«Αναπνοή ή σιτάρι;»
Αυτή είναι η – εμπνευσμένη από την ζωή του Σούφι Γιουνούς Εμρέ – ερώτηση που χαρακτηρίζει τον πυρήνα της ανθρωπιστικής, πνευματικής και, εν τέλει θρησκευτικής Οδύσσειας που στήνει σε ένα απροσδιόριστο δυστοπικό μέλλον ο Σεμίχ Καπλάνογλου, επτά χρόνια μετά το «Μέλι», την ταινία που του χάρισε την Χρυσή Άρκτο στο Βερολίνο. Μόνο που στον «Σπόρο», ο Καπλάνογλου απομακρύνεται από την καθημερινότητα της τουρκικής ζωής και τις αχτίδες φωτός ακόμη και υπό τις πιο δύσκολες συνθήκες, και βυθίζεται στον ετερόκλητο αλλά καθολικά γκρίζο κόσμο ενός απαισιόδοξου μέλλοντος, όπου το προσφυγικό πρόβλημα, η οικολογική κατάρρευση και η έλλειψη τροφίμων είναι πλέον πυλώνες πάνω στους οποίες έχει στηθεί η νέα κοινωνία.
Οι πρώτες σκηνές της ταινίας είναι ήδη σαφείς. Ο «Σπόρος» διαδραματίζεται σε έναν κόσμο όπου μια ισχυρή εταιρεία ελέγχει τους τομείς της Γης όπου υπάρχει ακόμα η (έστω περιορισμένη) δυνατότητα καλλιέργειας, μια πραγματικότητα όπου οι πρόσφυγες ελέγχονται ένας ένας για να διαπιστωθεί αν πληρούν τα γενετικά κριτήρια για να γίνουν δεχτοί στις μεγάλες πόλεις. Αν τα αποτελέσματα είναι αρνητικά, τότε η μόνη λύση είναι η άμεση απομάκρυνση και η αφήγηση κάνει ξεκάθαρες τις φονικές συνέπειες που περιμένουν όσους δε συμμορφωθούν σύμφωνα με αυτούς τους κανόνες.
Σε αυτό το περιβάλλον, ένας επιστήμονας με το εξερευνητικό βλέμμα του Ζαν-Μαρκ Μπαρ (το οποίο αποδεικνύεται εξαιρετικά ισχυρό ατού της ταινίας) ανακαλύπτει ότι οι γενετικά μεταλλαγμένες σοδειές καταρρέουν μία μία και ότι αν δε βρεθεί άμεση λύση, η κοινωνία πρόκειται να γκρεμιστεί λόγω της έλλειψης τροφίμων. Μαθαίνοντας για την επαναστατική και κατά συνέπεια προκλητική έρευνα ενός παλαιότερου συνάδελφου, ο εν λόγω επιστήμονας ξεκινά μια αναζήτηση που θα τον απομακρύνει από την μεγάλη πόλη στην οποία ζει και θα τον οδηγήσει στους «Νεκρούς Τόπους», όπως ονομάζονται οι περιοχές όπου η ανάπτυξη της ζωής είναι πλέον σχεδόν αδύνατη. Μόνο που το συγκεκριμένο ταξίδι δεν είναι ακριβώς μια πορεία προς την απόδειξη της «θεωρίας του γενετικού χάους» αλλά μια διαδρομή προς την αυτοανακάλυψη, με όλες τις απαραίτητες πνευματικές και γεμάτες θρησκευτικούς συμβολισμούς στάσεις.
Γιατί ο Καπλάνογλου αντλεί στοιχεία από την θρησκευτική σημειολογία και τη φιλοσοφία των Σούφι (η Βιβλική φιγούρα, οι πειρασμοί στην έρημο, η καιόμενη βάτος, ο λιθοβολισμός και πλήθος ακόμα συμβόλων βρίσκουν θέση στην αφηγηματική πορεία της ταινίας) για να αφηγηθεί μια ταινία που έχει το πρόσχημα της επιστημονικής φαντασίας αλλά στην πραγματικότητα εστιάζει στον άνθρωπο και στις συνέπειες που αθροιστικά συσσωρεύονται πάνω του, όσο θεωρητικά μέσω της επιστήμης (ειρωνικά ) κάνει όλο και μεγαλύτερα εξελικτικά βήματα. Ο Καπλάνογλου βάζει την σχεδόν μεσσιανική φιγούρα του Τζεμίλ να δηλώσει ακόμα και ότι «όσο ο άνθρωπος τροποποιεί τον κόσμο, τροποποιεί τον εαυτό του», αντιπροτείνοντας στον Ερολ (του ταιριαστά σκυθρωπού Ζαν Μαρκ Μπαρ) «να ανακαλύψει τον εαυτό του», πέρα από τον κόσμο. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο «Σπόρος» δείχνει να εμπιστεύεται τυφλά την κληρονομιά του παρελθόντος ως την μοναδική λύση απέναντι στις συνέπειες της μοντέρνας τεχνολογίας.
Είναι μια προσέγγιση που, πέρα από τυχόν συμφωνίες ή διαφωνίες, αποτυπώνεται με απόλυτο τρόπο, φλερτάροντας με τον διδακτισμό και υιοθετώντας έναν σχεδόν επιθετικό δογματισμό, ο οποίος πιέζει για ένα συγκεκριμένο συμπέρασμα σε έναν από την φύση του πολύπλοκο προβληματισμό. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Καπλάνογλου θέλει να θέσει ερωτήματα που έχουν να κάνουν με την ίδια την ανθρώπινη ψυχή, όμως στην πορεία μοιάζει να ξεχνά εξαιρετικά ενδιαφέρουσες παραμέτρους που έχουν να κάνουν με τη γένεση και τη δημιουργία (όπως όλη η υποπλοκή σχετικά με το Σωματίδιο Α) για να αφηγηθεί την δική του βιβλική παραβολή, η οποία αναμενόμενα περιλαμβάνει τις απαραίτητες δοκιμασίες, θυσίες και τελικές ανταμοιβές.
Μια παραβολή βέβαια που αναδεικνύεται εικαστικά από την αποστομωτικά όμορφη ασπρόμαυρη φωτογραφία της ταινίας, η οποία αντιπαραβάλει το βιομηχανικό τοπίο του Ντιτρόιτ με τη μυσταγωγική εικόνα της Καππαδοκίας, την αυστηρή αστική γεωμετρία με τις ελεύθερες καμπύλες της φύσης και την διαδικασία της γέννησης μέσω των σπόρων με την μόνιμη παρουσία του θανάτου, ειδικά όταν το φιλμ αποκαλύπτει ένα πλήθος πτωμάτων να επιπλέουν σε μια ειδυλλιακά φωτισμένη λίμνη. Η άψογα καδραρισμένη εικόνα είναι άλλωστε ο μεγαλύτερος σύμμαχος του Καπλάνογλου σε αυτή την αφήγηση, η οποία δεν κρύβει ότι αποτίει και έναν κάποιο φόρο τιμής στο «Stalker» του Αντρέι Ταρκόφσκι (όχι τυχαία, ο συνοδοιπόρος του Ερολ ονομάζεται Αντρέι). Μόνο που πίσω από την εικόνα, η φιλοσοφία του «Σπόρου» αρνείται να κοιτάξει πραγματικά μπροστά και μοιάζει να βρίσκει παρηγοριά και λύση μόνο στο παρελθόν. Για μια ταινία που πασχίζει να ανακαλύψει τον άνθρωπο και τα μυστήρια που δίνουν νόημα στην ύπαρξή του, ο «Σπόρος» μοιάζει δυστυχώς να περιορίζει ανησυχητικά πολύ το πεδίο των απαντήσεών του.