Η «Ανάμνηση» του Απιτσατπόνγκ Βιρασετάκουν βγήκε στις αίθουσες την Πέμπτη 21 Οκτωβρίου. Μετά από μια εβδομάδα προβολών, η ταινία κατέβηκε και αποτελεί ήδη «ανάμνηση» για τους περίπου 500 συνολικά θεατές που την είδαν (συν μερικούς ακόμη στις Νύχτες Πρεμιέρας λίγο καιρό πριν).
Η Ελλάδα υπήρξε μια από τις «τυχερές» χώρες που εξασφάλισαν διανομή για την ταινία - είναι η μόλις δεύτερη ταινία του σπουδαίου Ταϊλανδού σκηνοθέτη που βγαίνει στις αίθουσες μετά το βραβευμένο με Χρυσό Φοίνικα «Ο Θείος Μπούνμι θυμάται τις Προηγούμενες Ζωές» το 2011. Και μάλιστα, η Ελλάδα υπήρξε η πρώτη χώρα μετά την «μαμά» Κολομβία στην οποία η ταινία βγήκε στις αίθουσες μετά την πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ των Καννών και τη βράβευσή της με το Βραβείο της Επιτροπής.
Ενα υπέροχο δώρο, λοιπόν, για τους στερημένους σύγχρονους Ελληνες θεατές που αγωνιούν, κατά μεγάλη πλειοψηφία, για την τύχη των κινηματογραφικών αιθουσών στην «εποχή του Netflix» και που για τους προηγούμενους μήνες πάτησαν εκατομμύρια like στις φωτογραφίες της Τίλντα Σουίντον από τα γυρίσματα ή την πρεμιέρα και τη βράβευση της ταινίας στις Κάννες.
Ναι, η Τίλντα Σουίντον είναι και ο μοναδικός λόγος που η ταινία αγοράστηκε στην Ελλάδα, αφού κανένας διανομέας δεν θα «ρίσκαρε» να επενδύσει στον Απιτσατπόνγκ Βιρασετάκουν για την «καλλιτεχνική επιτυχία της χρονίας». Δεν υπήρξε όμως, κατά τα φαινόμενα, ούτε στο ελάχιστο ο λόγος για να πάει κανείς να δει την «Ανάμνηση» στο σινεμά.
Θα μπορούσε κανείς να αναλύει για ώρες τον κακό προγραμματισμό της ελληνικής διανομής (την ίδια ημέρα - εκείνη την Πέμπτη 21 Οκτωβρίου - βγήκαν στις αίθουσες ακόμη δύο υπέροχες καλλιτεχνικές ταινίες που απευθύνονται ουσιαστικά στο ίδιο κοινό, το «Κβο Βαντις, Αϊντα» και το «Δεν Υπάρχει Κακό» με λίγο καλύτερες επιδόσεις στα εισιτήρια, αλλά πολύ μακριά από κάθε έννοια «επιτυχίας»), όπως επίσης και τον τρόπο με τον οποίο βγαίνουν οι ταινίες στις αίθουσες: βιαστικά, συχνά και την τελευταία στιγμή για να κλείσουν μια τρύπα του προγράμματος, χωρίς να έχει χτιστεί μια κάποια φήμη για να τις γνωρίσει το κοινό. Οι παραπάνω δύο υπό συζήτηση παράγοντες, όμως. αφορούν τους «έξτρα» θεατές μιας ταινίας, την προσπάθεια που γίνεται από την εταιρία διανομής της μια ταινία να κερδίσει όλο το κοινό που της αναλογεί και γιατί όχι να γίνει και επιτυχία.
Που βρίσκονται όμως οι εγγενείς θεατές μιας ταινίας σαν την «Ανάμνηση», αυτοί που περιμένουν εδώ και καιρό να δουν τη νέα ταινία του Απιτσαπτόνγκ Βιρασετάκουν και που τώρα είχαν το προνόμιο να τη δουν σχεδόν πρώτοι στον κόσμο, αναπάντεχα σε μια ελληνική αίθουσα, χωρίς ακόμη να υπάρχει για «κατέβασμα»; Που βρίσκονται, μαζί με αυτούς, και οι φανατικοί της Τίλντα Σουίντον για να απολαύσουν την αγαπημένη τους ηθοποιό (και προσωπικότητα) σε μια από τις πραγματικά σπάνιες στιγμές της;
Στην Ελλάδα αυτό το κοινό είναι είδος υπό εξαφάνιση. πολύτιμο και σπάνιο, σχεδόν σαν την ταινία του Απιτσατπόνγκ Βιρασετάκουν. Είναι, όμως, οι κινηματογραφικές "αναμνήσεις" αυτού του κοινού που διαμορφώνουν τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο γύρω μας, διαχρονικά, από γενιά σε γενιά. Οχι μόνο στο σινεμά, αλλά κυρίως στην αληθινή ζωή.»
Αν όλοι αυτοί είναι μόνο 500 άτομα, όλοι καταλαβαίνουμε πως όχι μόνο δεν θα ξαναδούμε ταινία του Απιτσατπόνγκ Βιρασετάκουν στην Ελλάδα, αλλά θα επιστρέψουμε και σε εποχές που η ελληνική διανομή, επιβεβαιώνοντας τη δυσπιστία της σε «δύσκολους» τίτλους, δεν θα τολμήσει ξανά να φέρει διαφορετικό σινεμά από τα μέρη μας - και όλοι ξέρουμε τι σημαίνει αυτό για το σινεμά που βλέπουμε και για το σινεμά που φτιάχνουμε, για τον πολιτισμό που θέλουμε και τον πολιτισμό που έχουμε.
Η συζήτηση είναι, φυσικά, μεγαλύτερη.
Αφορά τη σχέση του Ελληνα θεατή με το σινεμά που από καιρό (πολύ πριν την πανδημία) είχε μεταλλαχθεί σε μια σχέση περιστασιακή, χωρίς συγκεκριμένη ταυτότητα και κυρίως χωρίς κανένα ορίζοντα για το (κοντινό ή μακρινό) μέλλον, μια σχέση που κατά βάσην αφορά μόνο τη διασκέδαση και το hype, με μικρές - ευτυχώς - εξαιρέσεις. Παρά την εύκολη πλέον πρόσβαση στο παγκόσμιο τοπίο, ο Ελληνας θεατής δεν δείχνει να ενδιαφέρεται για τα τεκταινόμενα στο διεθνές κινηματογραφικό σκηνικό, για δημιουργούς ή νέες τάσεις, για ταινίες που τσουβαλιασμένες για πολλούς στην ταμπέλα «φεστιβαλικές» δεν αξίζουν της ευκαιρίας του, μένοντας πεισματικά στα «οσκαρικά», τα «εμπορικά» και «αυτά που βλέπουν όλοι». Παλιότερα, το κοινό για τις «καλλιτεχνικές» ταινίες ήταν αξιοσέβαστο, σήμερα περιορίζεται στις πολύ καλές περιπτώσεις στα μερικά χιλιάδες εισιτήρια που συνήθως δεν φτάνουν ούτε τα 5.000.
Αφορά και την κριτική που, ευτυχώς στην περίπτωση της «Ανάμνησης» (αλλά και των άλλων δύο ταινιών που βγήκαν την ίδια μέρα) υπήρξε μέχρι και διθυραμβική, αλλά, να που για παράδειγμα, έγκριτη εφημερίδα θεώρησε σωστό η κριτική της να επαναλάβει το τόσο άστοχο κλισέ περί μη μυημένων θεατών, αδικώντας τόσο την ίδια την ταινία όσο και τους θεατές. Επιβεβαιώνοντας και αυτή με τη σειρά της του διανομείς και τους αιθουσάρχες που εναποθέτουν όλες τις ελπίδες τους για την πορεία μιας ταινίας στις αίθουσες στην κριτική. Ομως οι ταινίες θα έπρεπε να έχουν το κοινό τους πριν και από την κριτική, σε μια ανοιχτή συζήτηση ανάμεσα σε θεατές και κριτικούς για καιρό μετά την προβολή της ταινίας, όπως συνέβαινε παλιά που στις παρέες όλοι μιλούσαν για την ταινία που είδαν, άλλοι ήταν υπέρ άλλοι κατά, όλοι όμως είχαν την περιέργεια και το ενδιαφέρον να τη δουν.
Στην Ελλάδα αυτό το κοινό είναι είδος υπό εξαφάνιση. πολύτιμο και σπάνιο, σχεδόν σαν τις ταινίες του Απιτσατπόνγκ Βιρασετάκουν, οι οποίες ευτυχώς θα συνεχίσουν να γυρίζονται ερήμην των μηδενικών εισιτηρίων τους σε χώρες σαν την Ελλάδα.
Είναι, όμως, οι κινηματογραφικές "αναμνήσεις" αυτού του κοινού που διαμορφώνουν τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο γύρω μας, διαχρονικά, από γενιά σε γενιά. Οχι μόνο στο σινεμά, αλλά κυρίως στην αληθινή ζωή. Ας το προστατέψουμε και ας βρούμε τρόπους να μεγαλώσει.