Ο Εσκιλ Βογκτ είναι γνώριμος στο διεθνές σινεμά εδώ και χρόνια, απλώς όχι ως σκηνοθέτης: έχει ήδη υπογράψει δύο πολυβραβευμένα σενάρια για τον συμπατριώτη και φίλο του, Γιοακίμ Τρίερ, το «Οσλο, 31 Αυγούστου» και το «Reprise». Αυτή τη φορά, ωστόσο, παρουσιάζει την πρώτη δική του μεγάλου μήκους ταινία, το «Blind» / «Στο Σκοτάδι», την ιστορία μιας γυναίκας που τυφλώνεται κι αναγκάζεται να κοιτάξει… προς τα μέσα. Ενα εγκεφαλικό παιχνίδι με, παρεμπιπτόντως, εξαιρετικό σενάριο, μια καθηλωτική ταινία με τη βοήθεια της διεύθυνσης φωτογραφίας του Θύμιου Μπακατάκη, το «Blind» έκανε την πρεμιέρα του τον περασμένο Ιανουάριο στο Σάντανς, όπου βραβεύτηκε για το σενάριό της, βραβείο που απέσπασε και πριν λίγες μέρες στις 20ές Νύχτες Πρεμιέρας, έχοντας κάνει στο μεταξύ το γύρο του κόσμου μαζεύοντας θαυμάσιες κριτικές και τιμές. Με αφορμή την έξοδο του «Blind» στις ελληνικές αίθουσες, ο Εσκιλ Βογκτ μίλησε στο Flix για το αν, πράγματι, μια εικόνα είναι χίλιες λέξεις.
Διαβάστε εδώ τη γνώμη του Flix για το «Στο Σκοτάδι» του Εσκιλ Βογκτ
Πώς κάνεις μια ταινία όπου η κεντρική ηρωίδα δε βλέπει; Οσο έγραφα μια άλλη ταινία που σκόπευα να σκηνοθετήσω, διάβαζα ένα βιβλίο που έχει γράψει ένας φίλος μου, ο Τέριε Χόλτετ Λάρσεν, όπου ένας από τους ήρωες είναι τυφλός. Το κείμενο δεν προσφερόταν καθόλου για σινεμά, ήταν ένας εσωτερικός μονόλογος κάποιου που δεν μπορεί να δει, αλλά παρόλ’ αυτά δεν μπορούσα να το βγάλω απ’ το μυαλό μου. Οταν έβαλα το άλλο σενάριο κατά μέρος κι άρχισα να γράφω για κάποιον που χάνει την όρασή του, η ιστορία μου βγήκε αβίαστα. Μπορεί να μοιάζει αντι-κινηματογραφική, αλλά υπήρχαν τόσα πολλά ενδιαφέροντα, συναρπαστικά κι αστεία στοιχεία που χωράνε σε μια ταινία για κάποιον που δε βλέπει. Το σημαντικό ήταν ότι η ηρωίδα μου δε γεννήθηκε τυφλή. Εχασε την όρασή της αργότερα κι αυτό σήμαινε ότι είχε μια οπτική φαντασία και διαρκώς προσπαθούσε να εικονοποιήσει όσα βρίσκονταν γύρω της.
Πρέπει κανείς να σταματήσει να βλέπει, για να μπορέσει να σκεφτεί; Ναι, νομίζω ότι κατά κάποιον τρόπο έτσι είναι. Η δημιουργία αυτής της ταινίας μ’ έκανε να συνειδητοποιήσω την υπερβολική σημασία της εικόνας στη ζωή μας, πώς βομβαρδιζόμαστε διαρκώς από οπτικό υλικό στην τηλεόραση, στη διαφήμιση, online γενικότερα. Τίποτα δεν είναι πια φρέσκο στα μάτια μας, όλα γίνονται ήδη τετριμμένα και χρησιμοποιημένα πριν έχουμε καν την ευκαιρία να τα βιώσουμε εμείς οι ίδιοι. Η ταινία επιχειρεί να το σχολιάσει αυτό. Αλλά νομίζω ότι ταυτόχρονα εξηγεί πώς όταν δεν κοιτάζεις, οι σκέψεις σου παθαίνουν αμόκ. Η τυφλότητα δεν είναι ακριβώς η συνταγή για την ηρεμία του μυαλού…
Η επιλογή της Ελεν Ντόριτ Πέτερσεν για τον κεντρικό ρόλο. Η Ελεν ήταν η πρώτη που σκέφτηκα γι’ αυτόν το ρόλο. Θεώρησα ότι μπορούσε να χειριστεί αυτόν τον πολύ απαιτητικό τεχνικά ρόλο και, ταυτόχρονα, ότι είχε τη δύναμη και την οξυδέρκεια που μπορούσε να αναγάγει αυτήν την τυφλή γυναίκα σε κάτι περισσότερο από ένα θύμα της αδυναμίας της. Αλλά μια κι αυτή ήταν η πρώτη ταινία μου, ήμουν γεμάτος αμφιβολίες και, σα χαζός, έκανα οντισιόν σε εκατοντάδες άλλες ηθοποιούς, μόνο και μόνο για να επιβεβαιώσω την αρχική μου διαίσθηση: ότι η Ελεν ήταν η μία και μοναδική.
Οι περισσότερες ταινίες με τυφλούς ήρωες είναι τρομερά υπερβολικές. Οι άνθρωποι που κάποτε μπορούσαν να δουν δεν κοιτάζουν ακίνητα στο διάστημα, όπως έκανε ο Αλ Πατσίνο στο «Αρωμα Γυναίκας». Ετσι ήθελα η Ελεν να καλλιεργήσει μια πιο ρεαλιστική αίσθηση της τυφλότητας. Και δούλεψε για μήνες μ’ έναν ειδικό στην επαναπροσαρμογή των τυφλών, γνωρίστηκε με ανθρώπους που έχουν χάσει την όρασή τους, περπάτησε γύρω γύρω, με δεμένα τα μάτια, πέφτοντας πάνω σε πράγματα ώσπου τα πόδια της γέμισαν μελανιές. Η προετοιμασία της Ελεν γι’ αυτόν το ρόλο ήταν τόσο επιμελής, που στο τέλος η τυφλότητα απλώς υπήρχε, εκεί, στη γλώσσα του σώματός της, στις μικρές χειρονομίες. Η ερμηνεία της είναι, πολύ απλά, εντυπωσιακά αυθεντική. Το βλέμμα της κάπως μοιάζει με την απουσία της όρασης, παρότι μετακινείται κι εκφράζει συναισθήματα.
Η επιλογή του Θύμιου Μπακατάκη ως διευθυντή φωτογραφίας. Δεν είχα κάποιο μόνιμο συνεργάτη διευθυντή φωτογραφίας κι έτσι, όταν έφτασε η ευκαιρία να κάνω την πρώτη μου μεγάλου μήκους ταινίας, αφελώς ξεκίνησα την αναζήτησή μου από τα τοπ ονόματα της διεθνούς λίστας. Γνώριζα τον Θύμιο από την εντυπωσιακή δουλειά του στον «Κυνόδοντα» και το «Attenberg» κι έστειλα το σενάριο στον ατζέντη του, αλλά δεν είχα προσδοκίες, ειδικά επειδή ο Θύμιος είχε μόλις τελειώσει την πρώτη του αμερικανική ταινία. Αλλά μου απάντησε, είχε διαβάσει το σενάριο κι ήταν έτοιμος να πάρει το αεροπλάνο για Νορβηγία. Από εκείνη τη στιγμή, τον Θύμιο τον απασχολούσε περισσότερο να διερευνήσει το δικό μου μυαλό και να καταλάβει τι ήθελα, παρά να επιβάλλει το δικό του ύφος. Ο λόγος που μου προκάλεσε στην αρχή το ενδιαφέρον, ήταν λιγότερο οι εκπληκτικές συνθέσεις για τις οποίες έχει γίνει διάσημος και περισσότερο ο εξαιρετικά απλός και φυσικός τρόπος χρήσης του φωτός. Στις ταινίες όπου δουλεύει ως διευθυντής φωτογραφίας μπορεί αν συμβαίνουν τα πιο παράξενα πράγματα, αλλά χάρη στο φυσικό φωτισμό δε χάνουν ποτέ την επαφή με την πραγματικότητα. Αυτή η προσέγγιση του φωτός αποτέλεσε την αφετηρία γι’ αυτήν την ταινία κι από εκεί συνεχίσαμε.
Πόσο βασικό είναι για την επιτυχία μιας ταινίας το σενάριο; Ποτέ δε θεώρησα τον εαυτό μου αποκλειστικά σεναριογράφο. Αυτή είναι η πρώτη μου ταινία ως σκηνοθέτης, αλλά ανέκαθεν συνδύαζα τη συγγραφή με τη σκηνοθεσία και οι βασικές μου σπουδές είναι στη σκηνοθεσία. Για μένα, η σκηνοθεσία και το σενάριο είναι άρρηκτα συνδεδεμένα. Γράφεις όχι για να φτιάξεις ένα σενάριο, αλλά για να φτιάξεις μια ταινία. Σ’ ένα καλό σενάριο οφείλουν να υπάρχουν ξεκάθαρες σκέψεις για το πώς θα γίνει η ταινία, ήδη μέσα στο κείμενο. Η σκηνοθεσία ξεκινά με τις λέγεις στις σελίδες και το γράψιμο συνεχίζεται στη διάρκεια του γυρίσματος, του μοντάζ και του μιξάζ.
Η συμμετοχή του «Blind» σε τόσα διεθνή φεστιβάλ κάνει πιο εύκολη τη δεύτερη ταινία; Η ανταπόκριση μ’ έχει ενθουσιάσει! Δεν περνάει μια βδομάδα χωρίς κάποια πρόσκληση σ’ ένα φεστιβάλ, ή το λανσάρισμα της ταινίας σε μια νέα χώρα. Ξέρω πολύ καλά ότι είμαι τυχερός που το ζω όλο αυτό – ότι οι περισσότερες ταινίες πεθαίνουν μ’ έναν ήσυχο θάνατο τη μέρα μετά την πρεμιέρα τους. Κι η επιτυχία αυτής εδώ οπωσδήποτε θα με βοηθήσει να βρω χρηματοδότηση για την επόμενη. Αλλά, έχοντας αυτό ως δεδομένο, πρέπει να πω επίσης ότι όλα αυτά τα ταξίδια με την ταινία αποσπούν πολύ χρόνο από τα μελλοντικά πρότζεκτ. Με μια λιγότερο επιτυχημένη ταινία, μπορεί ήδη να είχα τελειώσει την επόμενη!
Η σκανδιναβική κινηματογραφική «κοινότητα». Το μεγαλύτερο μέρος της κινηματογραφικής παραγωγής στη Νορβηγία χρηματοδοτείται, με διάφορους τρόπους, από το κράτος. Είμαστε μια τόσο μικρή χώρα που αυτή είναι η μοναδική δυνατότητα για την παραγωγή ταινιών. Προσωπικά, δε διακρίνω πολλά κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ των Σκανδιναβών δημιουργών. Αυτό είναι μάλλον κάτι που φαίνεται καλύτερα απ’ έξω. Αλλά έχω μια στενή σχέση με τον Γιοακίμ Τρίερ, για προφανείς λόγους και νιώθω μια εγγύτητα με ανθρώπους σαν τον Ρούμπεν Οστλουντ του «Force Majeur» / «Τουρίστες».
Και τώρα τι; Εχω δυο σενάρια που δουλεύω, αλλά είμαι αργός στο γράψιμο… Παράλληλα συνεχίζω να γράφω με τον Γιοακίμ για τις δικές του ταινίες, τώρα ετοιμάζουμε το «Louder Than Bombs». Ο Γιακίμ κι εγώ είμαστε φίλοι από παλιά, ξεκινήσαμε να κάνουμε τις πρώτες μας μικρού μήκους ταινίες μαζί κι είναι για μένα μια πολυτέλεια να μπορώ να συνεχίζω αυτή τη σχέση και ταυτόχρονα να κάνω τη δική μου ταινία.
Tags: blind, στο σκοτάδι, εσκιλ βογκτ