Το ντεμπούτο του Μαρσέλο Μαρτινέσι είναι εντυπωσιακό.
Οχι μόνο για τη θαρραλέα ιστορία που αφηγείται, γεννημένη μέσα από τα σπλάχνα μιας χώρας σε ελεύθερη πτώση, με ανθρώπους που προσπαθούν να κρατηθούν από οτιδήποτε, είτε αυτό είναι η τάξη τους, είτε μια αγκαλιά σε ένα κρεβάτι που λούζεται από το φως. Αλλά κυρίως γιατί δεν είναι καθόλου προφανές πως ένας άνδρας μπορεί να κατανοήσει με τέτοιο τρόπο τις γυναίκες, να τις κλείσει έξω από την επιρροή οποιασδήποτε ανδρικής φιγούρας και να τις αφήσει να αφηγηθούν τη δική τους ιστορία ενηλικίωσης, επιβίωσης, αυτοδιάθεσης.
Με την ταινία του να έχει κερδίσει ήδη τρία βραβεία στο 68ο Φεστιβάλ Βερολίνου (Αργυρή Άρκτος Καλύτερης Γυναικείας Ερμηνείας / Αργυρή Αρκτος Alfred Bauer Κινηματογραφικής Πρωτοπορίας / Βραβείο Διεθνούς Ενωσης Κριτικών Κινηματογράφου) και τη Χρυσή Αθηνά στο 24ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας, ο Μαρσέλο Μαρτινέσι είχε μιλήσει στο Flix λίγο μετά την πρώτη προβολή της ταινίας στη Berlinale.
Για τη χώρα του, το σκοτάδι μέσα από το οποίο πρέπει να αναζητάς πάντα το φως, για τις γυναίκες της ζωής του και το σινεμά της Λατινικής Αμερικής που όλοι ξεχνούν ότι μπορεί να περιλαμβάνει και την Παραγουάη.
To σινεμά της Παραγουάης μοιάζει με αυτό της Ελλάδας. Ολοι περιμένουν να κάνεις μια ταινία για την οικονομική κρίση, όπως ακριβώς συμβαίνει και στη χώρα σας. Οταν, λοιπόν, θέλεις να κάνεις κάτι διαφορετικό, είναι πολύ δύσκολο να βρεις χρηματοδότηση. Ημασταν πολύ τυχεροί, βρήκαμε τους καλύτερους συνεργάτες. Μια ομάδα ανθρώπων που δεν ενδιαφέρθηκαν για το τι περιμένει η αγορά από μια ταινία από την Παραγουάη, αλλά για την ταινία που ήθελα να κάνω.
Ηθελα η ταινία να είναι η ιστορία δύο γυναικών σε κάθε σημείο αυτού του κόσμου. Η πολιτική κατάσταση στην Παραγουάη ήταν το δικό μου κίνητρο να αφηγηθώ αυτήν την ιστορία. Και αυτό έχει να κάνει με το γεγονός πως η χώρα κυβερνείται παραδοσιακά από μεγαλοπατέρες. Ανδρικές φιγούρες, συχνά από τα σώματα του στρατού, που κυβερνούν τη χώρα εδώ και δεκαετίες. Τριάντα χρόνια πριν αυτό σταμάτησε. Ξεκίνησε μια αλλαγή που στην πραγματικότητα δεν οδήγησε πουθενά. Και όλα αυτά τα χρόνια που το σινεμά της Παραγουάης ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτο, ήταν τα σκοτεινά χρόνια μέσα στα οπoία έπρεπε να βρούμε διέξοδο. Σήμερα η Παραγουάη κυβερνείται από οικονομικές φράξιες, από εμπόρους ναρκωτικών, από τα μέσα. Κάθε ευκαιρία για να αλλάξει το πολιτικό σκηνικό επιβεβαίωνε πως η κοινωνία δεν είναι έτοιμη για κάτι τέτοιο. Ετσι κι εγώ σταμάτησα να ασχολούμαι και να αναλύω την πολιτική κατάσταση και έστρεψα το βλέμμα μου στην κοινωνία.
Αν θέλουμε να αλλάξουμε κάτι, πρέπει να αλλάξουμε τον τρόπο με τον οποιό σκεφτόμαστε. Γι' αυτό το λόγο έκανα τις «Κληρονόμους», μια ιστορία που δείχνει ακριβώς αυτό. Ο,τι μπορεί να αλλάξει, θα αλλάξει επειδή πριν έχουμε αλλάξει εμείς οι ίδιοι.
Ηθελα να δουλέψω με γυναίκες που ανήκουν σε μια ανώτερη τάξη. Γιατί ήξερα πως θα γνώριζαν πως να κινηθούν, πώς να συμπεριφερθούν και επίσης μίλησα μαζί τους πολύ για τις εμπειρίες τους. Φυσικά και γνώριζα πράγματα και από την παιδική μου ηλικία. Ο δίσκος που φέρνει η Τσικίτα στην Τσέλα είναι κάτι που γνωρίζω. Ενας δίσκος που συμβολίζει την ασφάλεια, γιατί περιέχει όλα τα πράγματα που χρειάζεται δίπλα της, αλλά την ίδια στιγμή συμβολίζει και τα όρια. Αυτά είναι όλα όσα μπορεί να έχει στη διάθεσή της. Ξέρω πολλές γυναίκες που μοιάζουν με τις ηρωίδες μου. Ηθελα η ταινία να μην λειτουργήσει ως αλληγορία, αλλά να κινηθεί πάνω στο δέρμα αυτών των γυναικών και αυτό ήταν κάτι που δούλεψα πολύ στο σενάριο. Αλλά και στο γύρισμα, όπου γυρίσαμε την ταινία σε χρονολογική σειρά, ακριβώς για να αφήσουμε χώρο στις ηρωίδες μου να νιώσουν τη συνέχεια των χαρακτήρων τους.
Η δύναμη της ταινίας βρίσκεται σε αυτά που δεν δείχνει. Οταν γράφω δεν θέλω να ακολουθήσω τις συμβατικές σεναριακές συνταγές. Οι ταινίες που μου αρέσουν περισσότερο είναι αυτές που βάζουν το θεατή να σκεφτεί. Αν ο θεατής θέλει να θεωρήσει πως δύο γυναίκες που είναι μαζί στο κρεβάτι είναι φίλες ή αδελφές και όχι λεσβίες, τότε τον αφήνω να το πιστεύει. Μου αρέσουν οι σχέσεις που δεν είναι καθαρές, με τη συμβατική έννοια. Οπως στα «Πικρά Δάκρυα της Πέτρα φον Καντ» του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ ή στην «Ερωτική Θύελλα» του Τζον Κασσαβέτη όπου το κεντρικό ζευγάρι είναι ένας άντρας και η αδερφή του. Δεν είμαι στρατευμένος, παρά μόνο για το σινεμά στο οποίο πιστεύω.
Με ενδιέφερε η γενιά των λεσβιών που μεγάλωσαν μέσα στην καταπίεση των δεκαετιών του '60 και του '70. Αναπόφευκτα εσωτερίκευσαν την ομοφοβία του συστήματος. Οι ηρωίδες μου δεν είναι ακτιβίστριες, ούτε μοντέρνες λεσβίες που αγωνίζονται για τα δικαιώματά τους. Ερχονται από μια κοινωνία που έπρεπε να μεγαλώσουν παίζοντας ρόλους, γιατί κανείς δεν τις δεχόταν γι' αυτό που ήταν. Η Παραγουάη είναι μια ομοφοβική χώρα. Μια γυναίκα γερουσιαστής κατηγόρησε την ταινία ότι προωθεί τον ομόφυλο έρωτα. Από αυτό μπορείτε να καταλάβετε τι βιώνει η κοινότητα στην Παραγουάη καθημερινά.
Στην Παραγουάη των παιδικών μου χρόνων, υπήρχε μόνο ένας τρόπος να είσαι άντρας. Να καταταγείς στο στρατό ή να ανήκεις στην καθολική εκκλησία. Αυτό δεν σου επιτρέπει να είσαι ο εαυτός σου. Πολλοί από εμάς μεγαλώσαμε με δανεικές ταυτότητες. Σε μια μάτσο κοινωνία όπως είναι αυτή της Παραγουάης, όλοι περιμένουν από τον άνδρα να έχει όλες τις απαντήσεις. Και αυτό είναι καταπιεστικό. Κανείς δεν μας διδάσκει να διασκεδάζουμε με τις αμφιβολίες, τις απορίες μας.
Ολες οι γυναίκες στην ταινία θα μπορούσαν να είναι η οικογένειά μου. Τις αγαπώ, αν και δεν μπορώ να τις κατανόησω. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί συμπεριφέρονται έτσι, αλλά προσπαθώ να μπω στον κόσμο τους, να μπορέσω να συνυπάρξω μαζί τους.
Δεν γνωρίζω πολλά για το λατινοαμερικάνικο σινεμά. Στην Παραγουάη δεν φτάνουν οι ταινίες, ούτε από τις γειτονικές χώρες. Δεν έχω δει τις ταινίες του Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο, παρά μόνο όσες μπορώ να βρω σε υπηρεσίες streaming. Σίγουρα νιώθω πολύ πιο κοντά σε δημιουργούς που ασχολούνται με το περιθώριο στις χώρες της Λατινικής Αμερικής, παρά με το συμβατικό σινεμά απ' όπου κι αν προέρχεται. Περιμένω περισσότερο τη νέα ταινία του Λαβ Ντιάζ, απ' όσες πρωταγωνιστούν στα Οσκαρ κάθε χρόνο.
Το σινεμά δεν είναι μοχλός αλλαγής, αλλά μπορεί να βοηθήσει στο να σκεφτούμε την αλλαγή. Κατά τη διάρκεια της ταινίας συμμετείχα στη δημιουργία της πρώτης δημόσιας τηλεόρασης στη χώρα, η οποία σταμάτησε με το πραξικόπημα του 2012. Σε εκείνο το σημείο ένιωσα ότι δεν θα μπορέσουμε ποτέ να αλλάξουμε τίποτα. Και έτσι ξεκίνησα με ορμή και οργή να γράφω την ταινία. Σίγουρος πως αν δεν μπορούμε να αλλάξουμε την πραγματικότητα, ίσως μπορούμε να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε. Το σινεμά δεν είναι μοχλός αλλαγής, αλλά μπορεί να βοηθήσει στο να σκεφτούμε την αλλαγή. Ισως μια ταινία σαν τις «Κληρονόμους» μπορεί να διαλύσει τις προκαταλήψεις και να χτυπήσει το συντηρητισμό.