Οποιος έχει δει τις ταινίες του Πίτερ Στρίκλαντ γνωρίζει πως το σύμπαν του Βρετανού σκηνοθέτη με τις ελληνικές ρίζες είναι φτιαγμένο κυρίως από ήχους, από υφές, από vintage εμπειρίες, μια ισχυρή δόση τρόμου και περισσότερο από όλα αυτά μια διάθεση για το αναπάντεχο, αυτό που μπορεί να γίνει οικείο αν μόνο μπορούσες να το δεις με ανοιχτά μάτια (ή, μάλλον, να το ακούσεις με ανοιχτά αυτιά).
Η ευθεία γραμμή που ενώνει τα «Katalin Varga», «Berberian Sound Studio», «The Duke of Burgundy», «In Fabric» και διασχίζει αιώνες σινεφιλίας και μια διαρκή αίσθηση του κυριολεκτικά «weird» φτάνει μέχρι την τελευταία του ταινία, το «Flux Gourmet», ένα παράδοξο γαστριμαργικό πείραμα που ανακατεύει στομαχικές διαταραχές με ηχητικά catering και avant-garde μουσικά σχήματα (συν τον Μάκη Παπαδημητρίου στον πρωταγωνιστικό ρόλο) σε ένα μείγμα που και φαίνεται και κυρίως ακούγεται όσο ενδιαφέρον διαβάζεται.
Συναντήσαμε τον Πίτερ Στρίκλαντ τον περασμένο Νοέμβριο, με αφορμή την ρετροσπεκτίβα στο έργο του που διοργάνωσε το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και μιλήσαμε μαζί του για τους ήχους, τις εικόνες και τις ελληνικές ρίζες που τον έκαναν αυτό είναι, σίγουροι πως ξέρει πολύ καλύτερα ελληνικά από αυτά που προφασίζεται ότι ξέχασε εντελώς. Το ότι η κουβέντα θα έφτανε στην ελληνική ταινία που μόλις εγκατέλειψε, το Brexit, στο άβολο της λέξης «fart», στον Πάτρικ Σουέιζι από το «Dirty Dancing» και στην ελβετική σοκολάτα που μάλλον χρησιμοποιήσε ο Πιερ Πάολο Παζολίνι για τις σκηνές των περιττωμάτων στο «Σαλό» ήταν απλά κάτι το αναπόφευκτο.
Στα γυρίσμστα του «Flux Gourmet»
Νόμιζα ότι είμαι Ελληνας, τουλάχιστον μισός, αλλά για τις ελληνικές Αρχές δεν είμαι ούτε καν αυτό. Η μητέρα μου είναι Ελληνίδα, αλλά ο γάμος της με τον πατέρα μου δεν θεωρήθηκε ποτέ έγκυρος λόγω μιας σφραγίδας. Ετσι έχασα για πάντα την ευκαιρία να αποκτήσω την ελληνική ιθαγένεια.
Προσπαθώ να κάνω μια «ελληνική» ταινία εδώ και 10 χρόνια. Εχω αποτύχει παταγωδώς. Κουράστηκα. Δεν θέλει κανείς να τη χρηματοδοτήσει. Υπήρχε ένας παραγωγός, υπήρχε ενδιαφέρον και από άλλους, οι οποίοι όμως περίμεναν μια μεγάλη πλατφόρμα να βάλει τον μεγαλύτερο όγκο των χρημάτων. Είναι ακριβή ταινία, αφορά την ελληνική κοινότητα της Νέας Υόρκης. Σε έναν από τους ρόλους θα έπαιζε η Τόνια Σωτηροπούλου (σ.σ. είχαν συνεργαστεί ξανά στο «Berberian Sound Studio»). Στην πραγματικόητα ήταν - είναι - μια πολύ προσωπική ιστορία. Εχει να κάνει με μένα και το πώς ξέχασα τα ελληνικά μου. Αφορά όλους τους Ελληνες που έζησαν αλλού, στη Μελβούρνη, στην Αστόρια και ξέχασαν να μιλάνε ελληνικά. Αυτή η ταινία θα γινόταν για να διώξω την ενοχή μου. Φταίω μόνο εγώ που ξέχασα να μιλάω ελληνικά. Οταν ήμουν μικρός μιλούσα, η μητέρα μου μου είχε μάθει. Αποφάσισα, λοιπόν, ότι θα το κάνω βιβλίο. Μια ταινία, ή καλύτερα, «ένα σενάριο που δεν έγινε ποτέ ταινία».
Στην Αγγλία ζούμε σε ένα καθεστώς διαρκούς αλαζονείας, που φυσικά οδήγησε νομοτελειακά και στο Brexit. Ζούμε σε μια «αυτοκρατορική» αλαζονεία. Σε μια γλωσσική αλαζονεία. Οι Αγγλοι γνωρίζουν πως όπου και να βρεθούνε δεν χρειάζεται καν να ρωτήσουν αν κάποιος ξέρει Αγγλικά. Μεγάλωσα μέσα σε αυτό το κλίμα. Και ξαφνικά συνειδητοποιείς πως κάτι χάνεις. Είναι αναπηρία να μην μπορείς να μιλήσεις μια δεύτερη γλώσσα.
Σκηνή από το «Flux Gourmet»
Σκηνή από το «Flux Gourmet»
Συμμετείχα σε ένα γκρουπ σαν αυτό που βλέπετε στο «Flux Gourmet» από το 1996 μέχρι και το 2003. Το όνομά μας ήταν The Sonic Catering Band. Μαγειρεύμαε στη σκηνή, γεννούσαμε ήχους, τους πειράζαμε. Σκέφτηκα για αστείο να κάνω μια ταινία για το γκρουπ, όπως οι άλλοι κάνουν βιογραφικές ταινίες για τους Queen, τον Ελτον Τζον... Ας κάνουμε μια ταινία για ένα συγκρότημα που δεν το γνωρίζει κανείς. Η αρχική αυτή ιδέα ήταν όμως μόνο η αφετηρία που άνοιξε συζητήσεις για το ανθρώπινο σώμα, την αντίδραση του σώματος στο φαγητό, την αναφυλαξία, το φούσκωμα, όλα αυτά που καταστρέφουν το σώμα μας. Και από εκεί οδηγηθήκαμε στην εξερεύνηση του shock value. Γιατί οι σκηνοθέτες θέλουν να σοκάρουν τους θεατές; Και γιατί υπάρχουν θέματα που «επιτρέπονται» και άλλα που «δεν επιτρέπονται». Γιατί μπορείς να πεις ότι έσπασα το πόδι μου και δεν μπορώ να βγω έξω, αλλά ντρεπόμαστε να πούμε ότι είμαστε φουσκωμένοι και θα έχουμε αέρια όλο το βράδυ;
Η σκηνή με τα περιττώματα ήταν μια αστεία σκηνή. Ηθελα να ενσωματώσω στην ταινία αυτή την μπρεχτική σχεδόν αίσθηση της ψευδαίσθησης και του παιχνιδιού που είναι το σινεμά. Σκεφτόμουν το «Σαλό» του Πιερ Πάολο Παζολίνι και πως όλα αυτά τα περιττώματα - οι πιο αηδιαστικές σκηνές με περιττώματα στην ιστορία του σινεμά - μάλλον ήταν ακριβή ελβετική σοκολάτα. Σαν δημιουργός δεν με ενδιαφέρει να σοκάρω. Οι ήρωές μου μπορεί. Εμένα αυτό που με ενδιαφέρει είναι να δείξω την κατασκευή που κρύβεται πίσω από τα πάντα - νομίζω το κάνω σε όλες μου τις ταινίες αυτό. Ηθελα το «Flux Gourmet» να είναι μια ταινία για ανθρώπους που προσπαθούν να σοκάρουν το κοινό. Οχι μια ταινία που προσπαθεί να σοκάρει το κοινό.
Δεν θεωρώ τις ταινίες μου περίεργες. Ισως το «In Fabric» να ήταν κάπως περίεργο. Στην πραγματικότητα οι ταινίες μου είναι δράματα, αφορούν τους ανθρώπους, μιλούν για προβλήματα για τα οποία μιλάμε σπάνια - όπως στην περίπτωση του «Flux Gourmet» για τις στομαχικές διαταραχές.»
(φωτό: Αρης Ράμμος)
Ο ήρωας του Μάκη Παπαδημητρίου στο «Flux Gourmet» μιλάει ελληνικά, αλλά δεν είναι ρεαλιστικά Ελληνας. Οπως και οι ηρωίδες στο «The Duke of Burgundy» δεν είναι ρεαλιστικά λεσβίες, αφού στον κόσμο τους δεν υπάρχουν άντρες. Ο ήρωάς του μιλάει ελληνικά γιατί όλο το καστ αποτελείται από Ευρωπαϊους ηθοποιούς και επίσης το voice over του είναι στην πραγματικότητα αυτά που σκέφτεται. Οταν είσαι στο εξωτερικό, ανάμεσα σε ανθρώπους που μιλάνε άλλες γλώσσες, ακόμη και αν είσαι δίγλωσσος, θα σκεφτείς στη γλώσσα σου. Αυτό σου δίνει μια ασφάλεια. Επίσης με τα ελληνικά γλίτωσα μερικές άβολες λέξεις όπως το «fart» που φέρνει αυτόματα γέλιο στους αγγλομαθείς. Και φυσικά ήταν και λίγο εγωιστικό, αφού ήταν ένας τρόπος να έρθω ξανά σε επαφή με τα ελληνικά μου.
Ο Μάκης είναι ένας κύριος, και επίσης παίρνει ρίσκα. Ηταν υπέροχο να δουλεύει κανείς μαζί του. Ολο αυτό που έκανε ήταν πολύ ριψοκίνδυνο. Θα μπορούσε να είχε βγει όλο λάθος. Να είχε υποβιβαστεί σε μια κωμική φιγούρα και τίποτα άλλο, πράγμα που δεν θέλαμε με τίποτα. Βρήκε αμέσως το σωστό τόνο, πράγμα που είναι ίδιον των μεγάλων ηθοποιών. Κατάφερε να δώσει αξιοπρέπεια στον ήρωά του, χωρίς να χάσει τα «κωμικά» χαρακτηριστικά του.
Σκηνή από το «Flux Gourmet»
Σκηνή από το «Flux Gourmet»
Βρίσκομαι σε ένα σημείο καμπής. Κάνω κάτι σαν ένα διάλειμμα. Ο τρόπος με τον οποίο δουλεύω δεν είναι ακριβώς βιώσιμος. Εχουν αλλάξει πολλά πράγματα τελευταία. Η ίδια η βιομηχανία έχει αλλάξει. Χρειάζομαι λίγο χρόνο για να βρω ξανά τις σωστές συχνότητες και να μπορέσω να συνεχίσω να κάνω αυτό που κάνω. Εχω και μια άλλη δουλειά: γράφω για την τηλεόραση με ψευδώνυμο. Είναι λίγο σαν να ολοκληρώθηκε το πρώτο στάδιο της καριέρας μου ως δημιουργού, οπότε και η ρετροσπεκτίβα του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ίσως ήρθε ακριβώς στο σωστό σημείο. Ισως είναι ώρα να κοιτάξω πίσω.
Δεν θεωρώ τις ταινίες μου περίεργες. Ισως το «In Fabric» να ήταν κάπως περίεργο. Στην πραγματικότητα οι ταινίες μου είναι δράματα, αφορούν τους ανθρώπους, μιλούν για προβλήματα για τα οποία μιλάμε σπάνια - όπως στην περίπτωση του «Flux Gourmet» για τις στομαχικές διαταραχές. Αυτό που σίγουρα ενώνει τις ταινίες μου είναι το γεγονός ότι τις γράφω ο ίδιος. Και ότι σε όλες παίζει η Φάτμα Μοχάμεντ! Είμαι περήφανος για όλες τις ταινίες μου και ντρέπομαι για όλες τις ταινίες μου. Εχουν όλες τα καλά σημεία τους και τα λάθος σημεία τους. Αν έπρεπε να διαλέξω μια ταινία ως πιο αντιπροσωπευτική μου θα διάλεγα το «The Duke of Burgundy». Είναι και αυτή στην οποία πέρασα καλύτερα. Οι υπόλοιπες ταινίες ήταν απείρως πιο δύσκολες.
Η έμπνευση για την κάθε ταινία ξεκινάει με τους ήχους. Μπορεί να είναι ένα ολόκληρο μουσικό κομμάτι ή μια σύνθεση ή απλά ένας τυχαίος ήχος. Στο «In Fabric» ήταν ένας ήχος στην αρχή μιας σύνθεσης του Τζέιμς Φεράρα. Στο «Flux Gourmet» μια φωνή για δευτερόλεπτα κρυμμένη μέσα σε ένα μουσικό θέμα που σου έδινε την αίσθηση ότι είσαι μισουπνωτισμένος - αυτό που τελικά ήθελα να μεταφέρω στην ατμόσφαιρα της ταινίας. Η εμμονή μου με τους ήχους δεν ήταν συνειδητή. Θυμάμαι όταν πηγαίναμε με τη μητέρα μου για ψώνια μου άρεσε να ακούω τον ήχο από τα λεπτά φύλλα των καταλόγων με τα ρούχα που ξεφύλλιζαν μέσα στο μαγαζί. Ηταν σαγηνευτικό. Οχι με ερωτική διάθεση. Με έβαζε σε ένα τρανς. Οχι κάτι κοσμογονικό, αλλά αρκετό για να μου ενεργοποιήσει πράγματα που δεν είχα φανταστεί μέχρι τότε. Μεγαλώνοντας έμαθα για το ASMR (Αυτόνομη Αισθητήρια Ανταπόκριση Μεσημβρινών) και αντιλήφθηκα πως η εμμονή μου με τους ήχους έβγαζε κάποιο νόημα.
Σκηνή από το «Flux Gourmet»
Σκηνή από το «Flux Gourmet»
Υποστηρίζω τις αίθουσες ως φυσικό χώρο των ταινιών. Είμαι ένοχος γιατί δεν πηγαίνω συχνά σινεμά. Αγοράζω όμως DVD. Θυμάμαι τα καλοκαίρια που ερχόμουν στην Ελλάδα και πήγαινα στα θερινά σινεμά. Ηταν υπέροχα. Βλέπαμε συνέχεια το «Dirty Dancing». Κανείς δεν νοιαζόταν για την ασφάλεια. Ανθρωποι καθισμένοι παντού. Και στο τέλος όταν ο Πάτρικ Σουέιζι έλεγε την ατάκα «Nobody puts Baby in the corner» όλοι σηκωνόντουσαν όρθιοι και χειροκροτούσαν. Εβλεπα μιούζικαλ με τον Σωτήρη Μουστάκα, περιπέτειες τον Ταρζάν... Δεν ξέρω που θα οδηγήσει όλο αυτό. Ειναι σίγουρο ότι οι πλατφόρμες γίνονται παντοδύναμες και δίνουν ευκαιρία στο ανεξάρτητο σινεμά. Χρειάζεται, όμως ένας έλεγχος, χρειάζεται πολυφωνία, χρειάζονται κανόνες ώστε το παιχνίδι να είναι υγιές για όλους.
Η Αγγλία σήμερα είναι ένα χάος. Και ευθύνεται το Brexit. Θεωρούσα πάντα την Ευρώπη κοινότητά μου και εννοείται ότι δεν είναι τέλεια, αλλά δουλεύεις πάνω στα πράγματα που θεωρείς σημαντικά, διορθώνεις, διεκδικείς. Δεν φεύγεις παίρνοντας μαζί σου αυτή τη σοβινιστική συμπεριφορά ότι η Ευρώπη έχει περισσότερη ανάγκη τη Βρετανία από ότι η Βρετανία την Ευρώπη. Δεν πρέπει καν να σκεφτόμαστε έτσι. Υποτίθεται ότι ζούμε σε μια κοινότητα. Ομως το παρελθόν αυτό της Αυτοκρατορίας βρίσκεται τελικά βαθιά ριζωμένο μέσα μας, μας στοιχειώνει. Δεν πίστευα ότι θα φύγουμε ποτέ από την Ευρώπη. Κι όμως έγινε. Ημουν αισιόδοξος. Δεν είμαι πια.