Το εσωτερικό ενός όμορφου, ψηλοτάβανου, αριστοκρατικού σπιτιού, απαλά φωτισμένου από τα μισάνοιχτα παντζούρια. Ενα μάτι κρυφοκοιτάζει από τη σχισμή της πόρτας, στο σαλόνι, όπου ασημένια μαχαιροπίρουνα και κρυστάλλινα ποτήρια είναι αραδιασμένα στο τραπέζι της τραπεζαρίας και στον μπουφέ. Οσο η Τσέλα παρατηρεί το βιος της να πωλείται σε αδιάκριτους αγοραστές, προστατευμένη πίσω από την πόρτα, η σύντροφός της, η Τσικίτα, πιο γήινη, πιο δυναμική, κρατά τον έλεγχο της κατάστασης, της επιβίωσης.
Λίγες ταινίες έχουν ασχοληθεί μ' αυτό το γυναικείο σύμπαν (οι άνδρες απουσιάζουν σχεδόν ολοκληρωτικά απ' αυτό εδώ το φιλμ): των γυναικών γύρω στα εξήντα, χωρίς παιδιά να τις φροντίσουν, χωρίς την οικονομική ασφάλεια με την οποία μεγάλωσαν, εξαιτίας κρίσης και χρεών, που προσπαθούν να διατηρήσουν όχι μόνο τα καθημερινά τους έξοδα, αλλά και την αξιοπρέπειά τους. Στο κινηματογραφικό του ντεμπούτο, ο Μαρσέλο Μαρτινέσι από την Παραγουάη, επιδεικνύει μια απρόσμενη διορατικότητα, μια ελεύθερη πρόσβαση στη γυναικεία ιδιοσυγκρασία, με τη συναισθηματική νοημοσύνη που καταρρίπτει τα στεγανά φύλου και ηλικίας. Και γεμίζει βραβεία: στην Berlinale Αρκτος Καλύτερης Γυναικείας Ερμηνείας, Αρκτος Κινηματογραφικής Πρωτοπορίας, Βραβείο FIPRESCI, στις Νύχτες Πρεμιέρας Χρυσή Αθηνά Καλύτερης Ταινίας, πρόταση της Παραγουάης για το Οσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας.
Οι δικές του ηρωίδες είναι οι αντι-κληρονόμοι. Μέλη της μεγαλοαστικής τάξης της Παραγουάης - η Τσέλα κυρίως, γιατί η καπάτσα Τσικίτα έχει λαϊκότερες καταβολές - αντί για εξασφαλισμένες κι επιθυμητές, βρίσκονται μπροστά στο χάσμα, όπου τίποτε απ' ό,τι θεωρούσαν δεδομένο δεν ισχύει και κανείς δεν τις θέλει στ' αλήθεια. Καθώς τα χρέη τους αυξάνονται κι από το κράτος εκλαμβάνονται ως κακούργημα, η Τσικίτα πρόκειται να μπει για αόριστο διάστημα στη φυλακή, φροντίζοντας να τακτοποιήσει την Τσέλα με τ' απαραίτητα: μια καινούρια εσωτερική υπηρέτρια, τον απογευματινό της δίσκο αυστηρά δομημένο, με αναψυκτικό με πάγο, νερό χωρίς πάγο, ένα μπουκάλι αλκοόλ, τα χάπια της. Μια επίφαση κανονικότητας και ελέγχου, όταν όλα έχουν ήδη καταστραφεί.
Ο Μαρτινέσι κινηματογραφεί την ταινία του με ευαισθησία κι εσωστρέφεια: κανένα γενικό πλάνο, μόνο περιορισμένες ματιές στο σύμπαν των γυναικών και πολλά κοντινά: στα ζωισμένα σώματα, τα περιποιημένα ρούχα, τα μεταξωτά μαντήλια στο λαιμό, τα γεμάτα συστολή και απορία μάτια της Τσέλα. Ολα λουσμένα σ' ένα αχνό, σκονισμένο καλοκαιρινό φως, χωρίς ζωντάνια, αλλά γεμάτο αναμνήσεις.
Από τη φορτική γειτόνισσα, την υπερήλικη, απολαυστική Πιτούκα που κάθε μέρα φορά τα μπιζού της και πηγαίνει να βρει τις φίλες της για χαρτάκι - δίνοντας απρόσμενα στην Τσέλα μια διέξοδο ανεξαρτησίας, μια και ξεκινά να δουλεύει ως σωφέρ της - ως τη νεότερη Αντζι, σαρκική, σύμβολο της επιθυμίας αλλά και μιας ταπεινότερης αυτοδιάθεσης, το σύμπαν των «Κληρονόμων» είναι στελεχωμένο από γυναίκες στα πρόθυρα ελεύθερης πτώσης. Αν ο Μαρτινέσι επιλέγει ένα λεσβιακό ζευγάρι για ν' αφηγηθεί την ιστορία του, αυτό είναι για να στοχεύσει στη μοναξιά της τρίτης ηλικίας τους, φιλτράροντάς τη μέσα από την ταξική ανισότητα μιας κοινωνίας που αλλάζει πρόσωπο. Αν η Τσικίτα μπαίνει στην πολύβοη, γυναικεία φυλακή για χρέη, η Τσέλα παίρνει, σιωπηλά, το τιμόνι της δικής της ζωής, μιας άλλης φυλακής δεκαετιών, γενεών, κοινωνικών επιταγών και κρυστάλλινων ποτηριών.
Μπορεί η ταινία κατά στιγμές, στο κέντρο της, να μοιάζει ελαφρά παρατεταμένη, μπορεί η πρωτοεμφανιζόμενη Ανα Μπρουν ως Τσέλα να δείχνει κατά στιγμές μια μονοδιάστατη απορία στο βλέμμα της, αυτά ωστόσο είναι ελάχιστες αδυναμίες, σε μια πρώτη ταινία φτιαγμένη με ψυχή, οξυδέρκεια, αγάπη και θάρρος, με μια νέα ματιά στο παλιό, μια δροσερή τόλμη προς το παρωχημένο, μια αίσθηση ελευθερίας εκεί όπου την περιμένεις λιγότερο: στη φυλακή των παραδόσεων και της ρουτίνας. Μια ταινία που σπάει τις συμβάσεις, χωρίς θόρυβο.