Ο Κέβιν Κλάιν είναι μία παράδοξη περίπτωση ηθοποιού. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την υποκριτική του στόφα, την σαιξπηρική του προπαίδεια, το μεγάλο του ταλέντο. Τα έχει αποδείξει όλα σε 5 δεκαετίες καριέρας στο θεατρικό σανίδι και την μεγάλη οθόνη. Εχει παίξει εμβληματικούς ρόλους («Η Εκλογή της Σόφι», «Cry Freedom», «Η Παγοθύελλα »), έχει κερδίσει Οσκαρ («Ενα Ψάρι που το Ελεγαν Γουάντα»), μάς έχει κάνει να γελάσουμε («In & Out», «French Kiss», «Wild Wild West»), να συγκινηθούμε («Life as a House», «Grand Canyon»), να ανατριχιάσουμε («The Big Chill»).
Αυτή η τελευταία ταινία έχει μεγαλώσει πολύ κόσμο. Γενιές και γενιές ανθρώπων που μπροστά στην κινηματογραφική παρέα των Γκλεν Κλόουζ, Τομ Μπέριντζερ, Γουίλαμ Χαρτ, Τζεφ Γκόλντπλαμ και Κέβιν Κλάιν, ένιωσαν την ανακούφιση για τη δική τους ζωή. Τα μεγάλα σχέδια της νιότης που δεν βγαίνουν ακριβώς όπως τα φαντάστηκες, την αποτυχία του αμερικανικού ονείρου κι, ακόμα χειρότερα, την αποκαθήλωση όσων εσύ προσωπικά πίστευες, του εαυτού που πίστευες με βεβαιότητα ότι θα γίνεις.
Μετά τα 90ς όμως, ο Κλάιν κάπου εξαφανίστηκε - ή τουλάχιστον, οι επιλογές του έπαψαν να εντυπωσιάζουν. Ψευτοκωμωδίες, όχι τόσο δυνατά δράματα, κάποιες σκόρπιες εμφανίσεις που δεν άφησαν το στίγμα τους. Βέβαια για όλα αυτά μπορεί να ευθύνεται το γεγονός ότι ο 67χρονος (!) ηθοποιός και αμετανόητος Νεοϋορκέζος δούλευε αδιάκοπα στο θέατρο, σε ασυμβίβαστα πρότζεκτς που πολλές φορές σκηνοθετούσε και έκανε ο ίδος την παραγωγή. Το σινεμά το είχε λίγο στην άκρη. Ισως και για βιοπορισμό.
Για έναν περίεργο λόγο όμως εσύ χαίρεσαι κάθε φορά που τον βλέπεις στην μεγάλη οθόνη - με αυτό το ζεστό, οικείο χαμόγελο, το δαιμόνιο βλέμμα και την ικανότητά του να αυτοσαρκαστεί τόσο γοητευτικά αστεία, ή να σοβαρέψει, να τσαλακωθεί, να μειώσει την απόσταση συγκίνησης από την οθόνη στο κάθισμά σου. Οχι, ο Κέβιν Κλάιν μπορεί να μην πέρναγε στη δεκάδα των καλύτερων ηθοποιών της ιστορίας του σινεμά. Ομως, πιθανολογούμε, ότι βρίσκεται σε πολλές λίστες προσωπικών αγαπημένων.
Μία ευκαιρία συνέντευξης μαζί του λοιπόν για την επιστροφή του στην μεγάλη οθόνη με το «Ενα Σπίτι στο Παρίσι» (την κινηματογραφική μεταφορά του «My Old Lady» του Iσραελ Χόροβιτς) μας ενθουσίασε. Ανήκουμε σε όσους έχουν σε βινύλιο το soundtrack της «Μεγάλης Ανατριχίλας» (και το έχουν λιώσει), σε βιντεοκασέτα την ταινία (και δεν ξέρουν που είναι). Σε αυτούς που την είδαν με την παρέα τους στην μεγάλη οθόνη και πέρσι την ξαναείδαν με την παρέα τους σε DVD - όλοι μια αγκαλιά, στο πάτωμα, στα χαλιά, μιξοκλαίγοντας.
Διαβάστε ακόμα: «The Big Chill» reunion!
Και χτυπά το τηλέφωνό μας και ο Κέβιν Κλάιν είναι από την άλλη πλευρά της γραμμής. Τι του λες; Τίποτα. Κάνεις επαγγελματικά τις ερωτήσεις σου για την νέα του ταινία. Του ζητάς να σχολιάσει την κατάντια του σινεμά, τον ρωτάς αν είναι αισιόδοξος, αν η δουλειά του τού έχει γίνει περισσότερο συνήθεια παρά λόγος να σηκώνεται το πρωί από το κρεβάτι. Κι αυτός απαντά, γελά, αυτοσαρκάζεται αλλά και στέκεται σ' ένα τόσο ζεστό, intellectual, καλλιεργημένο, πολυεπίπεδο μεγαλείο που σε κάνει να κλείνεις το τηλέφωνο με ένα τεράστιο χαμόγελο και με μεγάλη ανατριχίλα...
Κύριε Κλάιν πώς προέκυψε αυτό το πρότζεκτ; Αληθεύει ότι μία δεκαετία πριν σας είχε γίνει η πρόταση να ερμηνεύσετε στο θέατρο το ομώνυμο έργο και μάλιστα στα γαλλικά;
Γνώρισα τον Ισραελ Χόροβιτς πριν από δύο χρόνια σ' ένα καφέ στο Παρίσι. Ημουν τυχαία εκεί και πέρασα από το τραπέζι του στη διαδρομή για την τουαλέτα. Εκείνος ήταν σε επαγγελματικό ραντεβού για να κλείσει την κινηματογραφική μεταφορά του «My Old Lady» στο σινεμά. Δεν τον ήξερα φυσιογνωμικά, δεν είχαμε ποτέ γνωριστεί. Απλώς άκουσα έναν άνθρωπο να αναφωνεί «αυτόν θέλω για το ρόλο του Ματίας» την ώρα που προσπερνούσα. Είναι αστείο. Από την άλλη, ίσως και εν αγνοία του Ισραελ δεν τον ρώτησα ποτέ, μού είχε ξαναγίνει πρόταση να παίξω το ρόλο στα γαλλικά δέκα χρόνια πριν. Ενας πολύ τολμηρός Γάλλος παραγωγός με είχε ακούσει τότε να δίνω κάποιες συνεντεύξεις στα γαλλικά και με είχε δει σε ταινίες να μιλάω ελάχιστα γαλλικά, οπότε πίστεψε ότι θα μπορούσα να σταθώ στο σανίδι για δυο ώρες στα γαλλικά. Αρνήθηκα χωρίς δεύτερη σκέψη. Μου ήταν αδιανόητο ότι θα μπορούσα να ερμηνεύσω το έργο στην αυθεντική του γλώσσα. Σήμερα, που τα γαλλικά μου είναι πολύ καλύτερα, μπορεί και να το έκανα.
Ο «Ματίας» θυμίζει τους χαρακτήρες που σας αρέσει συνήθως να παίζετε: αρχικά αντιπαθής , αλαζονικός, εξυπνάκιας – τόσο όμως αφοπλιστικά ειλικρινής, τόσο επίπονα αυτοσαρκαστικός που σταδιακά σε κερδίζει. Εσείς τι είδατε στο ρόλο που σας προκάλεσε;
Ο Ματίας είναι ένας από τους πιο αντιπαθείς χαρακτήρες που έχω ποτέ παίξει στη ζωή μου. Νομίζω ότι το προσπαθεί, ή μπορεί και να του βγαίνει φυσικά, δεν είμαι σίγουρος. Πάντως είναι ένας πολύ δυσάρεστος άνθρωπος, δε θέλεις να είσαι δίπλα του. Αυτό που με γοήτευσε στο σενάριο ήταν το ύφος του: ξεκινά με μία κωμική υπόσχεση, νομίζεις ότι θα δεις άλλη ταινία, εξελίσσεται όμως σε κάτι πολύ σκοτεινό. Είναι ωραία πρόκληση για έναν ηθοποιό να περπατά την λεπτή γραμμή ανάμεσα στην κωμωδία και την τραγωδία. Σου δίνει την αφορμή να κάνεις πολλά πράγματα. Ο Ματίας είναι αστείος, είναι μορφωμένος, είναι γρουσούζης, είναι εκφραστικός, είναι ένας βαθιά τραυματισμένος άνθρωπος. Δεν είναι κάποιος που συμπάθησα - δεν μπορούσα να ταυτιστώ με το γεγονός ότι ακόμα κουβαλούσε τόσο πόνο κι ότι ακόμα στα 57 του χρόνια κατηγορούσε άλλους, τους γονείς του, για την κατάντια του. Στην προσωπική μου ζωή δεν μου αρέσει να παίζω το θύμα. Ο Ματίας νιώθει θύμα. Εγώ ταιριάζω περισσότερο με το χαρακτήρα της Μάγκι Σμιθ που θα έλεγε «ωρίμασε επιτέλους, στάσου στα πόδια σου, ξεπέρασέ το!»
Διαβάστε ακόμα: η κριτική του Flix για το «Ενα Σπίτι στο Παρίσι»
Πράγματι, η ταινία ξεκινά σαν κομεντί αλλά τελικά αποκαλύπτεται: θα σου μιλήσει για όλα τα τραύματα που μπορεί να κουβαλάς από την παιδική σου ηλικία, ακόμα κι αν έχεις πάψει εδώ και δεκαετίες να είσαι παιδί. Εμείς, ως θεατές, βλέποντας μία τέτοια ταινία παίρνουμε το ερέθισμα για έναν εσωτερικό διάλογο. Εσείς, ως ηθοποιός, χρησιμοποιείτε την τέχνη σας ως ψυχοθεραπεία; Επιλέγετε ρόλους που σας αναγκάζουν να αντιμετωπίσετε τα δικά σας θέματα;
Είναι βέβαιο ότι η δουλειά μας στηρίζεται στην ενδοσκόπηση. Τους ρόλους τους βρίσκεις μέσα σου, όχι στις μανιέρες. Δεν είναι θέμα λογικής επεξεργασίας οι ερμηνείες. Σκάβεις και ανασύρεις τις δικές σου, καμιά φορά πολύ κρυφές, πολύ ιδιωτικές εμπειρίες. Μετά φυσικά «ερμηνεύεις», που σημαίνει ότι υπερβάλεις. Με τη συγκεκριμένη ταινία ωστόσο δεν είχα ιδιαίτερα πατήματα, γιατί ανήκω στους τυχερούς ανθρώπους που πέρασαν ευτυχισμένη παιδική ηλικία. Χθες το πρωί όμως περπατούσα στην Νέα Υόρκη κι ένα ζευγάρι, θα πρέπει να ήταν και οι δύο πάνω από 60 χρονών, με σταμάτησαν και βουρκωμένοι με ευχαριστούσαν για την ταινία. «Ετσι είναι, ξέρετε» μου είπαν. «Είμαστε για πάντα τα λάθη των γονιών μας». Συγκλονίστηκα. Το σινεμά λοιπόν είναι ψυχοθεραπεία, ναι. Οχι μόνο για τους θεατές αλλά και για εμάς τους ηθοποιούς, για τους σεναριογράφους. Ενας διάσημος σεναριογράφος μού είχε εξομολογηθεί ότι η δουλειά του τον κρατάει λογικό. Σε αναγκάζει να βάλεις τους δαίμονές σου επί τάπητος, οπότε και να τους αντιμετωπίσεις.
Αλλάζει καθόλου η διαδικασία με τα χρόνια; Για παράδειγμα, κι ο ρόλος σας στην «Μεγάλη Ανατριχίλα» είχε να κάνει με ενδοσκόπηση, με τη συμφιλίωση με το παρελθόν. Οταν ήσασταν νεότερος αφήνατε τους ρόλους να σας κλονίζουν περισσότερο ή λιγότερο;
Νομίζω πως έχει να κάνει περισσότερο με το που σε συναντάνε οι ρόλοι της ζωής σου. Οχι απαραίτητα με την ηλικία, αλλά με το τι περνάς εκείνη την εποχή. Είσαι καλά, είσαι ισορροπημένος, είσαι δυνατός, έχεις λύσει κάποια θέματα; Αν όχι, μπορεί ένας ρόλος να σε συγκλονίσει συθέμελα. Η «Μεγάλη Ανατριχίλα» ήταν ιδιαίτερη περίπτωση γιατί ήμουν κι εγώ στην ηλικία των ηρώων και το θέμα των καιρών ήταν η μετάβαση από τα πολύ επαναστατικά 70ς στα συμβιβασμένα 80ς. Ολοι κάναμε τότε την αυτοκριτική μας – τι πιστεύαμε κάποτε, αν αυτό μπορεί να επιβιώσει, ποιος ήμουν, ποιος έγινα, το επέλεξα ή απλά μου συνέβη; Το πέρασμα των χρόνων σου χαρίζει μία άλλη σιγουριά στα βήματά σου. Από την άλλη, όταν είσαι νέος έχεις άγνοια κινδύνου. Μεγαλώνοντας, τρομάζεις με διαφορετικό τρόπο. Πάντως, αν κάτι έχει νόημα σ' αυτή τη ζωή, είναι να επιλέγεις όσα σε τρομάζουν – στο σινεμά, στο θέατρο, στις σχέσεις σου.
Οι ερμηνείες στην ταινία είναι το μεγάλο της ατού. Στην ταινία συμπρωταγωνιστείτε με δύο μεγάλες κυρίες του σινεμά και του θεάτρου. Μιλήστε μας λίγο για τη δεύτερη αυτή συνεργασία σας με την Κρίστεν Σκοτ Τόμας και αν από κοντά η Μάγκι Σμιθ είναι τόσο αξιολάτρευτη όσο δείχνει...
(σκάει στα γέλια). Η Μάγκι Σμιθ «αξιολάτρευτη»; Η Μάγκι είναι πολλά πράγματα, αλλά το «αξιολάτρευτη» δεν είναι η πρώτη λέξη που μου έρχεται στο μυαλό.
Τι να κάνω; Θεωρώ αξιολάτρευτο τον ευφυή σαρκασμό...
Ναι, κι εγώ το ίδιο. Η συνεργασία μου με την Κρίστεν ήταν υπέροχη. Από την πρώτη φορά που παίξαμε μαζί, στο «Life as a House», καταλάβαμε ότι είχαμε μία κοινή αντίληψη των πραγμάτων, ένα παρόμοιο σεβασμό αλλά κι ένα πολύ ταιριαστό χιούμορ. Γελάμε πολύ με την Κρίστεν κι αυτό κάνει το γύρισμα απολαυστικό – ειδικά σε μία τόσο δραματική ταινία, με αρκετές σκηνές αντιπαράθεσης που αδειάζουν τις μπαταρίες σου. Η Μάγκι από την άλλη πλευρά είναι... εμπειρία. Δεν μπορείς να ξεπεράσεις εύκολα ποια έχεις απέναντί σου. Αυτό τον θρύλο που έχει παίξει «Οθέλλο» δίπλα στον Λόρενς Ολίβιε, που έτρεχες μικρός να δεις στο θέατρο, που σου ανατίναζε το μυαλό. Στέκεσαι δίπλα της στο δωμάτιο όμως και, ακόμα κι αν το φαντάζεσαι, δεν μπορείς να πιστέψεις την ωστική της ενέργεια. Εχει μία παρουσία που επιβάλλεται ακόμα κι όταν είναι ακίνητη, αμίλητη. Το χιούμορ της δε, είναι τόσο στεγνό, τόσο πανέξυπνο, τόσο σαρκαστικό. Πραγματικά «αυτοκρατορικό». Λαμπερή, έντονη, παρούσα. Η Μάγκι Σμιθ είναι «Grande Dame» με όλη τη σημασία της λέξεως.
Μπορείτε να σχολιάσετε λίγο το ψευδώνυμο με το οποίο έχετε ταυτιστεί τα τελευταία χρόνια: «Kevin Kline /Kevin Decline» (σ.σ. «Ο Κέβιν που απορρίπτει προτάσεις»). Εχετε παίξει όλα τα είδη, δεν έχετε σνομπάρει τις κομεντί, δεν έχετε αρνηθεί ταινίες εποχής ή και μιούζικαλ ακόμα, όμως η βιομηχανία σας θεωρεί δύσκολο. Εχετε τη φήμη ότι αρνείστε συνεχώς ρόλους και προτάσεις...
Δεν έχω ιδέα πώς προέκυψε αυτή η φήμη. Κάποιος έκανε το λογοπαίγνιο κι... έμεινε! Προσωπικά τη θεωρώ υπερβολική. Κάθε ηθοποιός αρνείται πράγματα, δεν είμαι ο μόνος. Πρέπει να είσαι επιλεκτικός. Ενας ατζέντης με τον οποίο συνεργαζόμουν για 40 χρόνια με έπαιρνε τηλέφωνο με μία πρόταση και μου έλεγε «πρέπει να το κάνεις, θα γίνει τεράστια εμπορική επιτυχία!» Και του απαντούσα ότι είχε δίκιο, το έβλεπα κι εγώ ότι θα γινόταν επιτυχία, αλλά όχι δε θα το έκανα. Δεν με ενδιέφερε καθόλου, θεωρούσα ότι ήταν μία αρπαχτή κι απεθυνόταν σε ανθρώπους με ανύπαρκτο IQ. Δεν ισχυρίζομαι φυσικά ότι η εμπορική επιτυχία δεν με ενδιαφέρει. Θεωρώ ότι υπάρχουν πανέξυπνα blockbusters και εξίσου ηλίθιες ανεξάρτητες ταινίες που θέλουν να σου πουλήσουν τη στάμπα της avant garde κουλτούρας, ενώ είναι ένα δήθεν... τίποτα! Απλώς, θα ήθελα ακόμα και τα blockbuster που μου απευθύνονται να έχουν τα συστατικά εκείνα που δε θα με κάνουν να ντρέπομαι. Κάποτε ένας σκηνοθέτης μου εξομολογήθηκε τη συζήτησή του με έναν διευθυντή στούντιο. Του είχε απερίφραστα πει: «οι ήρωες της ταινίας σου είναι πολύ έξυπνοι για ένα τόσο μεγάλο blockbuster!» Και είναι αλήθεια – έτσι σκέφτονται στο Χόλιγουντ. Μακριά από εμάς οι έξυπνοι, οι πολύπλοκοι χαρακτήρες, θα χάσουμε εισιτήρια! Είναι θλιβερό...
Ποια είναι λοιπόν αυτά τα συστατικά που σας κάνουν να δεχθείτε ένα ρόλο, να πείτε ναι σε μία ταινία;
Να κινητοποιεί το μυαλό μου, τις αισθήσεις μου, να με ξυπνά. Το σενάριο, το κείμενο, ο λόγος είναι η αρχή των πάντων. Για να το πω απλά: ακόμα κι αν πρόκειται για μια απλή ιστορία, το μόνο που με ενδιαφέρει είναι «έχει νόημα να τη διηγηθώ;» Θα πρότεινα σε κάποιον να την ακούσει; Αυτό που αναγνωρίζω, και ίσως συνδέεται με τη φήμη μου ως σνομπ, είναι ότι είμαι κακομαθημένος. Πριν ακόμα γυρίσω την πρώτη μου ταινία είχα μία 10ετή προϋπηρεσία στο θεάτρο, όπου έπαιζα κυρίως κλασσικό ρεπορτόριο – Τσέχωφ, Σαίξπηρ, Τζορτζ Μπέρναρντ Σο. Οταν έχεις έρθει αντιμέτωπος με τέτοιου επιπέδου κείμενα, δεν μπορείς εύκολα να κοιμήσεις το κριτήριό σου στην αβάσταχτη σαχλαμάρα του Χόλιγουντ.
Ολοκληρώσατε τα γυρίσματα του «Ricki and the Flash» του Τζόναθαν Ντέμι;
Μόλις χθες!
Πώς ήταν η συνεύρεσή σας ξανά με την Μέριλ Στριπ;
Οπως τη φαντάζεστε. Εξαιρετική, εμπνευσμένη, με μεγατόνους ταλέντου να σε κρατάνε σε εγρήγορση κι άφθονο γέλιο. Είμαστε φίλοι βέβαια με την Μέριλ, όλα αυτά τα χρόνια. Πλέον, οικογενειακοί φίλοι. Αν βρίσκετε στην Νέα Υόρκη θα φάμε μαζί, τα παιδιά μας γνωρίζονται, πηγαίνουμε θέατρο μαζί. Οπότε έχουμε διατηρήσει ζεστή τη χημεία μας και δεν μας ήταν δύσκολο. Για να είμαστε σωστοί βέβαια, μετά την «Εκλογή της Σόφι» συνυπάρξαμε ξανά στο «A Prairie Home Companion» του Ρόμπερτ Αλτμαν. Αλλά δεν είχαμε ούτε μία κοινή σκηνή...
Σε μία πρόσφατη συνέντευξή μας με τον Αλεξάντερ Πέιν, μάς είχε πει κάτι πολύ ενδιαφέρον: ότι το Χόλιγουντ πια έχει γεμίσει από blockbuster ή μικρές, ανεξάρτητες, πολλές φορές αυτιστικές ταινίες. Συμφωνείτε; Πιστεύετε ότι το είδος του «Big Chill», της «Παγοθύελλας» ή οποιαδήποτε ταινία ανθρωποκεντρικού ενδιαφέροντος έχει πεθάνει;
Δεν το είχα σκεφτεί έτσι. Είναι πολύ ενδιαφέρον αυτό που λέει ο Αλεξάντερ. Πάντα όμως αυτού του είδους οι ταινίες είχαν μεγάλη δυσκολία να πραγματοποιηθούν. Το ξέρετε ότι τότε κανείς δεν ήθελε το «Big Chill»; Ξέρετε από πόσα στούντιο περάσαμε; Από πόσους παραγωγούς; Κανείς. Ηταν θαύμα το ότι τελικά έγινε και κανείς μας δεν περίμενε να γίνει επιτυχία. Απλά ανακουφιστήκαμε μετά από τόση ταλαιπωρία που καταφέραμε να την κάνουμε. Οπότε καταλαβαίνω την αγωνία του Αλεξάντερ, αλλά δεν είναι κάτι καινούργιο. Επίσης, να που γίνονται ταινίες σαν κι αυτές. Οι δικές του, πρώτα από όλα. Τον αγαπώ και τον θαυμάζω. Επίσης, φέτος το «Foxcatcher», για παράδειγμα. Τη ζήλεψα αυτή την ταινία. Υπέροχη...
Α, πάτε σινεμά λοιπόν!
Οχι όσο θα ήθελα, δυστυχώς. Επίσης πέρασαν πολλά χρόνια που πήγαινα με την οικογένεια, ως οικογενειακό entertainment των παιδιών και τότε όπως καταλαβαίνετε δεν έβλεπα τις ταινίες που πραγματικά ήθελα. Ομως μού έκανε πολύ καλό αυτή η εμπειρία. Εβλεπα τι κυκλοφορούσε εκεί έξω...
Μιλώντας για οικογένεια. Το «Ενα Σπίτι στο Παρίσι» έχει πολύ να κάνει με την μοναξιά και τον τρόμο της μοναξιάς. Εχετε δηλώσει σε παλιότερη συνέντευξή σας ότι «στα πρώτα βήματα της καριέρας ας δεν είχατε ζωή – απλώς δουλεύατε, τα δίνατε όλα στους ρόλους». Σήμερα είστε παντρεμένος, με μεγάλα πλέον παιδιά, το φάντασμα της μοναξιάς δεν σας απειλεί πλέον. Αυτή η ασφάλεια προχωρά τη δουλειά ενός ηθοποιού ή την ευνουχίζει; Πρέπει να συνεχώς να δίνει προτεραιότητα στην οικογένειά του και δεν μπορεί να αφοσιωθεί σε έναν ρόλο, ή η ασφάλεια που παίρνει από την τριγύρω του αγάπη τον απογειώνει;
Πολλή ενδιαφέρουσα ερώτηση κι αρκετά πολύπλοκη. Το έχω σκεφτεί πολλές φορές. Είναι αλήθεια ότι στα νιάτα μου η δουλειά μου ήταν η ζωή μου. Ζούσα μέσα από τους ρόλους. Επίσης ήταν εποχές που ο ηθοποιός δεν είχε ούτε την οικονομική ασφάλεια να σκεφτεί για σπίτι και οικογένεια, αλλά και η φύση της δουλειάς τον υποχρέωνε να ζει μία νομαδική, άστατη ζωή. Μια γύριζες μία ταινία εδώ, μία έπαιζες στο θέατρο εκεί. Μεγαλώνοντας, όταν παντρεύτηκα κι έκανα τα παιδιά μου η ηθοποιΐα πήρε τις σωστές της διαστάσεις: έγινε επάγγελμα. Δεν σημαίνει ότι δεν την αγαπώ ακόμα με πάθος, αλλά η αγάπη που έχω για την οικογενειά μου και παίρνω από την οικογένειά μου δεν συγκρίνεται, δεν μπαίνει καν στην ίδια περίμετρο. Αν αυτό σημαίνει ότι έχω χάσει ευκαιρίες, ρόλους και πρότζεκτς γιατί δεν μπορούσα λόγω οικογενειακών υποχρεώσεων, δεν το νομίζω, δεν ένιωσα ποτέ δεσμευμένος με την έννοια που κάτι σε εμποδίζει να πας μπροστά. Αντιθέτως, η οικογένειά μου μού έδωσε εμπειρίες ώστε να εμβαθύνω περισσότερο στους ρόλους, να δω τη ζωή μέσα από ένα άλλο, ουσιαστικότερο βλέμμα.
Οπότε, μετά από όλα αυτά τα χρόνια, τι σας κάνει να παραμένετε στην πρώτη γραμμή. Να ανεβαίνετε κάθε βράδυ στο σανίδι, ή να φεύγετε μήνες μακριά για ένα γύρισμα; Θα μπορούσατε και να τα παρατήσετε;
Οχι, δε θα τα παρατούσα. Νιώθω ότι έχω πολλά να δώσω και, κυρίως, να πάρω. Ξέρετε, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό αυτό που παίρνεις από αυτό το επάγγελμα, από όσα σου δίνει η «πραγματική» ζωή. Θα μπορούσα να το παρουσιάσω με τον αθλητισμό: έχεις ανάγκη να τεστάρεις τα όριά σου, παίρνεις μια διαφορετική χαρά κάθε φορά που σπας τα ατομικά σου ρεκόρ. Επίσης έχεις μεγάλη ανάγκη το χειροκρότημα της εξέδρας. Είναι αλήθεια: το παιδί σου μπορεί να σου πει κάτι, να σε αγκαλιάσει, να σε ξαφνιάσει και να νιώσεις μία ανείπωτη κι ανέλπιστη κι απερίγραπτη ευτυχία. Ομως, το χειροκρότημα στο σανίδι ή η αλήθεια μίας λήψης που βγήκε από την καρδιά σου είναι κάτι το οποίο κρατά την ψυχή σου ενυδατωμένη. Σε κάνει να αισθάνεσαι ζωντανός και ικανός να αντιμετωπίσεις τα πάντα.