Βετεράνος του Βιετνάμ που πάσχει από μετατραυματικό σύνδρομο αϋπνίας, βρίσκει δουλειά ως ταξιτζής νυχτερινής βάρδιας στην μητροπολιτική ζούγκλα της Νέας Υόρκης. Με το τιμόνι κλειδωμένο προς τον αναπόφευκτο νευρικό κλονισμό, θα μετατραπεί από σιωπηλός παρατηρητής του περιθωρίου, σε παράφρονα εκδικητή και αιματοβαμμένο Μεσσία.
Τέσσερις δεκαετίες μετά, και οι στοιχειωμένες μεταμεσονύχτιες περιπλανήσεις του Τράβις Μπικλ παραμένουν αμείωτα εφιαλτικές, αγέραστα επίκαιρες, αξεπέραστα γοητευτικές. Στην τέταρτη ταινία της καριέρας του, ο Σκορσέζε κινηματογραφεί την, πραγματική πρωταγωνίστρια, Νέα Υόρκη σαν αυτοκινητιστικό δυστύχημα: βρώμικα, βίαια, τραυματικά, αλλά με μία δαιμονισμένη αναγκαιότητα στη σύλληψη των εικόνων που δεν σου επιτρέπει να μην κοιτάξεις.
Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του '70, με το Βιετνάμ να έχει κερδίσει στη ρωσική ρουλέτα το αμερικανικό όνειρο, και τους πολιτικούς να προσπαθούν χυδαία να πουλήσουν νέες, μετά-Γουότεργκεϊτ υποσχέσεις σ’ έναν ανεπίστρεπτα λαβωμένο λαό. Ο Τράβις Μπικλ δε διαφέρει σε τίποτα από τον κάθε περιφρονημένο βετεράνο, στις πλάτες του οποίου έχει φορτωθεί το κυβερνητικό έγκλημα. Ο Σρέιντερ τον τοποθετεί στην Νέα Υόρκη, κι ο Σκορσέζε αναλαμβάνει να ρίξει τον μεγενθυτικό φακό του πάνω σε όσα απαρτίζουν μια χώρα, για τη σημαία της οποίας κάποιος παραλίγο να χάσει τη ζωή του, και συμβιβάστηκε χάνοντας το μυαλό του.
Με την αμαρτωλή τζαζ του Μπέρναρντ Χέρμαν στο σάουντρακ να δίνει το ελεγειακό τέμπο, και τους ατμούς των υπονόμων να καθρεφτίζονται στις νυχτερινές γυαλάδες της φωτογραφίας του Μάικλ Τσάπμαν, το κίτρινο ταξί στο οποίο εγκλωβιζόμαστε ως ακούσιοι επιβάτες αρχίζει την καθοδική πορεία του στο νεοϋορκέζικο κολαστήριο: ντίλερς, πόρνες, νταβατζήδες, ντρόγκα, βία, σαπίλα. Ενα πολύχρωμο, εφιαλτικό τσίρκο παρελαύνει από το καθρεφτάκι του Ταξιτζή κι ο Σκορσέζε το φωτίζει με νέον, το κινηματογραφεί ως 70s αστικό γουέστερν, και, κυρίως, το αποτυπώνει μέσα με την υποκειμενική απόγνωση του αντιήρωά του - με ωμά, παρανοϊκά, λάγνα slow motion.
Η βοή των κακόφημων δρόμων ανελέητη, η σιωπή της ψυχωτικής μοναξιάς του Μπικλ, εκκωφαντική. «Are you talkin’ to me? You talkin’ to me? ‘Cause, I’m the only one here». Κανείς δεν υπάρχει στ’ αλήθεια για να τον ακούσει σ’ αυτή την πόλη των 10 αποξενωμένων εκατομμυρίων και στις αξημέρωτες νύχτες της.
Δύο γυναίκες στα μάτια του συμβολίζουν τη λύτρωση. Η μία, άπιαστη ξανθιά πολιτική ακτιβίστρια, θα μπορούσε να τον σώσει από το σκοτάδι – να τον κάνει πολίτη της άλλης, «γιάπικης» Νέας Υόρκης, κομμάτι της «υγιούς» μέρας. Η άλλη, ανήλικη Μαρία Μαγδαληνή, θα μπορούσε να του επιτρέψει να τη σώσει – να τον εξιλεώσει σε περήφανο τέκνο μίας Αμερικής που συγχωρεί, αποδέχεται και υποδέχεται πίσω τους ήρωές της.
O Ρόμπερτ Ντε Νίρο, στη δεύτερή του συνεργασία με τον Σκορσέζε, ανοίγει το κλουβί κι απελευθερώνει το αγρίμι της υποκριτικής του δεινότητας: ρουφά την απόγνωση του ήρωα, της επιτρέπει να σιγοβράζει σε βλέμματα και σιωπές, προδίδει την μανία και την εμμονή σε μικρές λεπτομέρειες στους ξάγρυπνους διαλόγους και σε κλεφτά χαμόγελα, κι όταν έρχεται η ώρα να κοιταχτεί στον καθρέφτη, γίνεται η έκρηξη μεγατόνων. Μπορεί η σεκάνς της αιματοχυσίας να πραγματώνεται κάτω από το φως του ήλιου, αλλά ο Ντε Νίρο έχει βυθίσει τον ήρωά του στο απόλυτο σκοτάδι: οργή, αποστροφή, χάσιμο. Ενα αιματοβαμμένο δάχτυλο στην σκανδάλη.
Τριανταπέντε χρόνια μετά και αυτό το μεταμοντέρνο για την εποχή του film noir, αυτό το εγκλωβισμένο στα όρια μιας πόλης road movie, αυτό το σκορσεζικό βίαιο μελόδραμα συνεχίζει να γράφει στο ταξίμετρο της κινηματογραφικής ιστορίας - σε μια κούρσα με σπασμένα τα φρένα, από την οποία κανένας μας δε θέλει να κατέβει.