Ενας αποτυχημένος συγγραφές και νυν ερευνητικός δημοσιογράφος και φιλόδοξος κινηματογραφιστής, δέχεται μία ανάθεση: να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ για τις δράσεις ενός ιδιόμορφου ινστιτούτου, το οποίο συνδυάζει την πειραματική μαγειρική με τις αβάν-γκάρντ περφόρμανς τέχνης. Το Ινστιτούτο διαχειρίζεται μία εκκεντρική διευθύντρια, η οποία συστηματικά επιλέγει και φιλοξενεί ομάδες που συνδυάζουν τις δύο αυτές εκφράσεις και τους δίνει την ευκαιρία να τις εξελίξουν πέρα από τα όρια: μένοντας όλοι μαζί σε αυτό το ανορθόδοξο απομονωμένο κτίριο και στήνοντας τα events τους. Αυτή την εποχή, μία τριμελής μπάντα που αδυνατεί να επιλέξει όνομα, με ηγετική φιγούρα μία προκλητική νάρκισσο καλλιτέχνη, θα αναστατώσει το Ινστιτούτο με τις πυρίμαχες ιδέες της για πρωτοπορία κι αυθεντικότητα στην τέχνη - που ξεκινούν από αιματοβαμμένο γυμνό και δεν σταματούν ούτε στην κοπρολαγνία. Απέναντι σε όλα αυτά, ο συγγραφέας στέκεται ξένος κι αταίριαστος: το πεπτικό του σύστημα είναι διαταραγμένο και δεν μπορεί εύκολα να χωνέψει όσα συμβαίνουν μέσα του και γύρω του. Γιατί οι κάτοικοι αυτής της κολεκτίβας δεν σταματούν τους πειραματισμούς τους, όταν τα φώτα κλείνουν τα βράδια. Παιχνίδια υπεροχής, βεντέτες, κόντρες, ερωτικές διαστροφές - ένα μενού που κάθεται στο στομάχι.
Ο (με ελληνικές ρίζες) Βρετανός σκηνοθέτης Πίτερ Στρίκλαντ («Katalin Varga», «Berberian Sound Studio», «The Duke of Burgundy», «In Fabric») επιστρέφει με μία ακόμα ταινία όπου στον ουρανίσκο σκάνε έντονες οι γεύσεις του αλλόκοτου, του ειρωνικού, του αναπάντεχου. Ενα πειραματικό γεύμα όπου η πρόκληση και το κατάμαυρο χιούμορ ανοίγουν την όρεξη για να περάσουν από το συλλογικό παχύ έντερο πολύ σοβαρά ζητήματα για την τέχνη, την εμμονή, τον ερωτικό πόθο, αλλά και ποιο τελικά παραδίδεται ευκολότερα στη διαστροφή.
Το σύμπαν της ταινίας - εικόνα και ήχος (άλλωστε η εκκεντρική ομάδα των ηρώων με τον ήχο της μαγειρικής πειραματίζεται επί σκηνής), σκηνογραφία, ενδυματολογία ακολουθούν τους κανόνες του γκοθ τρόμου, καθώς αυτή μοιάζει να είναι και η πιο βαθιά ρίζα έκφρασης του Στρίκλαντ. Το Ινστιτούτο μοιάζει με Πύργο του Κόμη Δράκουλα (μόνιμος κάτοικος της κολεκτίβας ένας υπερήλικας γιατρός, που θα μπορούσε να διεκδικήσει το ρόλο), με τη διευθύντρια να κρύβει τα μυστικά της κάτω από βαριά υφάσματα ρούχων του προηγούμενου αιώνα, ή να τα αποκαλύπτει με στολές καλόγριας. Αντίστοιχα, οι καλλιτέχνες είναι φιγούρες μίας ανήσυχης avant-garde punk, με τον μεταμοντερνισμό όμως να μασκαρεύει και τις δικές τους ανασφάλειες, ή πονηρές φιλοδοξίες.
Ο Στρίκλαντ παρατηρεί αυτό τον κόσμο με μία ανατρεπτική διάθεση, ένα καυστικό φλέγμα και μία πικρή ειρωνία. Ολα είναι off - χαρακτήρες, διάλογοι, σχέσεις, καταστάσεις, συμπεριφορές. Ομως όταν πετάξεις τις παραπλανητικές γαρνιτούρες, το κυρίως γεύμα μιλά για όλα τα αρχέγονα που βασανίζουν τον άνθρωπο και τον καλλιτέχνη. Είναι σημαντικός; Εχει κάτι να πει; Είναι απατεώνας; Πώς θα ξεχωρίσει; Γιατί βρίσκεται στη σκιά των άλλων; Πόσο προκλητικός πρέπει να γίνει για να κερδίσει τους προβολείς; Και, ταυτόχρονα, όλο αυτό που καίει τα εσωτερικά του όργανα, αυτό το πρωτόγονο ένστικτο που περνάει από το στομάχι, ο πόθος και η λαγνεία, πώς μπορεί να εκφραστεί άκριτα, χωρίς ταμπού, αλλά και χωρίς παιχνίδια εξουσίας ανάμεσα σε εραστές;
Ανάμεσά τους, η φιγούρα του μέσου ανθρώπου, ο ήρωας συγγραφέας του Μάκη Παπαδημητρίου στέκεται παράταιρη. Το εύρημα ενός ανθρώπου που εντάσσεται σε αυτή την κολεκτίβα, ενώ πάσχει από εντερικά προβλήματα, δημιουργεί από μόνο του κατάμαυρη κωμωδία. Αλλά και το ειρωνικό τόνο που θέλει ο Στρίκλαντ να δώσει ως απάντηση στους καλλιτεχνικούς προβληματισμούς: τι σημασία έχει να σχεδιάζεις όλο και πιο μεταμοντέρνο ανατρεπτισμό, αν η πέψη του θεατή αδυνατεί να τον καταναλώσει;
Ο σχεδιασμός αυτού του αταξινόμητου κινηματογραφικού μενού αποδεικνύει ότι ο Στρίκλαντ είναι σεφ της πρωτοπορίας. Δυστυχώς όμως, αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα και ένα απολαυστικό, ισορροπημένο ουσιαστικό κινηματογραφικό γεύμα. Ο ακαδημαϊσμός των διαλόγων σε αντίστιξη με την τρέλα της εικόνας σε αποξενώνει. Το παρακινδυνευμένο χιούμορ δεν μαρινάρει την ουσία με σωστές δόσεις και, κυρίως, η πικρή ειρωνία για τον ναρκισσισμό της τέχνης (το πιο απαραίτητο συστατικό της ταινίας) δεν κυριαρχεί στις υπόλοιπες γεύσεις - χάνεται στα πολλά μπαχαρικά, τις ανισορροπίες και τις υπερβολές. Κι όταν έρχονται οι στιγμές πρόκλησης, το στομάχι του θεατή δεν αντέχει άλλο. Το εξυπνακίστικο νικά το αυθεντικά έξυπνο και η ευφυής παρωδία χάνει το στοίχημα με το σχεδόν εφηβικό τρολάρισμα.
Αυτό που μένει όμως είναι μία γοητευτική μελαγχολία που διέπει ακόμα και τις στιγμές του εξωφρενικού. Αυτή η νότα (κι ο Μάκης Παπαδημητρίου είναι ιδανικός να την ενσαρκώσει) τελικά διασώζει το δείπνο μας με το αλλόκοτο, αυτή οδηγεί τον εσωτερικό μας διάλογο κι αυτή αφήνει το έντονο στίγμα της - πριν το σώμα μας τον αποβάλει.