Ο Απιτσατπόνγκ Βιρασετάκουν δεν φοβήθηκε ποτέ το άγνωστο. Στην πραγματικότητα, αυτό είναι που τον οδηγεί από ταινία σε ταινία σε μια κάθε φορά αποκαλυπτική φιλμική εξερεύνηση ικανή να ανοίγει μονοπάτια κι εξόδους κινδύνου μέσα από δύσβατες ζούγκλες και ζώνες του λυκόφωτος που βρίσκουν χώρο για να «φυτρώσουν» ανάμεσα στους ανθρώπους και τη φύση, ανάμεσα στους ζωντανούς και τους νεκρούς, ανάμεσα στο μύθο και την πραγματικότητα, ανάμεσα στις ερωτήσεις που δεν θα πάρουν ποτέ απάντηση και τη διαρκή αγωνία του ανθρώπου για γνώση.

Το σινεμά του, πολυβραβευμένο κυρίως στις Κάννες (Βραβείο στο τμήμα Un Certain Regard για το «Blissfully Yours» το 2002, Βραβείο της Επιτροπής για το «Tropical Malady» το 2004, Χρυσός Φοίνικας για το «Ο Θείος Μπούνμι θυμάται τις προηγούμενες ζωές του» το 2010) αλλά και στα μεγαλύτερα φεστιβάλ του κόσμου, παραμένει το σημαντικότερο κομμάτι μιας κοσμοθεωρίας που ο 50χρονος Ταϊλανδός σκηνοθέτης, αρχιτέκτονας και εικαστικός συνθέτει από ταινία σε πρότζεκτ και από installation σε μικρού μήκους, έχοντας στο επίκεντρο τον άνθρωπο και στο φόντο την Ταϊλάνδη, μια πατρίδα που παραμένει η έμπνευσή του, όσο κι αν μέσα στα χρόνια τον κρατά στο περιθώριο, τον λογοκρίνει, δεν τον αποδέχεται ως καλλιτέχνη ή ομοφυλόφιλο άνδρα, τον αναγκάζει να επαναδιαπραγματεύει αέναα τη σχέση του μαζί της.

Στην «Ανάμνηση», ο Απιτσατπόνγκ Βιρασετάκουν βγαίνει για πρώτη φορά εκτός Ταϊλάνδης και αποπειράται την πρώτη του αγγλόφωνη ταινία, κρατώντας στον πυρήνα της νέας του κινηματογραφικής περιπέτειας ένα ακόμη, ταιριαστό και στα περισσότερα, αν όχι σε όλα, σημεία του συγγενές με τις προηγούμενες ταινίες του, κομμάτι για το διαρκώς ζωντανό και μεταλλασσόμενο ψηφιδωτό του έργου του, ένα ακόμη αναπάντεχα λυτρωτικό ταξίδι προς τα μέσα του ανθρώπου, εδώ ίσως και της Γης ολόκληρης.

Η Τζέσικα, μια Αγγλίδα που ζει στο Μεντελίν της Κολομβίας, ιδιοκτήτρια μιας μικρής ανθοκομικής επιχείρησης, βρίσκεται στη Μπογκοτά για να επισκεφτεί την αδερφή της που βρίσκεται στο νοσοκομείο με αναπνευστικά προβλήματα. Ένα βράδυ κατά τη διάρκεια του ύπνου της, η Τζέσικα θα ξυπνήσει από έναν εκκωφαντικό ήχο που την αναστατώνει. Τον ίδιο ήχο θα ακούσει ξανά λίγο καιρό μετά όταν θα βγει για φαγητό με την αδερφή της και τον κουνιάδο της μέσα σε ένα εστιατόριο. Προς έκπληξη της, θα αντιληφθεί πως κανείς άλλος δεν ακούει τον ήχο εκτός από την ίδια. Θα επισκεφθεί τον μαθητή ενός φίλου, τον Χερνάν, σε ένα στούντιο ηχογραφήσεων και θα του ζητήσει να αναπαραστήσει τον ήχο ψηφιακά μέσα από τις περιγραφές της. Αυτός θα το κάνει, όμως λίγο αργότερα θα εξαφανιστεί και η Τζέσικα θα ρωτήσει για να λάβει την απάντηση πως δεν υπήρξε ποτέ κάποιος Χερνάν στο στούντιο. Λίγο αργότερα θα συναντήσει έναν ηλικιωμένο άνδρα, κι αυτός με το όνομα Χερνάν, ο οποίος αρχίζει να ανασύρει από μέσα της αναμνήσεις. Πόσο σίγουρο όμως είναι ότι είναι δικές της; Και τι σχέση έχει η τραγική, αποτρόπαια ιστορία του Χερνάν με την ίδια, με τον ήχο που ακούει, με τον ερχομό των «ξένων»;

Οι ερωτήσεις της Τζέσικα είναι πολλές. Και δεν είναι μόνο δικές της.

Μετατρέποντας την ίδια την ηρωίδα του σε ένα ηχείο συντονισμένο με την Ιστορία της Κολομβίας, με την αναγωγή της σε κάθε αποτρόπαια ιστορία αυτού του κόσμου και με τις ουλές που μένουν ανοιχτές μετά από ένα μεγάλο τραύμα (και χαρτογραφούν εκτός από το το ανθρώπινο σώμα και τις μεταβαλλόμενες γεωγραφίες του πλανήτη, πρωτίστως την τάμπουλα ράζα του ανθρώπινου μυαλού), ο Απιτσατπόνγκ Βιρασετάκουν μετατρέπει και την ίδια την «Ανάμνηση» σε μια εμπειρία που μοιάζει να μεταφέρεται από την οθόνη στο θεατή και πάλι πίσω σε ένα διαρκή διάλογο που καθώς περνάει η ώρα εκτείνεται σε όγκο και μοιάζει να γεμίζει κάθε νεκρή ζώνη της ανθρώπινης κατάστασης.

Με οδηγό τη μηχανική, αλλά την ίδια στιγμή με έναν απρόσμενο τρόπο βαθιά συναισθηματική ερμηνεία της Τίλντα Σουίντον - σε ένα άχρονο alter ego του καλλιτέχνη, της Ιστορίας, της ίδιας της (κάθε) χώρας - ο θεατής γίνεται μάρτυρας μιας ολιστικής εμπειρίας: καθώς η ώρα περνάει και είναι ο μόνος που μοιράζεται με την ηρωίδα το μυστικό του ήχου που αντηχεί στα σωθικά της, βρίσκει τον εαυτό του να παίρνει τη θέση της, να αναρωτιέται τις ίδιες ερωτήσεις, να ψάχνει τις ίδιες απαντήσεις. Μαζί, θεατής και ηρωίδα, ταινία και δημιουργός, φτάνουν μετά από ένα πρώτο υπνωτιστικό μέρος… στη ζούγκλα του δεύτερου μέρους όπου ίσως να κρύβεται η αλήθεια.

Εκεί ο Απιτσατπόνγκ Βιρασετάκουν παραδίδει αυτό που μπορεί από τώρα να καταχωριστεί μαζί με τις καλύτερες στιγμές της φιλμογραφίας του, ως μια από τις πιο δυνατές κινηματογραφικές εμπειρίες του σύγχρονου σινεμά των τελευταίων χρόνων.

Σε μια σχεδόν ανεπαίσθητη στην πρόσληψη της από το θεατή μείξη ονείρου και πραγματικότητας, επιστημονικής φαντασίας και σκληρού ρεαλισμού, ποίησης και πολιτικού ακτιβισμού, το τελευταίο μέρος της «Ανάμνησης» δεν είναι μόνο η νομοτελειακή κατάληξη ενός ταξιδιού που θα βρει την Τζέσικα συντονισμένη πλέον με την πιο σκοτεινή πλευρά της βίαιης Ιστορίας μιας χώρας που κρύβει σκελετούς - κυριολεκτικούς και μεταφορικούς - κάτω από την θορυβώδη, μοντερνίζουσα, πολυπολιτισμική, πληγωμένη μέσα στους αιώνες, διχασμένη ανάμεσα στην παράδοση και το παρόν και κατακερματισμένη από την χαώδη ταξική ανισότητα «επιφάνεια» της. Αφήνοντας υπόνοιες για μια τεκτονική μετατόπιση που έρχεται από το κέντρο της Γης για να κρίνει το μέλλον της ανθρωπότητας, για μια εισβολή που δεν μοιάζει τόσο «επιστημονική φαντασία» όσο νομίζουμε και για το τελευταίο καταφύγιο των ανθρώπων που δεν είναι άλλο από το να δημιουργήσουν μια συλλογική μνήμη, μοναδική οδό προς το ζητούμενο της συλλογικής συνείδησης, ο Απιτσατπόνγκ Βιρασετάκουν ζητάει από το θεατή ορθάνοιχτα μάτια και αυτιά. Αυτό που δίνει πίσω είναι πρωτότυπο σινεμά - εμπειρία που λειτουργεί σχεδόν ανακουφιστικά, θεραπευτικά.

Η «Ανάμνηση» δεν δίνει απαντήσεις σε όλες τις ερωτήσεις που θέτει, αλλά προκρίνει ένα «ξύπνημα» στο εδώ και τώρα της ιστορικής συνέχειας. Σαν μια εκκωφαντική σιωπηλή κραυγή που στέλνει το σύμπαν, όσο εμείς επιμένουμε να συντονιζόμαστε με λάθος συχνότητες που «φωνάζουν» αλλά δεν έχουν πραγματικά τίποτα να μας πουν.