Μπορεί ένας Ισραηλινός δημιουργός, ανέκαθεν αντικαθεστωτικός και αιχμηρός, να μιλήσει για τις συνθήκες ζωής των γυναικών στο Ιράν; Μπορεί, όπως φαίνεται, παρότι, όπως και το υλικό στο οποίο βασίζεται, παραμένει σεναριακά στον αφρό, προτιμώντας συχνά το ελκυστικό έναντι του ουσιώδους.
Εχοντας παρουσιάσει το σινεμά του, πάντα επικεντρωμένο στη θέση του ατόμου ενάντια στο σύστημα, με ταινίες σαν τη «Λεμονιά» και το «Δίκτυο Κατασκόπων», ο Εράν Ρίκλις στρέφει αυτή τη φορά το ενδιαφέρον του σε μια λογοτεχνική διασκευή και, μάλιστα, μιας αυτοβιογραφίας. Πρόκειται για το ομότιτλο «ημερολόγιο» της Αζίρ Ναφίσι, μιας καθηγήτριας αγγλικής λογοτεχνίας στην Τεχεράνη μετά την ισλαμική επανάσταση.
Η Αζίρ και ο άντρας της, μηχανικός εκείνος, επιστρέφουν από τη μετανάστευσή τους στην Αμερική, στην πατρίδα τους αμέσως μετά την επανάσταση του 1979, ελπίζοντας ότι, πλέον, θα μπορέσουν να ζήσουν εκεί πολιτισμένα κι ελεύθερα. Η πραγματικότητα τους διαψεύδει τρανταχτά με τον ισλαμικό φονταμενταλισμό να ποτίζει κάθε πτυχή της ζωής τους. Ως αντίσταση ενάντια στις νέες, αυταρχικές επιταγές του πανεπιστημιακού συστήματος όπου διδάσκει, η Αζίρ ιδρύει, μυστικά, ένα book club για επιλεγμένες φοιτήτριές της, όπου τους ανοίγει το βλέμμα σε έργα του Ναμπόκοφ, του Φιτζέραλντ, του Χένρι Τζέιμς, της Τζέιν Οστιν, με κίνδυνο τη ζωή όλων τους.Μέσα από την επιλογή των φοιτητριών του κλαμπ, αλλά και της προσωπικότητας της Αζίρ, η θέση της γυναίκας στο Ιράν του '80 (ακόμα περισσότερο σήμερα, γι' αυτό και τόσο επίκαιρη η ταινία), αποτυπώνεται γλαφυρά: ο εγκλωβισμός, η ενδοοικογενειακή βία, οι απειλές, οι απαγορεύσεις.
Με τρυφερά κοντινά πλάνα στις πρωταγωνίστριές του - όλες Ιρανές ηθοποιοί που ζουν (αυτο)εξόριστες - ο Ρίκλις αποτυπώνει με ακρίβεια τα ζητήματα που θίγει. Το κάνει, όμως, και με μια πρόθεση ελαφρώς καλολογική. Οι πανέμορφες ηρωίδες, οι στρωμένοι διάλογοι, το «ευρωπαϊκό» περιβάλλον του κλαμπ, του σπιτιού της Αζίρ, ακόμα και ο τρόπος που η ταινία αποτυπώνει τα εξωτερικά της ταραγμένης Τεχεράνης μοιάζουν με περιποιημένο ντεκόρ και λιγότερο με ένα δυνατό κατηγορώ. Μία σκηνή φανταστικού είναι η μοναδική ανάσα δημιουργικότητας στο φιλμ.
Το νόημα παραμένει, η καρδιά της ταινίας είναι στη θέση της, όμως το πνεύμα της δεν πηγαίνει στο απαιτούμενο βάθος κι έτσι η αφήγηση μοιάζει οριακά με μια feelgood κοινωνική ταινία, παρότι εκθέτει και επικρίνει τη στέρηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων.