Γεννημένος το 1942 στη Νέα Υόρκη, ο Μαρκ Ράπαπορτ αποτελεί μια από τις πιο ιδιοσυγκρασιακές φωνές του αμερικανικού σινεμά, με μια καριέρα που διατρέχει σχεδόν πέντε δεκαετίες και η οποία δύσκολα ταξινομείται τόσο στο πλαίσιο του συμβατικού αφηγηματικού κινηματογράφου όσο και σε εκείνο του ανεξάρτητου, και των σύγχρονών του underground και avant garde κινηματογραφιστών.
Χωρισμένη σε δύο περιόδους, η φιλμογραφία του ξεκινά με μια σειρά από πνευματώδεις, ασεβείς και ακραία στυλιζαρισμένες κωμωδίες του παραλόγου, όπως το καταξιωμένο «The Scenic Route» (1978), οι οποίες θα μονοπωλήσουν το έργο του τις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Τη δεκαετία του ’90, όμως, ο Νεοϋορκέζος δημιουργός θα πραγματοποιήσει μια εντυπωσιακή μεταστροφή ύφους με μια σειρά από μικρού και μεγάλου μήκους κινηματογραφικά δοκίμια για το ίδιο το σινεμά, όπως τα δύο αντισυμβατικά ημερολογιακά πορτρέτα «Rock Hudson’s Home Movies» (1992) και «From the Journals of Jean Seberg» (1995), που οπλισμένα με χιούμορ και μια παιχνιδιάρικα μεταμοντέρνα διάθεση μοιάζουν αποφασισμένα να αναδείξουν την κρυφή πλευρά και τις ανομολόγητες πτυχές της βιομηχανίας του θεάματος, των κατασκευασμένων ειδώλων, αλλά και της ίδιας της αμερικανικής κουλτούρας, χρησιμοποιώντας έναν θησαυρό αποσπασμάτων από κλασικές ταινίες του Χόλιγουντ και όχι μόνο.
Σκηνή από το «The Scenic Route» του 1978
Δικαιωματικά, λοιπόν, ο Μαρκ Ράπαπορτ είναι ένας από τους επίσημους προσκεκλημένους του 9ου Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου που διεξάγεται αυτές τις ημέρες στην Αθήνα, στο πλαίσιο του οποίου μάλιστα ο δημιουργός θα παρουσιάσει μερικές από τις πιο χαρακτηριστικές ταινίες του στο ελληνικό κοινό και θα παραδώσει ένα μοναδικό masterclass, το Σάββατο 27/10, στο Exile Room. Το Flix συνάντησε τον Αμερικανό σκηνοθέτη κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αθήνα και μίλησε μαζί του για την διπλή του καριέρα, την ιδιαιτερότητα της δουλειάς του, την αγάπη του για «μία τέχνη που πεθαίνει εδώ και πολλά χρόνια» και το αβέβαιο μέλλον της χώρας του που τον οδήγησε να μετοικήσει στο Παρίσι, όπου ζει κι εργάζεται τα τελευταία χρόνια.
Διαβάστε αναλυτικά: Το Χόλιγουντ ανάποδα: Το Exile Room υποδέχεται τον Μαρκ Ράπαπορτ
Ο Μαρκ Ράπαπορτ φωτογραφημένος στην Ταινιοθήκη από τον Βαγγέλη Πατσιαλό
Πώς θα περιγράφατε το έργο σας σε κάποιον που δεν έχει έρθει ποτέ σε επαφή μαζί του;
Βασικά θα του έλεγα ότι δεν έχω καθόλου φαντασία. (γέλια) Ποτέ δεν ήμουν δημιουργικός με την έννοια του να ξεκινήσω κάτι από το μηδέν. Ακόμα και στην πρώτη φάση της καριέρας μου που ασχολήθηκα με τη μυθοπλασία οι ταινίες μου ήταν περισσότερο ένας κοινωνιολογικός σχολιασμός πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις. Θα έλεγα πως είμαι ένας πολυτεχνίτης του σινεμά. Επίσης, τα τελευταία είκοσι χρόνια γράφω για τον κινηματογράφο, αυτό που κάνω ωστόσο μοιάζει με αυτό που κάνω με τις ταινίες. Οχι κριτική, ούτε ανάλυση, αλλά περισσότερο δραματοποιημένες καταγραφές πραγματικών γεγονότων.
Είστε περισσότερο γνωστός για τα δύο κινηματογραφικά σας δοκίμια, το «From The Journals of Jean Seberg» και το «Rock Hudson’s Home Movies», θα ήθελα όμως να ξεκινήσουμε από τα πρώτα χρόνια του μυθοπλαστικού σινεμά στη δεκαετία του 70. Τι θυμάστε από εκείνες τις μέρες και τι αποκομίσατε από την εμπειρία;
Ηθελα να σκηνοθετήσω 10 ταινίες πριν γίνω 40. Σχεδόν το πέτυχα. Μετά η ζωή μου άλλαξε. Είναι αυτό που λένε «life happens». Για κάποια χρόνια δεν μπορούσα να δουλέψω και μετά ασχολήθηκα με το video. Τότε συνέβη αυτό που είπε ο Γκοντάρ, ο οποίος έχει δίκαιο σχεδόν σε όλα όσα έχει πει (γέλια) ότι η δουλειά παράγει περισσότερη δουλειά. Οταν δουλεύεις, σου έρχονται ακόμα περισσότερες ιδέες. Οταν έκανα ταινίες μυθοπλασίας, δεν είχα καμία έμπνευση (γέλια), αλλά με τα κινηματογραφικά δοκίμια και το video, όλα πήραν μια σειρά και από τότε δουλεύω ασταμάτητα.
Σκηνή από το «Mozart in Love» του 1975
Θεωρείτε ότι οι πρώτες σας ταινίες μυθοπλασίας είναι ένας μακρινός πρόγονος των ανεξάρτητων ταινιών των 90’s και του mumblecore;
Του mumblecore όχι, αλλά όλες οι ταινίες μου ήταν ανεξάρτητες παραγωγές, στις οποίες το σενάριο ήταν πολύ προσεκτικά γραμμένο και τα πλάνα προσχεδιασμένα στην εντέλεια, δεν ξέρω δηλαδή κατά πόσο έχει τόσα πολλά κοινά αισθητικά στοιχεία με αυτό που έχουμε συνηθίσει να λέμε ανεξάρτητος κινηματογράφος.
Μία από τις ταινίες σας εκείνης της περιόδου, το Chain Letters, είχε συμμετάσχει στο διαγωνιστικό τμήμα του Σάντανς το 1986. Πώς αισθάνεστε για τα κινηματογραφικά φεστιβάλ και τον συναγωνισμό ανάμεσα στις ταινίες; Υπάρχει νόημα σ’ αυτό;
Φυσικά υπάρχει νόημα, όταν κερδίζεις (γέλια) Κι όταν χάνεις, υπάρχει νόημα φυσικά. Εχω κερδίσει 1-2 βραβεία κατά καιρούς, αλλά αυτό δεν αλλάζει τη ζωή σου. Δεν κάνει πιο εύκολη τη χρηματοδότηση της επόμενης ταινίας σου. Αλλά είναι όπως όλα τα πράγματα στη ζωή υποθέτω. Το να κερδίζεις σε κάνει χαρούμενο και το να χάνεις λυπημένο.
Λυπάμαι για όλους όσοι βλέπουν ταινίες μόνο σε τηλέφωνα, τάμπλετ και υπολογιστές. Ακόμα κι εγώ που είμαι απαίσιος θεατής (γέλια) και στο σπίτι σταματάω συνέχεια τις ταινίες που βλέπω, καταλαβαίνω πως αυτός δεν είναι ο σωστός τρόπος να βλέπεις μια ταινία. Αυτή η κατάτμηση σε απομακρύνει από την έννοια της τέχνης και τη λειτουργία της που είναι να βυθίζεσαι σε αυτή.»
Σκηνή από το «Postcards» του 1990
Πώς προέκυψε η μετάβαση από τη μυθοπλασία στο κινηματογραφικό δοκίμιο;
Για δώδεκα χρόνια ήμουν ανενεργός, αλλά πάντα ασχολιόμουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο με το σινεμά, έγραφα γι’ αυτό. Οταν μου πρότειναν από μία ιστοσελίδα να σκηνοθετήσω ένα δοκίμιο, αντί να το γράψω, σκέφτηκα να το δοκιμάσω. Επρεπε να πάρω καινούργιο υπολογιστή για να το κάνω, είμαι πολύ τεχνοφοβικός (γελια), και στην αρχή απελπίστηκα γιατί μου πήρε τρεις εβδομάδες πώς να μάθω να το χρησιμοποιώ. Αλλά μόλις έμαθα πώς να το κάνω, όλα τα άλλα ήταν εύκολα.
Η διακειμενικότητα των ταινιών σας δείχνει βαθειά γνώση του μέσου. Αλήθεια πόσες ταινίες έχετε δει;
Οχι τόσες όσες το έργο μου σας παραπλανά ότι έχω δει (γέλια). Βλέπω όσες χρειάζονται για το κάθε θέμα μου. Οι νέες γενιές βλέπετε πολύ περισσότερες ταινίες, ειλικρινά δεν ξέρω πού βρίσκετε το χρόνο. Εγώ είμαι πολύ αργός θεατής.
Θεωρείτε ότι έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια ο τρόπος που βλέπουμε ταινίες;
Είναι τελείως διαφορετική εμπειρία να βλέπεις κάτι σε μεγάλη οθόνη. Το να πηγαίνεις σινεμά είναι κοινωνικό γεγονός, στο σπίτι ή στον υπολογιστή η εμπειρία αυτή εξατομικεύεται, γίνεται ιδιωτική. Εχω κάνει αρκετό μοντάζ στη ζωή μου για να ξέρω ότι σε κάποιες σκηνές έχει σημασία το μέγεθος της οθόνης στην οποία προβάλλεται μια ταινία, αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητα υπέρ της μίας εκδοχής ή της άλλης, ούτε ισχύει για όλες τις ταινίες. Λυπάμαι όμως για όλους όσοι βλέπουν ταινίες μόνο σε τηλέφωνα, τάμπλετ και υπολογιστές. Ακόμα κι εγώ που είμαι απαίσιος θεατής (γέλια) και στο σπίτι σταματάω συνέχεια τις ταινίες που βλέπω, καταλαβαίνω πως αυτός δεν είναι ο σωστός τρόπος να βλέπεις μια ταινία. Αυτή η κατάτμηση σε απομακρύνει από την έννοια της τέχνης και τη λειτουργία της που είναι να βυθίζεσαι σε αυτή.
Σκηνή από το «Rock Hudson's Home Movies» του 1992
Ας μιλήσουμε για το πρώτο από τα δύο εμβληματικά σας έργα, το Rock Hudson’s Home Movies. Ο τρόπος που ανατέμνετε κι επαναπροσδιορίζετε σημειολογικά τις εμφανίσεις του Ροκ Χάντσον στην μεγάλη οθόνη είναι αποκαλυπτικός.
Αρχικά η ταινία είχε διάρκεια μόνο είκοσι λεπτά. Επίσης δεν ενδιαφερόμουν για τον Ροκ Χάντσον ως ηθοποιό, είχα δει μόνο μερικές από τις ταινίες του, αλλά ως ένα πολιτισμικό φαινόμενο, επειδή ήταν ένας από τους πρώτους διάσημους ομοφυλόφιλους κι επίσης ένα από τα πρώτα διάσημα θύματα του AIDS. Με ενδιέφερε η κατασκευή του ειδώλου και το πώς η σεξουαλικότητά του ενυπήρχε στις ταινίες του, όσο κι αν τα στούντιο και η δημόσια εικόνα του την απέκρυπταν. Αυτό που ήθελα να καταδείξω είναι η «χολιγουντοποίηση» της εικόνας.
Μήπως τελικά αυτό που μας προσδιορίζει είναι η εικόνα που έχουν οι άλλοι για εμάς;
Και ναι και όχι. Αυτό που νομίζουν οι άλλοι για εμάς δεν αγγίζει τον πυρήνα μας, κάποια πράγματα που θεωρούμε ότι είναι η ουσία μας. Αυτό που νομίζω πως είσαι εσύ στα δέκα λεπτά που σε ξέρω, σίγουρα δεν είσαι εσύ, επομένως υπάρχει πάντα κάτι περισσότερο από τη δημόσια εικόνα μας, αυτό όμως μένει και αξίζει να αναλυθεί ως προς τη διαδικασία που χτίζεται.
Σκηνή από το «From the Journals of Jean Seberg» του 1995
Τι σας ενέπνευσε για τη δεύτερη χρονικά πιο διάσημη ταινία σας, το «From The Journals of Jean Seberg»;
Αγαπούσα ανέκαθεν την Τζιν Σίμπεργκ και το «Με Κομμένη την Ανάσα» είναι μια αγαπημένη μου ταινία. Με γοήτευσαν πολλά γεγονότα από την τραγική ζωή της. Το γεγονός ότι πάλεψε με δύο κουλτούρες, το ότι έκανε μια ακτιβιστική καριέρα κι ότι ξέρουμε πλέον με αποδείξεις ότι το FBI την στοχοποίησε και την κυνήγησε καθ’ολη τη διάρκεια της καριέρας της. Ηταν επίσης μια γυναίκα που καταστράφηκε από διάφορους χειριστικούς κι εξουσιαστικούς άντρες που συνάντησε στη ζωή της.
Αυτή η τελευταία διάσταση την κάνει τραγικά επίκαιρη στις μέρες μας με όλη αυτή τη συζήτηση για τις γυναίκες στη βιομηχανία του θεάματος. Πιστεύετε ότι θα αλλάξει ποτέ η θέση των γυναικών και ο τρόπος της απεικόνισής τους;
Φοβάμαι πως ο σεξισμός θα είναι αναπόφευκτος για αρκετά χρόνια ακόμα. Δέκα χιλιάδες χρόνια αντιλήψεων δεν θα αλλάξουν εν μία νυκτί. Ακόμα και σήμερα είναι σπάνιο να δεις μια ταινία στην οποία η γυναίκα παρουσιάζεται σφαιρικά και ολοκληρωμένα. Είναι σημαντικός όμως ο αγώνας που γίνεται με το #metoo και τα φεμινιστικά κινήματα.
Η νέα γενιά δεν θεωρεί τόσο σημαντικό γεγονός το να πηγαίνει σινεμά όπως το θεωρούσαμε εμείς. Από την άλλη δεν ξέρω τι άλλο θα μπορούσε να το αντικαταστήσει. Οι ταινίες και η κινούμενη εικόνα καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της πολιτιστικής παραγωγής τον τελευταίο αιώνα. Μπορεί οι επόμενες γενιές να βρουν κάτι που θα το αντικαταστήσει.»
Σκηνή από το «Sergei / Sir Gay» του 2017
Eχετε εγκαταλείψει εδώ και πάνω από μια δεκαετία την Αμερική και ζείτε στο Παρίσι. Eπαιξαν ρόλο οι πολιτικές εξελίξεις στην απόφασή σας;
Νομίζω πως το να μετακομίσω στο Παρίσι ήταν η πιο σοφή απόφαση που πήρα ποτέ. (γέλια) Παρακολουθώ συνεχώς τις εξελίξεις στη χώρα μου, αλλά με αυτόν τον μανιακό που έχουμε μπλέξει ακόμα κι αυτό είναι δύσκολο. Εγώ έφυγα στα χρόνια της διακυβέρνησης του Μπους και εξακολουθώ να μη μετανιώνω για την απόφαση που πήρα, το αντίθετο μάλιστα. Ούτε έχω κάποια νοσταλγία. Μόνο τη θλίψη ότι έχασα τη χώρα μου, όταν εξελέγη ο Τραμπ. Αλλά δεν βλέπω happy end σ’ αυτή την ιστορία.
Ας γυρίσουμε λοιπόν στις δικές σας ιστορίες που είναι σίγουρα πιο ευχάριστες. Οι τελευταίες σας ταινίες είναι κινηματογραφικά δοκίμια μικρού μήκους, τα οποία αναλύουν είτε λιγότερο γνωστές φυσιογνωμίες του παγκόσμιου σινεμά, όπως ο Τζον Γκάρφιλντ, η Ντέμπρα Πάτζετ και ο Μαρσέλ Ντάλιο, είτε συγκεκριμένες θεματικές στην ιστορία του κινηματογράφου, όπως οι σημειολογικοί κώδικες του φιλμ νουάρ ή τα εμβληματικά ζευγάρια του κλασικού Χόλιγουντ. Πώς αποφασίζετε τα θέματα των ταινιών σας;
Καταρχάς πρέπει να με κεντρίσει κάτι από τη ζωή ενός συγκεκριμένου ηθοποιού για να ασχοληθώ μαζί του. Μια λεπτομέρεια, ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, κάτι. Πρέπει να υπάρχει ένα σημείο καμπής, κάτι που να σχετίζεται με το γενικότερο κοινωνικοπολιτικό συγκείμενο της εποχής του. Η λίστα του Μακάρθι, πχ, ή το Ολοκαύτωμα. Πχ ο Ντάλιο ήταν πάντα ο Εβραίος όταν γύριζε ταινίες στην Γαλλία και πάντα ο Γάλλος όταν πήγε στο Χόλιγουντ. Έζησε μια διπλή ζωή κι έκανε διπλή καριέρα. Στο Χόλιγουντ έπαιζε πάντα σκοτεινούς τύπους επειδή ήταν κοντός, μελαχρινός και Εβραίος. Ακόμα και στις ταινίες του Ρενουάρ, στα δύο αριστουργήματά του, τον Κανόνα του Παιχνιδιού και τη Μεγάλη Χίμαιρα, προσδιορίζεται ξεκάθαρα και αναφέρεται ρητά η φυλετική του ταυτότητα ως Εβραίου. Στην Αμερική έβρισκε συνεχώς δουλειές σε δεύτερους ρόλους που πάλι τόνιζαν την καταγωγή του από τη Γαλλία, πχ στην Καζαμπλάνκα.
Σκηνή από το «The Double Life of Paul Henreid» του 2017
Αυτό με οδηγεί στην ερώτηση για την πολιτιστική ηγεμονία του Χόλιγουντ και στην αφομοίωση στοιχείων και συντελεστών από άλλες χώρες με συνέπεια την ομογενοποίησή τους.
Νομίζω πως είναι αμφίδρομη η διαδικασία. Η Αμερική είναι η μόνη χώρα που έχει αποικήσει τον πλανήτη και όλοι θέλουν πλέον να μιμηθούν τον αμερικανικό τρόπο ζωής, ακόμα και στις ταινίες. Η αντίστροφη διαδικασία ήταν πιο επιλεκτική. Το Χόλιγουντ πήρε συγκεκριμένους ανθρώπους από άλλες χώρες, κυρίως ευρωπαϊκές, χωρίς ωστόσο να αφομοιώσει κάποιο από τα ιδιαίτερα πολιτισμικά τους χαρακτηριστικά. Υπήρξε μία Γκρέτα Γκάρμπο και μία Iνγκριντ Μπέργκμαν, αλλά δεν υπήρξε κάποιο στοιχείο από τον πολιτισμό της Σουηδίας που αναδείχθηκε, αντιθέτως αυτές «αμερικανοποιήθηκαν». Δεν ήταν οι μόνες, το δοκίμασαν με πολλές ηθοποιούς, αλλά τις περισσότερες φορές δεν πέτυχε.
Πιστεύετε ότι το σινεμά είναι μια τέχνη που πεθαίνει;
Δεν ξέρω, το μόνο σίγουρο είναι πως πεθαίνει εδώ και πολλά χρόνια (γέλια). Η αλήθεια είναι ότι σίγουρα δεν παίζει τον ίδιο ρόλο που έπαιζε μέχρι πρόσφατα. Η νέα γενιά δεν θεωρεί τόσο σημαντικό γεγονός το να πηγαίνει σινεμά όπως το θεωρούσαμε εμείς. Από την άλλη δεν ξέρω τι άλλο θα μπορούσε να το αντικαταστήσει. Οι ταινίες και η κινούμενη εικόνα καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της πολιτιστικής παραγωγής τον τελευταίο αιώνα. Μπορεί οι επόμενες γενιές να βρουν κάτι που θα το αντικαταστήσει.
Ποια θα θέλατε να είναι η παρακαταθήκη του έργου σας;
Αναφορικά με τις πρώτες μεγάλου μήκους ταινίες μου, τις μυθοπλαστικές, θα ήθελα να επανεκτιμηθούν. Μου είπαν πρόσφατα ότι στο Μπρούκλιν ένας κινηματογράφος έκανε αφιέρωμα στις πρώτες έξι ταινίες μου με επιτυχία και χάρηκα πολύ. Oσον αφορά τα κινηματογραφικά μου δοκίμια, νομίζω πως η αγάπη μου και οι γνώσεις μου για το σινεμά τα κάνουν να ξεχωρίζουν από υπόλοιπες αντίστοιχες δουλειές. Πάντα φανταζόμουν ότι όλες αυτές οι ταινίες της δεύτερης περιόδου συνθέτουν όλες μαζί ένα μεγάλο αφήγημα για την ιστορία του κινηματογράφου και ίσως κάποτε θα πρέπει να προβληθούν έτσι.
Δείτε εδώ μια σκηνή από το «The Scenic Route» του Μαρκ Ράπαπορτ: