Ο Ματίας έχει φθάσει στα 57 του χρόνια νιώθοντας πραγματικά ηττημένος: γάμοι που απέτυχαν, δουλειές που φαλήρισαν, πληγές του παρελθόντος που δεν επουλώθηκαν ποτέ. Από τον αποξενωμένο πατέρα του κληρονομεί ένα σπίτι στο Παρίσι και το θεωρεί ευκαιρία να αλλάξει τη ζωή του. Να το πουλήσει και να ξεκινήσει από την αρχή. Μόνο που υπάρχει ένα πρόβλημα: το σπίτι είναι κατειλημμένο από την επί δεκαετίες ένοικό του, την υπερήλικη πια Μαντάμ Ζιράρ και την στριφνή, 45χρονη κόρη της Κλόι. Και σύμφωνα με τη γαλλική νομοθεσία, δεν μπορεί να τις διώξει ούτε να πουλήσει το σπίτι. Θα του ανήκει μετά το θάνατο της ενοίκου. Αναγκαστικά πρέπει να συμβιώσουν, κάτι που φαίνεται αδιανόητο στον τυχοδιώκτη, σαρκαστικό Ματίας, αλλά ακόμα πιο ανυπόφορο στην φοβισμένη για τις προθέσεις του Κλόι. Μόνο η Μαντάμ Ζιράρ, στα τελευταία χρόνια της ζωής της, μοιάζει διαθετειμένη να κλείσει τους λογαριασμούς του παρελθόντος. Ακόμα κι αν αυτό απαιτεί μία σειρά από αποκαλύψεις που επιστρέφουν τον Ματίας στην παιδική του ηλικία και το μίσος για τον πατέρα του.
Ο διάσημος συγγραφέας Ισραελ Χόροβιτς κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο στο σινεμά με αυτή την κινηματογραφική διασκευή του δικού του βραβευμένου θεατρικού. Ενός έργου που ξεκινά ευχάριστα, ως κωμωδία καταστάσεων (ένας γοητευτικός loser απέναντι σε μία φλεγματική Μαντάμ που τον βάζει στη θέση του και φόντο το Παρίσι και οι ιδιοσυγκρασιακοί γαλλικοί νόμοι) για να καταλήξει σε σοβαρή, επώδυνη σε στιγμές, υπαρξιακή αντιπαράθεση. Για να χτίσεις τη ζωή σου από την αρχή, πρέπει να ανατινάξεις το σπίτι από τα θεμέλια και να αποτινάξεις όλα όσα σε κρατάνε πίσω: γιατί είσαι θυμωμένος με τον πατέρα σου ακόμα; Στα 57 σου χρόνια; Γιατί δεν μπορείς να κόψεις το λώρο με τη γριά μητέρα σου, αλλά παραμένεις να γερνάτε μαζί στο ίδιο σπίτι;
Αυτή η αλλαγή στο ύφος της ταινίας μπορεί να πιάσει απροετοίμαστο το κοινό που περιμένει να δει το «French Kiss 2» από τον Κέβιν Κλάιν, ή την Μάγκι Σμιθ να επαναλαμβάνει την μανιέρα του «Downton Abbey». Και η αλήθεια είναι ότι η θεατρικότητα της ιστορίας προδίδεται, όχι τόσο από τη δράση που επί το πλείστον συμβαίνει μέσα σε τέσσερις τοίχους, αλλά από τον βερμπαλισμό της ταινίας, το βάρος στους διαλόγους, το υποκριτικό μπραβάντο των ηθοποιών.
Αυτό το τελευταίο είναι και το μεγαλύτερο ατού του Χόροβιτς. Είναι πασιφανές ότι παρακολουθείς τρεις ηθοποιούς ζυμωμένους στη θεατρική τους παιδεία. Η Dame Σμιθ έχει αυτή τη δαιμονισμένη παρουσία, η Κρίστιν Σκοτ Τόμας τη γνωστή στιβαρή της ενέργεια, ο Κέβιν Κλάιν όμως την πιο δύσκολη δουλειά από όλους. Πρέπει να ισορροπήσει σ' ένα χαρακτήρα που ξεκινά ως γοητευτικός μπαγαπόντης και σταδιακά και γενναία απογυμνώνεται στον πραγματικό του καταθλιπτικό, αλκοολικό εαυτό. Ο Κλάιν γεμίζει το ποτήρι του Ματίας με κρασί και αδειάζει τη δική του χαρισματική ερμηνευτική στόφα, σώζοντας κάθε σκηνή.
Γιατί, δυστυχώς, οι σκηνές χρειάζονται σώσιμο. Η ιστορία του Χόροβιτς, οι ανατροπές, οι αποκαλύψεις της, η απαράδεκτα στρογγυλή της κάθαρση λειτουργούν ως κλισέ αφορμές για να πει όσα ένιωθε την αναγκαιότητα να πει για την ανθρώπινη φύση ο 75χρονος συγγραφέας στην καρδιά του έργου. Δεν είναι αρκετό. Αν στο θέατρο αυτό λειτουργεί, είναι γιατί η επαφή του κοινού με τον ηθοποιό και το κείμενο είναι άμεση και τα υπόλοιπα δευτερεύοντα ή περιττά. Στο σινεμά όμως οφείλεις να δείχνεις κι όχι να λες τόσα πολλά, να απογειώνεις κι όχι να βαραίνεις με διδακτισμούς την ατμόσφαιρα, να ανοίγεις τα παράθυρα και να μπαίνει αέρας κι όχι να εγκλωβίζεσαι στην οικειότητα ενός σπιτιού που μπορεί να έχει την ιστορία του αλλά μυρίζει γεροντική κλεισούρα.