Πρωτογνωρίσαμε τον Κάρολο Ζωναρά πριν χρόνια, στις Νύχτες Πρεμιέρας, όταν παρουσίασε τις μικρού μήκους ταινίες του, ως «Ελληνας της Διασποράς», μια και τότε ακόμα ζούσε μόνιμα στην Ιταλία. Το 2008, με την πρώτη του μεγάλου μήκους, τον «Γιο του Τσάρλυ», συγκέντρωσε γύρω του θαυμαστές που αγάπησαν την ταινία ως ένα cult εύρημα. Φέτος, ο Ζωναράς παρουσίασε στο 53ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, το νέο του φιλμ, το «Μπιγκ Χιτ», με πρωταγωνιστή τον Μελέτη Γεωργιάδη, μια μεταμοντέρνα κινηματογραφική σπουδή πάνω στο φιλμ νουάρ και συγκεκριμένα το «The Big Heat» του Φριτς Λανγκ. Λίγο μετά την προβολή του, ο Κάρολος Ζωναράς μίλησε στο Flix για το σινεμά που αγαπά και για τα μυστικά του «Μπιγκ Χιτ».
«Μπιγκ Χιτ» vs «Big Heat»
Το «Big Heat» του Φριτς Λανγκ μου άρεσε πολύ, είναι τόσο απλό να το πω. Αλλά γενικά έχω πολλές φορές δοκιμάσει να γράψω σενάρια, τα οποία να έχουν στ’ αλήθεια ενδιαφέρον και δε μου βγαίνει! Οταν αρχίσω να τα διαβάζω και βλέπω ότι για να φτιάξω κανονικούς ανθρώπους που μιλάνε κανονικά, σα να είναι, τάχα, η αλήθεια, δε μ’ αρέσει. Δε μου αρέσουν οι ταινίες που είναι «αληθινές», όπου παίζουν «πραγματικά», που λες, «ναι, σαν αλήθεια είναι αυτό». Εκτός βέβαια από τις κορυφαίες αμερικανικές ταινίες, όπου βλέπεις τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο, που και πάλι εκεί νομίζεις ότι βλέπεις κάτι αληθινό, που όμως δεν είναι. Οπότε αναγκαστικά αυτό με οδηγεί και στην επιλογή της ιστορίας. Ηθελα να κάνω κάτι με μια συγκεκριμένη φόρμα. Προτιμώ για παράδειγμα να κάνω ένα γουέστερν, όπου υπάρχουν κώδικες και κανόνες, μια ταινία που να υπακούει σε κάτι που προϋπάρχει, που αυτοαναφέρεται, που δηλώνει ότι αυτό είναι σινεμά, ότι δεν προσπαθεί να μιμηθεί την πραγματικότητα.
Το ντουμπλάζ
Το ντουμπλάζ έχει γίνει προκαταβολικά. Οι ηθοποιοί έκαναν δουλειά πριν το γύρισμα: το άκουγαν και το έπαιζαν. Το «χόρεψαν», να συγχρονιστούν με το στόμα και να ερμηνεύσουν με τις κινήσεις. Αυτή ήταν μια ιδέα που μου είχε έρθει από πολύ παλιά, αλλά επιπλέον το είχα δει στην πράξη απ’ την προηγούμενη ταινία, όταν έψαχνα να βρω τραβεστί. Είχα πάει στις Κούκλες κι εκεί παίζουν σε playback κομμάτια της Μαρίας Κάλλας και τα υποδύονται τραβεστί. Και το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικό, σκέφτεσαι, τι καταπληκτικές φωνές που έχουν! Το ντουμπλάζ κατ’ αρχήν βοήθησε γιατί κράτησε ένα στιλ που υπηρετούσε το κωδικοποιημένο κινηματογραφικό είδος. Είναι σαφές ότι η ταινία είναι σινεμά, δεν υπάρχει ένα βράχνιασμα, ένας βήχας, όλα είναι τέλεια. Πέρα απ’ αυτό, βοήθησε και για να γίνει η ταινία πολύ εύκολα. Οταν κάνω μια λήψη, εγώ τουλάχιστον, ακούω πρώτα: τα είπαν καλά; Η έκφραση είναι πιο πολύ στον ήχο, όχι στις μούτες. Ε, αυτό είχε λυθεί. Εγραψα πολλά, έκανα μοντάζ, για να καταλήξω σε ένα κλιπ ήχου για κάθε σκηνή, το οποίο το έδινα στους ηθοποιούς για να το παίξουν. Κι έτσι η ταινία έγινε σε τέσσερις βδομάδες ακριβώς.
Η παραγωγή
Ξοδεύτηκαν ελάχιστα χρήματα, οι συνεργάτες δεν πήραν τίποτα κι ο παραγωγός της ταινίας, ο Λευτέρης Δανίκας, βρήκε λύσεις εκπληκτικές. Το σπίτι του Βαρδακαστάνη, για παράδειγμα, είναι, στο εσωτερικό του, η Λέσχη Αξιωματικών, το εξωτερικό είναι στην Παιδόπολη στη Συγγρού, η διαδρομή προς τα εκεί είναι στο Κεφαλάρι, στο πρώην ξενοδοχείο Απέργη, το οποίο όμως δεν μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε γιατί τώρα έχει εμπορικές επιγραφές απ’ έξω. Ολα συντονίστηκαν εξαιρετικά, έγιναν πολύ εύκολα, ακόμα κι ο καιρός ήταν τέλειος, δεν έβρεξε ούτε μια φορά!
Μια ταινία για το κοινό
Πιστεύω ότι είναι μια ταινία που μπορεί να τη δει το κοινό – όχι με την έννοια του να βγει σε 15 αίθουσες, πρέπει να παιχτεί σε μια μικρή αίθουσα και να κρατήσει γι’ αρκετό καιρό, αυτό θα ήταν προτιμότερο, να φτιάξει τη φήμη της. Ελπίζω έτσι να πάνε τα πράγματα.
Διαβάστε περισσότερα για το «Μπιγκ Χιτ» του Κάρολου Ζωναρά
Δείτε εδώ το πλήρες πρόγραμμα προβολών του 53ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και βρείτε οδηγίες χρήσης για το Φεστιβάλ και μην ξεχνάτε να ενημερώνεστε από το ειδικό τμήμα του Flix που θα ανανεώνεται συνεχώς προκειμένου να σας μεταφέρει κάθε στιγμή τι συμβαίνει μέσα και έξω από τις αίθουσες του Φεστιβάλ.