
Είναι ένας από τους πιο αναγνωρισμένους σκηνοθέτες του Ισραήλ, παρότι ανέκαθεν υπήρξε αντικαθεστωτικός και μάλιστα λαλίστατος. Σήμερα, ο Εραν Ρίκλις μιλά για τη νέα του ταινία, το «Διαβάζοντας τη Λολίτα στην Τεχεράνη», βασισμένη στα απομνημνεύματα της Αζαρ Ναφισί, μιας καθηγήτριας αγγλικής λογοτεχνίας που εναντιώθηκε στο ισλαμικό κράτος στο Ιράν του '80 και αναλύει τις προκλήσεις της διασκευής, τις επιλογές καστ και τη σημασία της ατομικής φωνής μέσα σε ακραίες πολιτικές συνθήκες.
Τι σας τράβηξε προσωπικά σε αυτή την ιστορία και πώς οι δικές σας εμπειρίες ή η κοσμοθεωρία σας συσχετίστηκαν και συνδέθηκαν με το «Διαβάζοντας τη Λολίτα στην Τεχεράνη»;
Διάβασα το βιβλίο πολύ καιρό πριν, το 2009. Μου άρεσε πάρα πολύ. Ηταν αφού είχα ολοκληρώσει τις ταινίες «Η Λεμονιά» και «The Syrian Brides», που και οι δύο ασχολούνται με γυναίκες σε δύσκολες πολιτικές συνθήκες. Οταν διάβασα αυτό το βιβλίο, σκέφτηκα ότι είναι μια ιστορία που μπορώ να πω. Γιατί πέρα από το ότι είναι μια καλή ιστορία, είναι και μια ιστορία επίκαιρη παντού, όχι μόνο στο Ιράν. Και επειδή επικεντρώνεται σε επτά γυναικείους χαρακτήρες, είπα, είναι μια πρόκληση, αλλά μπορώ να την αναλάβω. Εκείνη την περίοδο όμως ήμουν πολύ απασχολημένος, οπότε την άφησα στην άκρη και επέστρεψα σε αυτή το 2016 ή 2017. Επικοινώνησα με τη συγγραφέα, την Αζαρ Ναφισί και τη ρώτησα ευθέως, «έχει νόημα για σένα να διηγηθεί ένας Ισραηλινός μια ιρανική ιστορία;» κι εκείνη μου απάντησε, «ναι, έχει απόλυτο νόημα για μένα και αγαπώ τις ταινίες σου». Πήγα και τη συνάντησα στην Ουάσιγκτον, συζητήσαμε και διαπιστώσαμε ότι βλέπουμε τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο. Μετά χρειάστηκα χρόνο για να βάλω την ταινία σε τροχιά, γιατί οι συνήθεις πηγές χρηματοδότησής μου, στη Γαλλία και στη Γερμανία, δεν ενδιαφέρθηκαν. Πριν τέσσερα χρόνια ήμουν στη Ρώμη και γνώρισα έναν Ιταλό παραγωγό. Μου είπε ότι ενδιαφερόταν να συνεργαστούμε, αν μπορούσα να γυρίσω την ταινία στη Ρώμη. Δεν ήταν εύκολη σκέψη, αλλά απάντησα ναι. Σε κάθε περίπτωση, όποια ιστορία, όπου στον κόσμο, μπορείς να την κάνεις δική σου κι αυτήν εδώ εγώ τη νιώθω πολύ προσωπική μου.
Δεν ήξερα ακόμα ότι ήθελα να γίνω σκηνοθέτης, αλλά ήξερα ότι ήθελα να αφηγούμαι ιστορίες. Ιστορίες για ανθρώπους που βρίσκουν τη φωνή τους σε περίπλοκες και σκληρές κοινωνίες. Αυτό έμεινε μαζί μου για όλη μου τη ζωή. Η ατομική φωνή μέσα σε σύνθετες πολιτικές καταστάσεις.»
Ποιες ήταν οι μεγαλύτερες προκλήσεις στη διασκευή των απομνημονευμάτων της Αζαρ Ναφισί, μια και δεν πρόκειται καν απλώς για ένα μυθιστόρημα, αλλά για ένα αυτοβιογραφικό κείμενο;
Οταν ήμουν 14 χρόνων έζησα για τρία χρόνια στη Βραζιλία, ο πατέρας μου ήταν διπλωμάτης και ζούσαμε στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Πήγαινα σε αμερικανικό σχολείο, ήμουν ένα νεαρό αγόρι από το Ισραήλ, λίγο επαρχιώτης. Τέλη δεκαετίας ’60 στη Βραζιλία: δικτατορία, οι Αμερικανοί πολεμούν στο Βιετνάμ, αλλά είναι και η εποχή που ξεκινούν πολλά κομμάτια της βραζιλιάνικης μουσικής που ξέρουμε σήμερα, Κάετανο Βέλοσο, Ζιλμπέρτο Ζιλ, όλοι αυτοί οι σπουδαίοι μουσικοί. Μια μέρα μπήκε η δασκάλα μας στην τάξη και μας είπε: «Οπως όλα τα παιδιά στον κόσμο, κάποια στιγμή θα μελετήσετε τον Ντοστογιέφσκι, το Εγκλημα και Τιμωρία, αλλά πριν από αυτό θέλω να διαβάσουμε ένα βιβλίο που λέγεται Στη Φωλιά του Κούκου. Ήταν αμερικανικό βιβλίο, σχεδόν άγνωστο τότε στη Βραζιλία, και με συγκλόνισε. Από τότε ένιωσα πως αυτές είναι οι ιστορίες που θέλω να αφηγηθώ. Δεν ήξερα ακόμα ότι ήθελα να γίνω σκηνοθέτης, αλλά ήξερα ότι ήθελα να αφηγούμαι ιστορίες. Ιστορίες για ανθρώπους που βρίσκουν τη φωνή τους σε περίπλοκες και σκληρές κοινωνίες. Αυτό έμεινε μαζί μου για όλη μου τη ζωή. Η ατομική φωνή μέσα σε σύνθετες πολιτικές καταστάσεις. Και σκέφτηκα ότι η ιστορία της Ναφισί είναι προσωπική, αλλά μπορείς να ταυτιστείς μαζί της όπου κι αν βρίσκεσαι, ιδίως σήμερα.
Πώς προσεγγίσατε το καστ και τη διαμόρφωση των γυναικών στον κύκλο της Ναφισί, ειδικά λαμβάνοντας υπόψη τις πολιτισμικές, ιδεολογικές και προσωπικές εντάσεις μεταξύ τους; Και συμπεριλαμβάνοντας δύο ηθοποιούς, την Γκολσιφτέ Φαραχανί και τη Ζαρ Αμίρ Εμπραχίμι, που πλέον έχουν διεθνή αναγνώριση;
Μου πήρε σχεδόν δύο χρόνια να κάνω το κάστινγκ γιατί πήρα μια βασική απόφαση, να επιλέξω μόνο Ιρανές ηθοποιούς. Φυσικά δεν μπορούσα να πάρω καμία ηθοποιό από το Ιράν, οπότε απευθύνθηκα σε Ιρανές εξόριστες, όπως η Γκολσιφτέ και η Ζαρ. Ενιωθα ότι έχω ανάγκη την κουλτούρα τους. Η Γκολσιφτέ είχε παίξει ήδη σε ταινία μου το 2017, στο «Shelter» και ήμασταν φίλοι. Μου είχε πει ότι από τότε που έφυγε από το Ιράν, το 2008-9, δεν είχε παίξει ποτέ σε ταινία στα φαρσί, γιατί ένιωθε ότι έπρεπε να κρατήσει συναισθηματική απόσταση. Τελικά δέχτηκε, λέγοντας όμως, εντάξει, αλλά σίγουρα δεν θα βρεις τα χρήματα. Οταν ένα χρόνο αργότερα της είπα ότι βρήκα χρηματοδότηση, γέλασε. Κάναμε ανάγνωση μέσω zoom και έβαλε τα κλάματα και της είπα, αφού κλαις, πρέπει να πεις ναι. Τη Ζαρ τη γνώρισα τον Μάρτιο του 2022 και ενθουσιάστηκα, αλλά δεν της το είπα αμέσως γιατί βρισκόμουν σε διαδικασία κάστινγκ σε Λονδίνο, Νέα Υόρκη και Λος Αντζελες. Τον Μάιο την είδα στις Κάννες, στο «Holy Spider» και σκέφτηκα, τι λάθος, έπρεπε ήδη να έχω υπογράψει μαζί της, τώρα θα κερδίσει το βραβείο ερμηνείας και θα γίνει πανάκριβη! Ετσι κι έγινε, αλλά τα καταφέραμε. Δουλεύω πολύ στενά με τις ηθοποιούς μου αλλά σέβομαι και το υπόβαθρό τους, αυτά που φέρνουν οι ίδιες στην ιστορία. Εφερα όλες τις γυναίκες και τους άντρες ηθοποιούς στη Ρώμη για δύο εβδομάδες πριν ξεκινήσουμε τα γυρίσματα, ώστε να κάνουμε πρόβες και συζητήσεις. Ενιωθα ότι αν αποτύγχανα στο καστ, δεν θα υπήρχε ταινία.
Δεν ζω σε φούσκα. Αλλά με αυτή την ταινία προσπαθώ να δείξω πόσο σημαντικό είναι να σεβόμαστε άλλες κουλτούρες, άλλους ανθρώπους και να φέρνουμε μια αλήθεια, μια ειλικρίνεια στη δουλειά μας. Πιστεύω ότι είναι σημαντικό να διατηρούμε την ανθρωπιά μας και να φέρνουμε μια θετική, συγκρατημένα αισιόδοξη αλλά όχι αφελή φωνή, γιατί στο τέλος αυτό είναι το μόνο που έχουμε.»
Η σκηνή φαντασίας υπήρχε στο βιβλίο; Πώς δουλέψατε τη σκηνογραφία και τη σκηνοθεσία της;
Δεν κοιμήθηκα τρεις μήνες προσπαθώντας να βρω τον τρόπο να την κάνω. Στην αρχή σκέφτηκα οπτικά εφέ ή κάποια τεχνικά κόλπα. Μετά κατάλαβα ότι η απλούστερη προσέγγιση θα ήταν καλύτερη: οι ήρωες κάθονται σ' ένα παγκάκι και τα πράγματα αλλάζουν μαγικά, σαν αναμνήσεις που βλέπεις στο μυαλό σου. Εικόνες από μια άλλη εποχή, μια άλλη κοινωνία, αλλά με φυσικότητα. Μια αίσθηση ότι «χθες ήταν αλλιώς». Βασίστηκα πολύ στην Γκολσιφτέ, στο πώς το πρόσωπό της απορροφά τα πάντα. Στη σχολή κινηματογράφου μιλούσαμε πάντα για τη δύναμη του κοντινού πλάνου, για το πώς το ανθρώπινο πρόσωπο μεταφέρει συναισθήματα - και φυσικά μνήμη.
Τώρα που η ταινία ταξιδεύει στον κόσμο, υπήρξαν αντιδράσεις που σας εξέπληξαν, για καλό ή για κακό;
Δεν ζω σε φούσκα. Αλλά με αυτή την ταινία προσπαθώ να δείξω πόσο σημαντικό είναι να σεβόμαστε άλλες κουλτούρες, άλλους ανθρώπους και να φέρνουμε μια αλήθεια, μια ειλικρίνεια στη δουλειά μας. Υπάρχει τόση ταραχή στη Μέση Ανατολή και φυσικά στην Ουκρανία και τη Ρωσία. Πιστεύω ότι είναι σημαντικό να διατηρούμε την ανθρωπιά μας και να φέρνουμε μια θετική, συγκρατημένα αισιόδοξη αλλά όχι αφελή φωνή, γιατί στο τέλος αυτό είναι το μόνο που έχουμε.
Ζείτε σε μια χώρα που βρίσκεται σε πόλεμο. Τι βιώνετε αυτή τη στιγμή; Και πώς απαντάτε στις περιπτώσεις Ισραηλινών πολιτών ή επαγγελματιών που στοχοποιούνται διεθνώς;
Ζω σε μια περίπλοκη χώρα με μια περίπλοκη κυβέρνηση την οποία δεν υποστηρίζω. Αλλά είμαι Ισραηλινός και όταν ξυπνήσαμε στην τραγωδία της 7ης Οκτωβρίου, στη βαρβαρότητα εκείνης της ημέρας, χάσαμε τόσους ανθρώπους. Το πρώτο ένστικτο είναι... εκδίκηση. Αλλά όταν ηρεμείς καταλαβαίνεις ότι αυτό που κάνουμε στη Γάζα δεν βγάζει νόημα και δεν σταματάμε… Είναι πολύπλοκο: έχουμε ομήρους, έχουμε νεκρούς, όλοι ξέρουν κάποιον που έχασε γιο, πατέρα, αδελφή ή αδελφό. Ζούμε μια δύσκολη περίοδο. Περιμένω από τον κόσμο - στις ΗΠΑ, στην Ευρώπη, όπου και να είναι - να διαμαρτύρεται, να κάνει τη φωνή του να ακουστεί, αλλά να σέβεται και ανθρώπους σαν εμένα που προσπαθούν να κάνουν κάτι καλό. Δεν μπορείς να με μποϊκοτάρεις, δεν μπορείς να μου στερήσεις το δικαίωμα να μιλήσω. Ολη μου τη ζωή κάνω πολιτικά αιχμηρό, αντικαθεστωτικό σινεμά, αλλά πάντα με δημόσια χρηματοδότηση και ποτέ δεν λογοκρίθηκα. Δεν ξέρω πού πάει αυτή η χώρα τώρα, αλλά θέλω να το τονίσω, δεν υποστηρίζω αυτή την κυβέρνηση και περιμένω τη στιγμή που θα έρθουν καλύτεροι άνθρωποι στην εξουσία.
Οι καλλιτέχνες και τα ΜΜΕ σε όλο τον κόσμο πρέπει να καταλάβουν ότι ο πόλεμος δεν είναι με εμάς, είναι με το κράτος και ό,τι αυτό εκπροσωπεί. Δεν μπορείς να μας μποϊκοτάρεις. Η φωνή μας πρέπει να ακούγεται και να γίνεται σεβαστή, γιατί προσπαθούμε το καλύτερο κάτω από δύσκολες συνθήκες. Χθες στα Βραβεία της Ισραηλινής Ακαδημίας βραβεύτηκε η ταινία ενός Ισραηλινού σκηνοθέτη με Παλαιστίνιο πρωταγωνιστή, το «The Sea» (διαβάστε περισσότερα γι' αυτό), για ένα αγόρι που δεν έχει δει ποτέ τη θάλασσα και φεύγει από τη Δυτική Οχθη για να βρει τον πατέρα του στο Τελ Αβίβ. Μια υπέροχη ιστορία. Κι όμως, άκουσα το υπουργείο μας να λέει ότι δεν θα στηρίξει ποτέ ξανά την Ακαδημία επειδή επιλέγει παλαιστινιακές ταινίες για να εκπροσωπούν το Ισραήλ. Και ήθελα να πω, ηρεμήστε, αυτό είναι το σινεμά, να λέμε τις ιστορίες μας, όχι να κάνουμε προπαγάνδα. Είμαι περήφανος για αυτή την επιλογή, γιατί δεν είναι αυτό που περιμένει κανείς από το Ισραήλ αυτή την εποχή.
Σκέφτομαι καθημερινά ότι τώρα είναι η στιγμή Ισραηλινοί και Παλαιστίνιοι δημιουργοί να συνεργαστούν. Ξέρω ότι είναι δύσκολο, έχουμε μια πολύχρονη ιστορία κατοχής και βίας, τόσων δεκαετιών, αλλά είναι μια διαδικασία. Οταν ήμουν 19 υπηρέτησα στον στρατό, στον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ το 1973. Εχασα πολλούς φίλους. Το 1978 ο Σαντάτ, ο Πρόεδρος της Αιγύπου, είπε, ξεχάστε τα όλα, πάω στην Ιερουσαλήμ, θέλω ειρήνη. Και το 1979 ξαφνικά υπήρξε ειρήνη με την Αίγυπτο, κάτι που κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί. Βέβαια, μετά δολοφονήθηκε και ο Σαντάτ και ο Ράμπιν, ο Ισραηλινός Πρόεδρος, αλλά αυτό δείχνει ότι οι ιστορικές διαδικασίες μπορούν να ξεπεραστούν.
Αρα, για μένα υπάρχει πάντα ελπίδα. Αυτό που θα έλεγα σήμερα σε έναν Παλαιστίνιο σκηνοθέτη ή συγγραφέα είναι, ας κάνουμε κάτι μαζί, τώρα είναι η στιγμή. Γιατί η φωνή μας μπορεί να ακουστεί μαζί, όχι χώρια. Ισως να είμαι αφελής, δεν ξέρω.