, ο Κίτον είναι μεγάλες καλλιτεχνικές μου εμμονές. Και τους αγαπά πολύ κι ο Χρήστος. Εγώ έτσι κι αλλιώς, μου ζητηθεί ή όχι, έτσι προσεγγίζω τους ρόλους – με τη σωματικότητα. Είναι σίγουρα πρόκληση κάτι τέτοιο. Ειδικά στο σινεμά, γιατί το θέατρο έχει άλλη ενέργεια.
Η σκηνή του χορού είναι η αγαπημένη μου στην ταινία. Μου θύμισε τη σκηνή της τρεχάλας του Λαβάν με το «Modern Love» του Ντέιβιντ Μπόουι στη «Δική μας Νύχτα» του Λεός Καράξ. Ενας καμπούρης άνθρωπος ερωτεύεται και ξεδιπλώνεται, τεντώνεται, αποκτά ανάστημα. Ή την πρόσφατη σκηνή χορού στον «Ασπρο Πάτο» του Τόμας Βίντεμπεργκ. Το σώμα θυμάται τη χαρά της ζωής. Ηταν αυτοσχεδιασμός; Σου είπε ο Νίκου “μπες μέσα και χόρεψε”;
Αρης Σερβετάλης: Ναι, κάπως έτσι. Δοκιμάσαμε μια δυο φορές, αλλά στην ουσία αυτό έκανα, ναι. Είναι πολύ ωραίο αυτό που λες για τη χαρά της ζωής. Και είναι αλήθεια ότι αυτό κάνει η τέχνη – η μουσική, η ζωγραφική, το σινεμά. Ερεθίζει κατευθείαν το νευρικό σου σύστημα. Πριν προλάβεις να το επεξεργαστείς, πριν μπει το μυαλό κι αρχίζει να κάνει συνάψεις.
Σε εσάς τους καλλιτέχνες, η απώλεια, ο πόνος σάς είναι εργαλείο έκφρασης; Σας βοηθάει στη δημιουργία; Και το αντίθετο: χρησιμοποιείτε τη δουλειά σας ως μέσο κάθαρσης;
Αρης Σερβετάλης: Φυσικά, μόνο έτσι. Δεν υπάρχει δημιουργία χωρίς πόνο. Οταν σμιλεύεις το σίδερο, το περνάς από την υψικάμινο, έσα από μεγάλες θερμοκρασίες. Για να αποστάξεις καθαρό νερό, το διυλίζεις κάτω από μεγάλη πίεση. Δια μέσω του πόνου συμβαίνουν τα πράγματα. Χωρίς Σταύρωση, δεν υπάρχει Ανάσταση.
Σοφία, έχεις κι εσύ κάνει μία ταινία για την απώλεια και τον πόνο, αφιερωμένη στις γυναίκες της οικογένειάς σου. Πόσο λυτρωτικό ήταν για σένα;
Σοφία Γεωγοβασίλη: Πολύ. Οταν έχασα δύο αγαπημένους μου ανθρώπους, ένιωσα την ανάγκη να εξετάσω το πώς διαχειριζόμαστε το πένθος. Με αυτή την ταινία, νομίζω ότι έκλεισα και τον δικό μου κύκλο πένθους. Πάντα οι ιστορίες μου έχουν κάποια προσωπική ρίζα. Κάποιες είναι εντελώς αυτοβιογραφικές με στοιχεία μυθοπλασίας. Η καινούργια μικρού μήκους που έκανα πρόσφατα, και τελειώνω τώρα, έχει αναφορές από περιστατικά που έχω ζήσει παρ’ όλο που η ιστορία είναι δανεική. Αυτό το σινεμά μού αρέσει να κάνω. Να μπλέκω τα δικά μου με δανεικά ή μυθοπλαστικά στοιχεία. Αυτό για μένα είναι λυτρωτικό.
Δεν υπάρχει δημιουργία χωρίς πόνο. Οταν σμιλεύεις το σίδερο, το περνάς από την υψικάμινο, μέσα από μεγάλες θερμοκρασίες.»
Τα «Μήλα» εξετάζουν και μια περίεργη μοναξιά: αυτή του ανθρώπου που πεισμωμένα γαντζώνεται από τις αρχές του – πάει αντίθετα στο ρεύμα του κόσμου. Ο ήρωας είναι μόνος γιατί αγαπάει για πάντα. Αρη, δεν σου είναι άγνωστοι οι μοναχικοί ήρωες (από την «Κινέτα», μέχρι το «L» ή το «2») Νιώθεις ότι κι εσύ, προβάλλοντας για παράδειγμα την πίστη σου στο Θεό, είσαι μόνος απέναντι στο ρεύμα;
Αρης Σερβετάλης: Eνας φίλος του Μπέκετ, διαβάζοντας το «Embers», ένα ραδιοφωνικό του έργο, τού είχε πει: «τελικά συνειδητοποιώ ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα του ανθρώπου είναι το πώς θα μετατρέψει τη “μοναξιά” σε “μοναχικότητα”. Ολοι είμαστε μόνοι μας. Αλλά δεν είμαστε. Χρειάζεται να κάνεις τη μετάβαση σε κάτι μεγαλύτερο, να συνδεθείς με κάτι θείο, για να νιώσεις τη μοναχικότητά σου. Βέβαια αυτό έχει τίμημα. Εχει κι αυτό πόνο. Η μετάβαση από το ασυνείδητο στο συνειδητό είναι μία επώδυνη διαδικασία. Το ξεβόλεμα, επίσης. Το να λες τη γνώμη σου, επίσης.
Είναι οι ήρωές σας “weird”. Είναι η ταινία “ weird”. Yπάρχει “ weird” στην τέχνη;
Αρης Σερβετάλης: Οχι αυτό τον όρο κι αυτό τον τίτλο, ποτέ δεν τον αποδέχθηκα. Καταλαβαίνω πώς καθιερώθηκε, κατανοώ την προσπάθεια να χαρακτηριστούν τα πράγματα, αλλά πώς καθορίζει κανείς το “weird”; Ο Μπέκετ είναι “weird”; Σίγουρα η ταινία έχει μία ελλειπτική αφήγηση, αλλά παράλληλα και μία ποιητική διάθεση. Αυτό βλέπω εγώ, όχι κάτι το ψυχρό και νοσηρό.
Σοφία Γεωργοβασίλη: Ο Χρήστος πάντως δεν ήθελε να κάνει κάτι “weird”. Τουλάχιστον συνειδητά, και ειδικά στην κατεύθυνση των ηθοποιών. Ηθελε να βγει συναίσθημα, να είναι πιο ζεστές οι ερμηνείες. Τώρα, αν υπάρχει “weird” στην τέχνη, δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό. “Weird” δεν είναι το σινεμά. Είναι η ζωή. Εμένα πάντως με ενοχλεί το “weird” για το “weird”. Οταν γίνεται σκόπιμα, και είναι φόρμουλα. Αυτές οι ταινίες είναι κενού περιεχομένου, με αφήνουν παγερά αδιάφορη.
Ολοι όμως συγκρίνουν τα «Μήλα» με το σινεμά του Γιώργου Λάνθιμου...
Αρης Σερβετάλης: Ο Γιώργος έχει σαφέστατα επηρεάσει τα τελευταία χρόνια τους νέους δημιουργούς, καθώς έφερε μία πολύ ενδιαφέρουσα νέα οπτική, αλλά αυτό δεν το βρίσκω κακό. Δεν υπάρχει παρθενογέννηση στην τέχνη. Κι ο Λάνθιμος επηρεάστηκε από ένα μεγάλο φάσμα δημιουργών κι έχει και κοινές αναφορές και με το Χρήστο. Τα «Μήλα» δεν είναι κόπια κανενός άλλου δημιουργού, πάντως. Είναι μία ταινία του Χρήστου Νίκου.
Τα «Μήλα» έκαναν πρεμιέρα στη Βενετία, πήραν εξαιρετικές κριτικές, αγοράστηκαν παντού στον κόσμο, τα ερωτεύτηκε η Κέιτ Μπλάνσετ και μπήκε παραγωγός τους, έφτασαν πολύ κοντά στα Οσκαρ. Πώς το βιώσατε εσείς όλο αυτό; Σοφία, εσύ ήσουν εκεί.
Σοφία Γεωργοβασίλη: Οσο ήμουν εκεί, όλα έτρεχαν πολύ γρήγορα με καταιγιστικούς ρυθμούς. Ακριβώς επειδή τα «Μήλα» πήραν πολύ καλές κριτικές, δώσαμε πάρα πολλές συνεντεύξεις, τρέχαμε από την μία στην άλλη. Οταν η Μπλάνσετ είδε την ταινία και θέλησε να μπει παραγωγός, εγώ είχα ήδη φύγει από το φεστιβάλ. Αλλά, φυσικά η χαρά ήταν μεγάλη. Είναι μία τεράστια ηθοποιός, την αγαπώ πολύ κι ένιωσα πολύ μεγάλη χαρά. Κι επίσης χάρηκα που τα «Μήλα» είχαν αυτή τη μεγάλη επιτυχία διεθνώς, γιατί χαίρομαι για την εξωστρέφεια του ελληνικού σινεμά. Το χρειαζόμαστε όσοι κάνουμε κινηματογράφο στην Ελλάδα. Μπορεί όλο αυτό να μη σου φέρει περισσότερα χρήματα, αλλά σου ανοίγει πόρτες – να, ο Χρήστος κάνει τώρα ένα πολύ μεγάλο διεθνές βήμα με το «Fingernails», παραγωγό πάλι την Μπλάνσετ και πρωταγωνίστρια την Κάρι Μάλιγκαν.
Αρης Σερβετάλης: Πράγματι αυτή την επιτυχία τη δικαιούται πρώτα από όλα ο σκηνοθέτης. Εκείνος το ζει πιο έντονα όλο αυτό. Εγώ χαίρομαι που σιγά σιγά χτίζεται κάτι πολύ ωραίο στον ελληνικό κινηματογράφο. Και το ότι έχει αντίκρισμα, με καλλιτέχνες όπως η Κέιτ Μπλάνσετ να αναγνωρίζουν τη δουλειά που έχει γίνει και να θέλουν να ενταχτούν, είναι εξαιρετικό. Και φέρνει μεγάλο ώφελος στον κινηματογράφο στην Ελλάδα. Εύχομαι να γίνονται πιο οργανωμένα πράγματα και να στηρίζονται περισσότερο οι Ελληνες δημιουργοί.
Αρη, χαίρεσαι με τα βραβεία; Κέρδισες στη Θεσσαλονίκη το βραβείο ανδρικής ερμηνείας, είσαι και πάλι υποψήφιος στα βραβεία ΙΡΙΣ της Ελληνικής Ακαδημίας.
Αρης Σερβετάλης: Φυσικά και χάρηκα όταν το έμαθα. Για μια στιγμή όμως διαρκεία αυτό. Μετά, πάμε παρακάτω.
Ο άνθρωπος επιλέγει να σβήνει μνήμες, προσπαθώντας να σβήσει τον πόνο. Ομως το αποτύπωμα δε φεύγει. Και βασανίζεται η ψυχή σου χωρίς να ξέρεις γιατί συμβαίνει αυτό.»
Μετά από αυτή την ταινία έπαιξες στον «Ανθρωπο του Θεού», ερμηνεύοντας τον Αγιο Νεκτάριο, τον πολιούχο της Αίγινας. Μίλησέ μας για αυτό το ρόλο, που υποπτεύομαι ότι είναι πολύ κοντά και στη δική σου πίστη.
Αρης Σερβετάλης: Αυτός ο χαρακτήρας είναι καθαρά βιωματικός. Ο Αναστάσιος Κεφαλάς, που ήταν το όνομά του πριν γίνει μοναχός, ζούσε βιωματικά τη σχέση του με το Θεό. Είχε καταπατήσει το εγώ του, τις επιθυμίες του και έβλεπε τον κόσμο μέσα από την υπαρξιακή του αναζήτηση με το θείο. Κι είχε και αυτή την ελευθερία, τη γαλήνη που σου δίνει η αδιαπραγμάτευτη αγάπη. Ενώ τον συκοφαντούσαν και τον κυνηγούσαν, εκείνος απέναντι στην εμπάθεια είχε μόνο αγάπη για τους ανθρώπους. Με ενδιέφερε πολύ να δοκιμαστώ με αυτό το ρόλο.
Σοφία κι εσύ όμως, εν μέσω πανδημίας, συμμετέχεις στον «Σιωπηλό Δρόμο» του Βαρδή Μαρινάκη. Μία σειρά που γνωρίζει μεγάλη επιτυχία...
Σοφία Γεωργοβασίλη: H δουλειά αυτή ήρθε εκτός προγράμματος, αναπάντεχα. Βρεθήκαμε κάπου τυχαία με τον Βαρδή, μου μίλησε για τη σειρά και ενθουσιάστηκα. Μπήκα τελευταία στιγμή και για αυτό κάνω έναν πολύ μικρό ρόλο. Δεν με ένοιαξε όμως αυτό, είπα αμέσως ναι, γιατί είναι ο Βαρδής. Κι ενώ αντιστεκόμουν στην ιδέα της τηλεόρασης, αυτό ήταν ένα εξαιρετικό βάπτισμα. Με χαρά θα ξαναέκανα κάτι, αν οι συνθήκες ήταν τόσο προσεγμένες.
Κι ως δημιουργός; Τι σινεμά ονειρεύεσαι να κάνεις; Τι σημαίνει να είσαι γυναίκα σκηνοθέτης; Εχει σημασία;
Σοφία Γεωργοβασίλη: Θα ήθελα να μην είχε σημασία - παρόλο που είμαι πολύ χαρούμενη γιατί πλέον έχει ανοίξει ένας μεγάλος διάλογος για τις έμφυλες συμπεριφορές. Είναι εξαιρετικά χρήσιμος. Οπως και θεωρώ δεδομένο ότι οι γυναικείες ιστορίες και το γυναικείο βλέμμα, χωρίς αντρικό φίλτρο, λείπει στο σινεμά. Ομως δε θα ήθελα να κριθώ ως “γυναίκα” σκηνοθέτης και για αυτό το λόγο πχ να ανοίξουν πόρτες φεστιβάλ ή να βραβευτώ για λόγους gender balance. Δεν θα ‘θελα να δοθεί σημασία στο φύλο μου, αλλά στο σινεμά που κάνω.
Το ότι υποτιμούν τον πολιτισμό, το βρίσκω τραγικό. Και με ενοχλεί που δεν είναι ξεκάθαρο στους πολιτικούς ότι οι καλλιτέχνες βιοπορίζονται από αυτό, είναι η δουλειά τους...»
Σας ενόχλησε που ο πολιτισμός υπήρξε ο μεγάλος χαμένος όλη αυτή τη χρονιά; Γιατί είναι πάντα τελευταίος στις προτεραιότητες όλων των ελληνικών κυβερνήσεων;
Αρης Σερβετάλης: Νομίζω ότι ζήσαμε μια αρκετά τρομολαγνική προπαγάνδα, που δεν έδωσε κανένα περιθώριο να ερωτηθεί κάποιος τι θα γίνει με τον πολιτισμό. Για ποιο λόγο στο θέατρο δεν μπορεί να έρθει κάποιος, να παρακολουθήσει μια παράσταση με τη μάσκα του, με αποστάσεις. Αλλά μπορεί να μπει στο σούπερ μάρκετ, ή στο λεωφορείο. Στη Βουλή μπορούσαν να συνεδριάζουν, να παίρνουν αποφάσεις για εμάς, όσο εμείς μέναμε σπίτια μας. Με απογοητεύει να με αντιμετωπίζουν σαν μάζα. Είμαι οντότητα κι έχω κριτήρια και ξέρω να φερθώ, να προστατεύσω τον εαυτό μου και τους άλλους. Δεν γίνεται να είμαι σε μαντρί. Οσο και να μη θέλω να το αποδεχθώ, δεν μπορώ να μη σκεφτώ ότι ο πολιτισμός μένει πίσω γιατί κάποιους δεν συμφέρει. Εξυπηρετεί ίσως να υπάρχει μόνο τηλεόραση που καθηλώνει τον κόσμο στο σπίτι.
Σοφία Γεωργοβασίλη: Θεωρώ ότι η πολιτική διαχείριση, παγκοσμίως, υπήρξε άστοχη και σπασμωδική. Και ειδικά όσο αφορά στον πολιτισμό, με ενοχλεί που δεν είναι ξεκάθαρο στους πολιτικούς ότι οι καλλιτέχνες ζουν από αυτό, βιοπορίζονται από τη δουλειά τους. Από την μία μεριά η πανδημία μάς απέδειξε ότι δεν μπορούμε να επιβιώσουμε χωρίς πολιτισμό, από την άλλη όλα κλειστά. Ημουν πάρα πολύ θυμωμένη το χειμώνα. Το ότι υποτιμούν την τέχνη το βρίσκω τραγικό. Παρόλα αυτά χαίρομαι που μέσα από αυτή την απελπισία κάπως συσπειρωθήκαμε και γεννήθηκαν κινήματα όπως το «Support Art Workers» ή η όλη κίνηση για το «Εμπρός».
Εξυπηρετεί ίσως να υπάρχει μόνο τηλεόραση που καθηλώνει τον κόσμο στο σπίτι...»
Σας αρέσουν τα μήλα;
Αρης Σερβετάλης: Προτιμώ τα πορτοκάλια.
Σοφία Γεωργοβασίλη: Μου αρέσουν τα πράσινα μήλα.
Αν μπορούσατε να ξεχάσετε ένα πράγμα μόνο – ποιο θα ήταν αυτό;
Αρης Σερβετάλης: Ερχομαι σε σύγκρουση, δεν ξέρω. Εχω περάσει διάφορα σκληρά πράγματα στη ζωή μου, αλλά αυτό το παρελθόν με έφερε εδώ. Οπότε δε θα ήθελα να σβήσω τίποτα. Ο άνθρωπος επιλέγει να σβήνει μνήμες, προσπαθώντας να σβήσει τον πόνο. Ομως το αποτύπωμα δε φεύγει. Επειδή ο καταγραφέας έχει χαράξει μέσα σου το συμβάν, και η μνήμη σου να το έχει αποβάλει, ο πόνος υπάρχει. Και βασανίζεται η ψυχή σου χωρίς να ξέρεις γιατί συμβαίνει αυτό. Ο βασανισμός δε θα πάψει, επειδή έχεις ξεχάσει.
Σοφία Γεωργοβασίλη: Θα ήθελα να ξεχάσω το θάνατο. Να ξεχάσω ότι πεθαίνουμε. Οχι τόσο πολύ σε σχέση με μένα, αλλά με τους γύρω μου – τα αγαπημένα μου πρόσωπα, τα ζώα μου. Ναι, θα ήθελα να μπορούσα να το σβήσω αυτό.