Μετά την «Τριλογία του Γιουσούφ», ο πολυβραβευμένος Τούρκος σκηνοθέτης Σεμίχ Καπλάνογλου εξακολουθεί να στοχάζεται πάνω στη διαταραγμένη σχέση ανθρώπου και φύσης με τον «Σπόρο», ένα μελλοντολογικό δράμα ταρκοφσκικών επιρροών. Συναντήσαμε τον 54χρονο δημιουργό του τιμημένου με τη Χρυσή Άρκτο «Μελιού» στην Αθήνα, όπου βρέθηκε για την προώθηση του πιο φιλόδοξου έργου της μέχρι τώρα φιλμογραφίας του.
Μετά το «Γάλα», το «Αυγό» και το «Μέλι», παράγωγα ζωικά, με αυτή την ταινία πάτε ακόμα πιο πίσω, στο σιτάρι, ακόμα και στο ίδιο το χώμα. Στις πηγές της ζωής, δηλαδή. Υπ’ αυτή την έννοια, θα μπορούσαμε να δούμε τον «Σπόρο» σαν προέκταση εκείνης της τριλογίας σας;
Σίγουρα θα μπορούσαμε, δεν είναι ξεκομμένος. Ειδικά στο «Μέλι», τίθεται ως θέμα η ομορφιά του κόσμου που βιώνουμε, και τα παιδικά μας χρόνια, δηλαδή τα παιδικά χρόνια της ανθρωπότητας, στη σχέση της με τη φύση, και το πώς κόψαμε αυτόν τον δεσμό. Αν βάλουμε τις δυο ταινίες μαζί, το «Μέλι» και τον «Σπόρο», βγαίνει μια παράξενη αντίθεση. Φαίνεται πως μαζί με τη σήψη που επιφέραμε στη φύση, δηλαδή στον εξωτερικό μας κόσμο, σάπισε και ο εσωτερικός μας. Η κλιματική αλλαγή, οι πόλεμοι, η πείνα, οι αρρώστιες -ζούμε σε έναν απίθανο κόσμο. Δε χρειάζεται καν να σκεφτόμαστε τι θα συμβεί στο μέλλον, αφού στην πραγματικότητα το μέλλον είναι εδώ, όλα αυτά συμβαίνουν ήδη. Κι αν συνεχίσουμε έτσι, μέλλον δε θα υπάρχει.
Στη συνέντευξη Τύπου στην Αθήνα είπατε πως αν προφήτης του 20ου αιώνα ήταν η τέχνη, προφήτης του 21ου είναι η επιστήμη. Το είπατε μάλλον ειρωνικά…
Ναι. Οχι πως είμαι άνθρωπος που ανθίσταται στην επιστήμη. Ομως παρατηρώ πως η ζημιά είναι πλέον μεγαλύτερη από τα οφέλη. Η γενετική μηχανική, με τις τακτικές των τροποποιήσεων, είναι νομίζω ένα πολύ σοβαρό ζήτημα. Δεν το βλέπουμε τώρα, δεν το αντιλαμβανόμαστε, αλλά θα το βιώσουμε σύντομα. Δεν είναι πως επεμβαίνουμε απλά στη φυτική ζωή, είναι πως σκοτώνουμε τα είδη. Για παράδειγμα, στην ανατολική Τουρκία είχαμε μέχρι πρότινος γύρω στα 80 είδη μήλων. Αλλά ενώ ένα δέντρο μπορούσε ας πούμε να δίνει 20 κιλά μήλα ετησίως, αυτή ήταν η δυνατότητά του, ήρθαμε εμείς και είπαμε θέλω 150 κιλά ετησίως απ’ αυτό το δέντρο. Τι κάναμε λοιπόν, ξηλώσαμε τα παλιά είδη και τα περιορίσαμε σε δύο. Ελέω της βιομηχανικής καλλιέργειας. Και ξαφνικά εξαφανίσαμε αυτό που για εκατομμύρια χρόνια έτρεφε η γη. Το χειρότερο, αυτό που παράξαμε τελικά δεν περιέχει τίποτα. Ούτε μεταλλικά στοιχεία, ούτε βιταμίνες, τίποτα. Και όταν το τρώμε μας βλάπτει μάλλον παρά μας ωφελεί. Λοιπόν, μπορεί να έχουμε προχωρήσει επιστημονικά, αλλά βλέπω πως την επιστήμη την χρησιμοποιούμε για ζημιά μάλλον παρά για όφελος. Για να το γυρίσουμε σε ωφέλιμο, πρέπει να ξέρουμε ακριβώς τι κάνουμε. Αυτό εκπέμπει και η ταινία, αυτή είναι η σκέψη που με παρακίνησε. Ίσως πούνε πως είμαι αντιδραστικός απέναντι στην εξέλιξή της, αλλά δεν είναι έτσι. Απλά πρέπει να δούμε αν μπορούμε να κάνουμε την επιστήμη λιγότερο επιζήμια.
Πιστεύω πως ο ανθρώπινος πολιτισμός έχει μια βαθύτερη σχέση με τη φύση. Γι αυτό και τα θέματα αυτά εξακολουθούν να ενδιαφέρουν τον κινηματογράφο. Δεν είναι όμως μόνο η κακοποίηση της φύσης, είναι και η κακοποίηση, κατά συνέπεια, του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου, της συνείδησής του.»
Η αγροτική κουλτούρα, που ενέπνευσε την τριλογία σας, εμπνέει κατά κάποιο τρόπο κι αυτή την ταινία σας, κι ας μιλάμε για επιστημονική φαντασία. Πιστεύετε πως θα συνεχίσει να αποτελεί πρόσφορο έδαφος για την τέχνη στην Τουρκία;
Θα συνεχίσει πιστεύω, γιατί, όπως πολλά μέρη του κόσμου, έτσι και η Τουρκία υφίσταται μια διαδικασία καταστροφής της φύσης. Η υπερεκμετάλλευση την καταστρέφει. Αποψίλωση, φράγματα παντού, αλλαγή πηγών στα ποτάμια, εκτροπές, όλα στο όνομα της ανάγκης για ενέργεια. Λέμε πως το κάνουμε για την ανθρωπότητα. Που χρειάζεται ηλεκτρικό ρεύμα. Χρειάζεται υπολογιστές. Εντάξει, αλλά τί εναλλακτικό υπάρχει, ποια άλλη διαδικασία, δεν προλαβαίνουμε να το σκεφτούμε. Αντί να βρούμε τρόπους να χρησιμοποιήσουμε αποτελεσματικότερα την ηλιακή ενέργεια ή εκείνη του ανέμου, πάμε στην εύκολη λύση, χωρίς να λογαριάζουμε το τίμημα. Πιστεύω πως ο ανθρώπινος πολιτισμός έχει μια βαθύτερη σχέση με τη φύση. Γι αυτό και τα θέματα αυτά εξακολουθούν να ενδιαφέρουν τον κινηματογράφο. Δεν είναι όμως μόνο η κακοποίηση της φύσης, είναι και η κακοποίηση, κατά συνέπεια, του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου, της συνείδησής του. Αυτά τα ερωτήματα συνεχίζουν να απασχολούν μέρος του τουρκικού σινεμά. Φυσικά αυτοί που κάνουμε τέτοιου είδους ταινίες δεν αντιπροσωπεύουμε το εθνικό μας σινεμά, είμαστε λίγοι. Γιατί υπάρχει μια βαριά εμπορική βιομηχανία πλέον. Μια βιομηχανία τηλεοπτικών σειρών απίστευτη, με ετήσια έσοδα 600.000 δολάρια σε πωλήσεις μονάχα στο εξωτερικό. Είναι πλέον στη δεύτερη θέση παγκοσμίως μετά την Αμερική. Και η κινηματογραφική μας βιομηχανία, με 70 περίπου ταινίες ετησίως, έχει ισχυροποιηθεί, και έχει πλέον μεγαλύτερο κοινό στη χώρα απ’ ότι έχει το Χόλιγουντ. Ειδικά οι χονδροειδείς τουρκικές κωμωδίες εκτοξεύουν τους αριθμούς στα ύψη.
Στον χώρο των χρυσοφόρων σειρών, πιστεύετε πως θα σκάσει κάποια στιγμή η «φούσκα»;
Tο πιστεύω. Αν πριν από μια 20ετία είχαν πέραση οι λατινοαμερικάνικες σειρές, αλλά κανείς πλέον δεν τις βλέπει, κάπως έτσι θα γίνει και με αυτές φαντάζομαι. Η ειρωνεία είναι πως οι τουρκικές σειρές πουλάνε τώρα στη Λατινική Αμερική. Στο Μεξικό, λέει, βλέπουν φανατικά τον «Σουλεϊμάν»!
Γιατί επιλέξατε τον Ζαν-Μαρκ Μπαρ στον πρωταγωνιστικό ρόλο;
Είναι ένας ηθοποιός αγαπημένος μου. Από το «Απέραντο Γαλάζιο», τις ταινίες του Λαρς φον Τρίερ. Είχα διάφορα ονόματα κατά νου όταν ξεκίνησε το σχέδιο, είχα και τον Ζαν-Μαρκ. Αρχίσαμε να αλληλογραφούμε, του έστειλα το σενάριο. Και διαπίστωσα πως είμαστε πολύ κοντά στα άγχη και τις ανησυχίες μας, στο τρόπο που κοιτάμε τη ζωή. Τον κάλεσα στην Τουρκία, ήρθε, και δημιουργήθηκε μια ισχυρή φιλία μεταξύ μας. Κάναμε μερικά δοκιμαστικά, κι αυτό ήταν. Είναι επίσης ένας άνθρωπος που δεν τα παρατά. Τόσες μετακινήσεις, τόση ταλαιπωρία με τις καιρικές συνθήκες, την κούραση του ρόλου, δεν διαμαρτυρήθηκε ποτέ. Είχαμε εξαιρετική συνεργασία.
Αναφέρατε τον Τρίερ. Είναι από τους σκηνοθέτες που σας ενδιαφέρουν ως σινεφίλ;
Τον Λαρς Φον Τρίερ τον παρακολουθώ πάντα, κι ενώ άλλες ταινίες του αγαπώ, άλλες δεν τις μπορώ καθόλου. Μου αρέσει το σινεμά του Αμπάς Κιαροστάμι και του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Ακόμα, του Χου Χσιάο Χσιέν. Και αγαπώ πολύ τον Καουρισμάκι.
Είσαστε από τους λίγους αυτή τη στιγμή εκπροσώπους ενός σινεμά που εκπέμπει μια βαθιά πνευματικότητα, με μοναχικούς πλέον συνεχιστές μετά τους Ταρκόφσκι, Κισλόφσκι ή Μπρεσόν, για παράδειγμα. Πιστεύετε πως αυτού του είδους ο κινηματογράφος παρακμάζει;
Δε θα έλεγα παρακμή, απλά δεν υπάρχει παραγωγή τέτοιου είδους ταινιών. Μα το σινεμά δεν είναι μια υπόθεση πνευματική ούτως ή άλλως; Αν είναι τέχνη αυτό που κάνουμε, περισσότερο απ’ ότι είναι εμπόριο, τότε θέλοντας και μη μπαίνει ένα άλλο βάθος, μπαίνει στοχασμός και φιλοσοφία. Εν προκειμένω, στο φιλμ αυτό, μπαίνει η παράδοση του σουφισμού. Είναι λογικό το σινεμά να έχει μετατραπεί γενικότερα σε είδος διασκέδασης, πρωτίστως. Όμως εγώ βαδίζω σε αυτόν τον δρόμο και με βλέπω να συνεχίζω έτσι.
Αυτή τη στιγμή υπάρχει ένα μεγάλο χάος. Και για να λυθεί αυτό το χάος πρέπει η δημοκρατία, καλώς εφαρμοσμένη ή κακώς, να συνεχιστεί. Να συνεχιστούν οι εκλογές, να συνεχιστεί η διαδικασία. Δεν είναι καθόλου εύκολο. Δε βρίσκω σωστές όλες τις αποφάσεις της τουρκικής κυβέρνησης. Αλλά κοιτάζοντας συνολικά τη θέση τους, τη βρίσκω σωστή.»
Ως δημοσιογράφος, δεν μπορώ παρά να ρωτήσω για τη γνώμη σας για όλα όσα συμβαίνουν αυτή τη στιγμή στον τουρκικό Τύπο. Την απειλούμενη ελευθερία του λόγου, τη λογοκρισία, τις φυλακίσεις δημοσιογράφων…
Η Τουρκία βιώνει αυτή τη στιγμή μια εξαιρετική εποχή, που δεν είναι καθόλου φυσιολογική. Με τους Κούρδους υπήρχε πριν λίγα χρόνια ανοιχτή η πιθανότητα ειρήνευσης. Ηταν να βρεθεί μια λύση, στο πλαίσιο μιας προσπάθειας βελτίωσης των σχέσεών μας με όλους τους γειτονικούς λαούς. Αλλά από τότε μέχρι σήμερα σε ολόκληρο τον πλανήτη έγιναν τεράστιες αλλαγές. Στις ειρηνευτικές συνομιλίες δε βρέθηκε κάποια λύση. Και στη συνέχεια ξεκίνησε πάλι η τρομοκρατία από την PKK. Να εκρήγνυνται βόμβες στις πόλεις, δίπλα σε ανθρώπους που έβγαιναν από το γήπεδο στο Μπεσίκτας ή στην πλατεία του Ερυθρού Σταυρού, δίπλα σε στάση λεωφορείου που περίμεναν άνθρωποι. Βομβιστές αυτοκτονίας. Στη συνέχεια, ξεκίνησε ο πόλεμος στη Συρία. Μετά, ακόμη πιο σημαντικό, το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου. Φανταστείτε μια χώρα που βιώνει όλα αυτά τα τελευταία 3-4 χρόνια. Ηταν μια χώρα στα πρόθυρα της διάλυσης. Αυτή τη στιγμή υπάρχει ένα μεγάλο χάος. Και για να λυθεί αυτό το χάος πρέπει η δημοκρατία, καλώς εφαρμοσμένη ή κακώς, να συνεχιστεί. Να συνεχιστούν οι εκλογές, να συνεχιστεί η διαδικασία. Δεν είναι καθόλου εύκολο. Δε βρίσκω σωστές όλες τις αποφάσεις της τουρκικής κυβέρνησης. Αλλά κοιτάζοντας συνολικά τη θέση τους, τη βρίσκω σωστή. Γιατί υπάρχει ένα περιβάλλον πολύ σοβαρής συμπλοκής. Στα νοτιανατολικά σύνορα της Τουρκίας ήρθαν οι Ρώσοι, οι Αμερικανοί, το Ιράν. Η τρομοκρατία δε λέει να σταματήσει. Η ΡΚΚ σχηματίζει στρατό100.000 ατόμων με χορηγία της Αμερικής, που της στέλνει όπλα με 4000 φορτηγά. Τι θα γίνει; Δε θα υπερασπιστεί η χώρα τον εαυτό της; Πώς είναι λοιπόν δυνατόν να υπάρχουν δημοσιογράφοι που να τους υπερασπίζονται και να τους επαινούν όλους αυτούς, τη στιγμή που ζουν και κινούνται μέσα στην τουρκική κοινωνία; Στο πραξικόπημα σκότωσαν με αεροπλάνα και ελικόπτερα 250 ανθρώπους που βγήκαν στους δρόμους να διαδηλώσουν ενάντια σ’ αυτό. Κι εμείς οι ίδιοι βγήκαμε στους δρόμους. Κι εμείς προσπαθήσαμε να τους σταματήσουμε. Ένας ιμάμης που ζει στην Αμερική επιχειρεί να κυβερνήσει τη χώρα. Είναι ποτέ δυνατόν; Δεν είναι λογικά πράγματα αυτά. Πώς θα διορθωθούν, δεν ξέρω. Δε βρίσκω σωστό για την ελευθερία του λόγου να κλείνονται δημοσιογράφοι στη φυλακή. Από την άλλη όμως νομίζω πως κι αυτοί χειραγωγούν κάποια πράγματα, τα ζορίζουν. Γιατί όλοι μας ζούμε σ’ αυτή τη χώρα και πιστεύουμε πως πρέπει να μείνει όρθια. Αν όμως γυρνάς και υπερασπίζεσαι τους πραξικοπηματίες, και τους ενθαρρύνεις, και παλεύεις να διώξεις την κυβέρνηση, κι όταν σκοτώνονται τόσοι άνθρωποι, τότε δεν είναι τόσο απλό, έχεις ένα μερίδιο της ευθύνης. Καταλαβαίνω πώς φαίνεται η Τουρκία απ’ έξω, όμως έτσι το ζούμε εμείς εκεί το όλο ζήτημα. Θέλω φυσικά να προχωρήσει η δημοκρατία στην Τουρκία, να εξελιχθεί η κοινωνία. Αλλά η εποχή που ζούμε δε σου δίνει την ευκαιρία ούτε καν να το σκεφτείς.
Και στην όλη συζήτηση περί επαναφοράς της θανατικής καταδίκης, ποια είναι η θέση σας;
Δε νομίζω να επανέλθει η θανατική καταδίκη, είναι ακραία πράγματα αυτά. Εξάλλου ο Ερντογάν εξακολουθεί να θέλει να μπει στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Κι έχουν ξεκινήσει εκ νέου συζητήσεις με τη Μέρκελ. Το θέμα είναι πως έχει δημιουργηθεί μια έλλειψη εμπιστοσύνης. Ας πούμε, οι πιλότοι που σκότωσαν τόσους ανθρώπους τη νύχτα του πραξικοπήματος είναι τώρα εδώ και κυκλοφορούν ελεύθεροι. Γιατί δεν τους εκδίδουν στην Τουρκία; Ο Φετουλάχ Γκιουλέν, που έκανε κάθε λογής έγκλημα εξ Αμερικής, είναι ακόμα εκεί. Θα γινόταν ποτέ κάτι τέτοιο εδώ; Τι θα συνέβαινε αν η Τουρκία παρείχε στέγη σε Έλληνες που έχουν διαπράξει εγκλήματα; Η χώρα έχει μια δημοκρατία, καλή ή κακή, από εκλεγμένο από τον λαό πρόεδρο. Μπορεί να έχει λάθη, ελλείψεις, αστοχίες. Δεν μπορούν όμως να διορθωθούν έτσι. Υπάρχει ένα πολύ σοβαρό ζήτημα ασυνεννοησίας. Μια έλλειψη κατανόησης που οδηγεί όλες τις πλευρές στην άμυνα. Και τους βάζει σε μια ψυχολογία φόβου και εχθρότητας.