Άποψη

Τι είναι η «Βάρδια» του Γρηγόρη Ρέντη και γιατί αξίζει να τη δείτε στη μεγάλη οθόνη

στα 10

Το ντοκιμαντέρ του Γρηγόρη Ρέντη έρχεται για τρεις προβολές στον Δαναό από το CineDoc. Διαβάστε στο Flix μια κριτική και μια συνέντευξη...

Τι είναι η «Βάρδια» του Γρηγόρη Ρέντη και γιατί αξίζει να τη δείτε στη μεγάλη οθόνη

Η έννοια της «βάρδιας» φέρει ήδη από την ετυμολογία της την έννοια του χρόνου που περνάει, της επανάληψης συγκεκριμένων κινήσεων, την αναμονής για κάτι που ίσως συμβεί και πρέπει να σε βρει έτοιμο να το αντιμετωπίσεις. Τις περισσότερες φορές δεν συμβαίνει τίποτα. Οι βάρδιες εναλλάσσονται όπως οφείλουν από τη φύση τους, ατέλειωτες ώρες που προσμετρούνται σε ένα κοσμικό λες χρονολόγιο που ίσως κάποτε αφηγηθεί τη δική του ιστορία για ανθρώπους που προετοιμάζονται για να περιμένουν.

Σε μια τέτοια συνθήκη αναμονής για μια επίθεση που δεν συμβαίνει παρά σπάνια, για δράση που δεν δίνει ποτέ τη θέση της στην ακινησία, για μια στιγμή που όλοι περιμένουν για να δώσει κάποιο νόημα στον χρόνο που περνάει, εκεί ζουν οι ήρωες της πρώτης ταινίας μεγάλου μήκους του Γρηγόρη Ρέντη, όλοι τους μισθοφόροι σε ζώνες υψηλής επικινδυνότητας που αποτελούν τα σώματα ασφαλείας πλοίων που απειλούνται κυρίως από την πειρατεία αλλά και από άλλους άγνωστους ακόμη κινδύνους.

Η «Βάρδια», που ήδη από την προετοιμασία της βραβεύτηκε στο Les Arcs, έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περίοπτο φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Visions Du Réel και την ελληνική στο 25ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Τώρα ετοιμάζεται για τρεις ειδικές προβολές στο πλαίσιο του CineDoc, στον κινηματογράφο Δαναό, στις 18, 20 και 21 Ιανουαρίου 2024, ενώ στις 17 Ιανουαρίου θα προβληθεί στη Θεσσαλονίκη.

Αυτό ο θέμα υψηλής επικινδυνότητας, ο Ρέντης επιλέγει να το «κοιτάξει» πρωτίστως με ανεπτυγμένο εθνογραφικό ενδιαφέρον αλλά και με μια ποιητική που κάνει την εγγενή βία που ελλοχεύει διαρκώς στους κόλπους του να χορογραφεί και να χορογραφείται ασυνείδητα σε κάθε μια από τις ιστορίες που το διατρέχουν. Ο,τι ενώνει τους ήρωες της «Βάρδιας» είναι αυτή η αναμονή για τη δράση που δεν έρχεται ποτέ, μια θαρραλέα απόφαση που τους βρίσκει στη μέση του πουθενά, κουκκίδες σε έναν χάρτη συντεταγμένων που υποθέτεις πως κάποιος παρακολουθεί από μακριά.

βάρδια

Από κοντά, ο Ρέντης καταγράφει την καθημερινότητά τους, την εκπαίδευση και τις ώρες της αναμονής στη «βάρδιά» τους, κλέβοντας από τον κάθε ήρωά του μερικές συγκινητικές στιγμές που απλώνουν τις θεματικές τους πέρα και από αυτήν την απόκοσμη, σχεδόν εξωτική αίσθηση της απομόνωσης, του νόστου, μιας κάποια ενηλικίωσης, αφού η πλειοψηφία των μισθοφόρων είναι νέα παιδιά που σε μια εξερεύνηση του ανδρισμού και της ανδρικής κυριαρχίας, μεγαλώνουν τόσο ώστε να απομυθοποιήσουν την αποστολή τους.

Οι πληροφορίες που μαθαίνουμε για το πλαίσιο μέσα στο οποίο εργάζονται είναι ελάχιστες. Αυτό που καταλαβαίνουμε είναι ότι οι μέρες της πειρατείας έχουν περάσει και πως αυτό που έχουν αφήσει είναι γενιές νεαρών αντρών που προετοιμάζονται για ίσως κάποιο νέο κίνδυνο που δεν έχει ακόμη εμφανιστεί. Η μελαγχολία του Γιώργου σε ένα νυχτερινό κλαμπ στη Σρι Λάνκα, η αγωνία του Κώστα, πάνω στο πλοίο, όταν ο εκπαιδευτής του του βάζει δύσκολα και ο κοντά στη συνταξιοδότηση Βίκτωρας στην Αθήνα, είναι η διαδρομή του ίδιου ανθρώπου καθώς οι εποχές περνούν και οι «Βάρδιες» εναλλάσσονται.

Με την πρώτη του αυτή ταινία (που με την κατασκευή της ξεγελά για τα όρια της τεκμηρίωσης με τη μυθοπλασία και με την τεχνική της αρτιότητα ολοκληρώνει ένα σχεδόν υπνωτιστικό ταξίδι), ο Γρηγόρης Ρέντης ξεδιπλώνει γεωγραφίες και ανθρώπινη κατάσταση, σε συνθήκες άγνωστες, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να (μας) εξοικειώσει με το αθέατο, με τη δική μας αναμονή για κάτι μεγάλο που δεν έρχεται ποτέ. Σαν να περιγράφει ένα κόσμο σε βάρδια.
Μανώλης Κρανάκης


Γρηγόρης Ρέντης (φωτό: Πάνος Δάβιος)

Συνέντευξη: Ο Γρηγόρης Ρέντης πιστεύει ότι δεν βγαίνεις ποτέ από μία κρίση, την κουβαλάς μαζί σου

Συνέντευξη του σκηνοθέτη στον Μανώλη Κρανάκη, όπως δημοσιεύτηκε στο Flix τον Φεβρουάριο 2023.

Πώς γεννήθηκε η ιδέα της «Βάρδιας»;

Ανακάλυψα τον κόσμο του maritime security μέσω του θείου μου, ο οποίος ήταν από τους πρώτους μισθοφόρους που δούλεψαν στην περιοχή που αργότερα έγινε γνωστή ως high risk area. Είχε πάντα να διηγηθεί ιστορίες προσεγγίσεων, αδελφικότητας, ζωής στη θάλασσα. Στα χρόνια που ακολούθησαν, δηλαδή στην ακμή της οικονομικής κρίσης, πολλοί Ελληνες αποφάσισαν να μπουν σε αυτόν τον τομέα, τόσο για τα χρήματα όσο και για το μύθο που τον περιβάλλει. Κάνοντας έρευνα και γνωρίζοντας μισθοφόρους, ανακάλυπτα κοινά στις ιστορίες τους - μία επιθυμία για επαφή με τον εχθρό, μια προσμονή για σύγκρουση, η οποία συνέβαινε σχετικά σπάνια. Κάπου εκεί ένιωσα πως πέρα από έναν ενδιαφέροντα κόσμο, υπήρχε και μία ιστορία την οποία ένιωσα την επιθυμία να ερευνήσω.

Τι χαρακτηρίζει την κάθε μια από τις τρεις βασικές ιστορίες της ταινίας και σε ποιο σημείο αυτές τέμνονται μεταξύ τους;

Με τράβηξαν τα κοινά στοιχεία των χαρακτήρων, ένας κοινός τρόπος που βλέπουν τον κόσμο, μεταξύ των οποίων μία εκτίμηση προς τους Σομαλούς πειρατές και μία βαθιά αντίληψη της συχνά παράδοξης φύσης της δουλειάς τους. Αυτές οι εσωτερικές συγκρούσεις αποτέλεσαν τη βασική δομή, συμπυκνώνοντας το τρίπτυχο που είναι η ταινία ουσιαστικά στην ιστορία ενός χαρακτήρα που σε στιγμές προσπαθεί να καταφέρει μία φευγαλέα σταθερότητα ή να επιδιώξει κάτι μεγαλύτερο από αυτόν ως κάποιος που επιβάλει την τάξη σε μία περιοχή η οποία πρακτικά αποτελεί τα σύγχρονα σύνορα του Δυτικού κόσμου.

βάρδια

Τεκμηρίωση ή μυθοπλασία; Πού ακριβώς τελειώνει η πραγματικότητα και ξεκινάει το σενάριο σε όσα παρακολουθούμε στην ταινία;

Hθελα να αποφύγω μία δημοσιογραφική προσέγγιση. Επέλεξα μία στυλιζαρισμένη προσέγγιση, δοκιμάζοντας να παίξω με συμβάσεις ταινιών είδους και προκαλώντας την ιδέα του τι μοιάζει και τι είναι πραγματικό. Η «Βάρδια» είναι κατά βάση μια ταινία φτιαγμένη από κοινού από συμμετέχοντες και κινηματογραφιστές. Οι γραμμές μεταξύ μυθοπλασίας και τεκμηρίωσης, αναπαράστασης και εξάσκησης, κατάθεσης και ερμηνείας είναι θολές αλλά ποτέ κρυφές. Υπάρχει μία ανάλαφρη διάθεση, προσκαλώντας τον θεατή σε ένα παιχνίδι προσομοίωσης. Μου άρεσε η ιδέα να εντάξω κλισέ ταινιών δράσης και στήσαμε τέτοιες σεκάνς μαζί με τους χαρακτήρες σε μία συλλογική, ανοίκεια και, συχνά, διασκεδαστική διαδικασία.

Πόση έρευνα χρειάστηκε για να αποτυπωθούν σωστά οι χώροι και οι καταστάσεις που παρακολουθούμε και στις τρεις διαφορετικές ιστορίες;

Η ταινία πήρε γύρω στα 7 χρόνια για να ολοκληρωθεί. Eνας από τους βασικούς λόγους ήταν η δυσκολία του να αποκτήσουμε πρόσβαση σε ένα πλοίο το οποίο θα διέσχιζε την ακτογραμμή της Σομαλίας και το γεγονός ότι βρέθηκε το οφείλω σε μία ναυτιλιακή εταιρεία που πίστεψε στην ταινία. Παρόμοιες δυσκολίες αντιμετωπίσαμε και σε άλλες τοποθεσίες, ειδικά στη Σρι Λάνκα. Αλλά κοιτώντας πίσω, αυτός ο χρόνος ήταν απαραίτητος για να κατανοήσω έναν λεπτεπίλεπτο και κρυφό κόσμο. Επίσης, ενώ πολλές καταστάσεις επαναλαμβάνονταν, οι τοποθεσίες ήταν αυτές που έδιναν μία νέα ανάγνωση σε δράσεις που συχνά ήταν παρόμοιες. Ετσι, χτίστηκαν τα leitmotiv της ταινίας, παραλλαγές πάνω σε ασκήσεις καθώς και σε προσωπικές στιγμές των χαρακτήρων. Μία σκηνή που γυρίζαμε με τον ένα χαρακτήρα αποτελούσε την αφετηρία για το επόμενο γύρισμα, με αποτέλεσμα οι σκηνές να αντηχούν η μία μέσα στην άλλη.

Τελικά, δεν βγαίνεις ποτέ από μία κρίση. Την κουβαλάς μαζί σου. Τα τελευταία χρονιά, η διαδρομή από την οικονομική στην υγειονομική κρίση, μας έχει κάνει να σκεφτόμαστε πώς επιλέγουμε να ζούμε. Τι είναι πραγματικά σημαντικό για εμάς; Πώς το διεκδικούμε και πώς το προστατεύουμε; Γυρίσαμε τη "Βάρδια" εν μέσω της οικονομικής κρίσης και την ολοκληρώσαμε κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Ολα αυτά τα χρόνια υπήρχε η αίσθηση πως έπρεπε να προστατευόμαστε από κάποιον εχθρό που δυσκολευόσουν να κατονομάσεις, έναν εχθρό σχεδόν αόρατο. Πιστεύω πως αυτή η διαδρομή αντανακλάται στην ταινία.»

Πόσο εύκολο ήταν το γύρισμα στις πραγματικές τοποθεσίες στη Σομαλία, εν πλω, αλλά και σε μια «άγνωστη» στους πολλούς Αθήνα;

Ηταν σίγουρα δύσκολο μιας και οι περισσότερες τοποθεσίες δεν είναι εύκολα προσβάσιμες ή θεωρούνται στρατιωτικές ζώνες. Για τις ανάγκες έρευνας και γυρισμάτων ταξιδέψαμε σε πέντε διαφορετικές χώρες, ακολουθώντας τους χαρακτήρες και τη ζωή τους και, όπως ήταν φυσικό, βρισκόμασταν συνεχώς σε αχαρτογράφητα νερά. Η έρευνα και η δυνατότητα πρόσβασης κατέστη εφικτή με την συνεχή στήριξη της διευθύντριας παραγωγής, Μάριας Ρεπούση και του διευθυντή φωτογραφίας, Θωμά Τσιφτελή. Μαζί με τους ηχολήπτες Αρη Παυλίδη και Δημήτρη Κανελλόπουλο ταξιδέψαμε αντίστοιχα στο Γκάλε της Σρι Λάνκα και σε ένα πλοίο που διέσχιζε ανοιχτά της Σομαλίας. Επρεπε να προσπεράσουμε τις δυσκολίες ενός γυρίσματος υπό αληθινά πυρά, να επιβιβαστούμε στο πλοίο εν πλω, να κινηματογραφήσουμε σε μέρη όπου δεν ήμασταν πάντα ευπρόσδεκτοι. Με τον καιρό συνειδητοποίησα πως κάθε δυσκολία έκανε την ταινία πιο ενδιαφέρουσα και πιο ουσιαστική. Μετά από ένα σημείο έμαθα να καλωσορίζω τις δυσκολίες, να τις θεωρώ καλό οιωνό.

Η απεικόνιση του ανδρικού σώματος είναι μια από τις κυρίαρχες εικόνες της ταινίας. Ποια κυριολεξία και ποια μεταφορά φέρνουν στην ιστορία τα στερεότυπα της «στρατιωτικής», «ανδρικής» ζωής;

Πιστεύω πως είναι σημαντικό να μιλάμε για το τι σημαίνει αρρενωπότητα, ειδικά μεταξύ αντρών. Μέσα στους αιώνες, η αντρική ταυτότητα έχει μολυνθεί και σχεδόν ορίζεται από ιστορίες επιθετικότητας. Η απουσία αυτής της συζήτησης αναπαράγει αυτή την πραγματικότητα και θεωρώ χρέος μας ως άντρες να την ξεκινήσουμε, όσο άβολη κι αν είναι. Ο στρατιωτικός κόσμος δεν υφίσταται χωρίς τον αντρικό ανταγωνισμό, κάνοντάς την ίδια του την ύπαρξη, τουλάχιστον στα δικά μου μάτια, προβληματική. Ηθελα να έρθω πιο κοντά σε αυτό το σύμπαν, να κατανοήσω το αντρικό σώμα ως ένα σύμβολο δύναμης, το οποίο κάποιες φορές γίνεται τοξικό, άλλες κομψό και απαραίτητο. Ηθελα να ερευνήσω τον τρόπο που πάλλεται, που γερνάει, που πληγώνεται.

βάρδια

Στην κάθε μία από τις τρεις ιστορίες μοιάζει να προκύπτει στον ήρωα μια συγκυριακή οικογένεια - ήταν αυτός ένας από τους στόχους σου, ν' αντιπαραβάλεις τη μοναξιά αυτής της δουλειάς με ιμπρομπτού οικογένειες;

Η έννοια του νόστου βρίσκεται στο μυαλό κάθε ναυτικού, συμπεριλαμβανομένων των μισθοφόρων. Η κάθε μορφής οικογένεια που αφήνουν πίσω γίνεται βάρος αλλά και οδηγός. Χωρίς αυτή την απαραίτητη γείωση, η διαδρομή τους θα ήταν νομαδική, ακόμη και άσκοπη. Η οικογένεια, όσο ιμπρομπτού κι αν είναι, δίνει την υπόσχεση της συνέχειας. Μετά από ένα μεγάλο ταξίδι αυτό που μένει είναι οι ιστορίες που μοιραζόμαστε και οι καλές ιστορίες μάς κάνουν να φεύγουμε σε νέες περιπέτειες με την ελπίδα ότι όσα δεν επιτεύχθηκαν την πρώτη φορά, θα επιτευχθούν στο μέλλον.

Περιμένοντας έναν εχθρό που δεν έρχεται ποτέ. Παραλογισμός, σωστή προετοιμασία, ωδή στην ανία ή απλώς ένα σημάδι της εποχής μας;

Η ταινία περιγράφει έναν κόσμο σε στάση, σε αναμονή κάποιας σύγκρουσης για να αποκτήσει νόημα. Με ενδιαφέρει το παράδοξο αυτής της συνθήκης, ενός εχθρού που δεν έρχεται ποτέ όπως στο μυθιστόρημα του Ντίνο Μπουτζάτι, Η έρημος των Ταρτάρων. Αυτή η παραδοξότητα είναι κάτι που παρατηρώ καθημερινά στον κόσμο γύρω μου. Οι στόχοι μας είναι συνήθως παράλογοι στον πυρήνα τους και αν πραγματικά αναλύσουμε γιατί αποσκοπούμε σε κάτι, το πιο πιθανό είναι ότι δεν θα ανακαλύψουμε κάποια αναγκαιότητα. Επιπρόσθετα, οι περισσότεροι στη ζωή μας ερχόμαστε αντιμέτωποι με την απουσία ενός μεγάλου συμβάντος. Η επαφή με το μεγαλείο μας διαφεύγει αλλά η δίψα για αυτό συνήθως όχι.

dogwatch

Ποιες είναι οι βασικές αισθητικές επιλογές της ταινίας, όσον αφορά τη σκηνοθεσία, τη φωτογραφία, το μοντάζ;

Hταν σημαντικό για μένα η ταινία να διατηρεί μία αισθητική συνέπεια, μία φόρμα η οποία θα επηρέαζε το περιεχόμενο. Ξεκίνησα στοιχειοθετώντας μία σειρά από κανόνες γύρω από το κάδρο, την κίνηση της κάμερας, τον τρόπο κινηματογράφησης και πώς θα αναπτύσσονται αφηγηματικά οι σκηνές. Ακόμα κι αν στην πορεία προσέθεσα αρκετές εξαιρέσεις σε αυτούς τους κανόνες, έχοντας μία αρχική βάση σήμαινε πως όποια κι αν ήταν η συνθήκη ξέραμε πώς να την διαχειριστούμε, ιδιαίτερα όταν χρειαζόταν να κινηθούμε με ταχύτητα. Την κάθε νύχτα πριν το γύρισμα συζητούσαμε με τον Θωμά πιθανές εκδοχές του τι μπορεί να έκαναν οι χαρακτήρες την επομένη. Η προσπάθεια ήταν να προ-οπτικοποιήσουμε τις σκηνές στο βαθμό που ήταν εφικτό. Κατ’ επέκταση, στο γύρισμα δεν χρειαζόταν να πούμε πολλά. Επικοινωνούσαμε βουβά για το πως θα τοποθετήσουμε την κάμερα, πως θα στήσουμε τα κάδρα κλπ.

Η διαδικασία του μοντάζ ήταν αρκετά διαφορετική. Πήρε χρόνο και δοκιμάσαμε αρκετές εναλλακτικές για να βρούμε τον ιδανικό τρόπο να αφηγηθούμε την ιστορία. Δεν ήθελα να βασιστούμε σε συνεντεύξεις ή να γεμίσουμε την ταινία με επεξηγήσεις. Οπως είναι λογικό, η επιλογή να μοντάρουμε υλικό τεκμηρίωσης με έναν σχετικά «ακαδημαϊκό», μυθοπλαστικό τρόπο παρουσιάζει περιορισμούς αλλά τελικά δημιουργεί μία διαφορετική εμπειρία θέασης. Ομως, μέσα από αυτό το στυλιζάρισμα δεν ήθελα να αποφύγω την παρουσία της κάμερας. Αντίθετα, διατηρήσαμε την απεύθυνση των χαρακτήρων στην κάμερα, υπενθυμίζοντας την παρουσία της.

Αυστηρή παρατήρηση, αλλά και λυρισμός. Δραματικές καταστάσεις, αλλά και μια αίσθηση ανθρώπινης κωμωδίας. Ποιες αντιθέσεις διαμόρφωσαν την τελική ταυτότητα της ταινίας;

Μου αρέσει όταν μια ταινία σε οδηγεί κάπου σκοτεινά και, στη συνέχεια, σε κάνει να γελάς - όλα μέσα στην ίδια σκηνή. Hταν στόχος να βρεθεί η ειρωνεία της εκάστοτε κατάστασης. Είναι ο τρόπος που ταυτίζομαι με τον κόσμο. Κάθε τι μπορεί να είναι ισάξια κωμικό και τραγικό και τελικά έχει να κάνει με το πώς βιώνεις τα πράγματα, ή το πώς νιώθεις εκείνη τη στιγμή. Κάθε σκηνή βασίζεται στην παρατήρηση. Μπαίνοντας σε μία κατάσταση, την αφήναμε να εξελιχθεί και αντιδρούσαμε μόνο με την κάμερα.

dogwatch

Η ταινία είναι μια διεθνής συμπαραγωγή. Τι δυσκολίες αντιμετωπίσατε στην πορεία της χρηματοδότησης, πώς τις ξεπεράσατε, τι θα ευχόσουν, ίσως, να είχατε κάνει διαφορετικά ή τι σκέφτεσαι ή τι επιθυμείς για την επόμενη μεγάλου μήκους ταινία σου;

Για τα πρώτα χρόνια, η ανάπτυξη της ταινίας και τα πρώτα γυρίσματα έγιναν με έναν στενό κύκλο φίλων. Αυτό μας έδωσε τη δυνατότητα να φτιάξουμε ένα δυνατό demo για την ταινία το οποίο μοιραστήκαμε με την παραγωγό Βίκυ Μίχα, η οποία έγινε μέρος της ομάδας και κατάφερε να ολοκληρώσει την χρηματοδότηση της ταινίας μαζί με τον Κλεμάν Ντιμπουάν και την Φλόρενς Κόεν της Good Fortune Films. Η ταινία παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο τμήμα Pitching Du Réel του Visions Du Réel, αναπτύχθηκε στο τμήμα ντοκιμαντέρ του Mediterranean Film Institute και μερικούς μήνες αργότερα, παρουσιάστηκε στο φεστιβάλ Les Arcs ως work in progress όπου βραβεύτηκε με το TitraFilm award. Είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε την στήριξη του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου και της ΕΡΤ από την Ελλάδα καθώς και του Media Creative Europe, του Eurimages, του Aide aux Cinémas du Monde του CNC και του ARTE G.E.I.E. που συμπλήρωσαν το χρηματοδοτικό σχήμα της ταινίας. Συνεχίζοντας στην επόμενη ταινία, η οποία είναι μυθοπλασίας, έχουμε λάβει προέγκριση χρηματοδότησης από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου και αναμένουμε να παρουσιάσουμε το πρότζεκτ μετά την ελληνική πρεμιέρα της «Βάρδιας».

Η «Βάρδια» γεννήθηκε και ολοκληρώθηκε μέσα σε εποχές πολλαπλής (οικονομικής, υγειονομικής) κρίσης. Με ποιον τρόπο πιστεύεις ότι αντικατοπτρίζει τη σύγχρονη κοινωνική και ανθρώπινη κατάσταση η ταινία; Και με ποιο συναίσθημα θα ήθελες κάποιος να μείνει μετά τους τίτλους τέλους;

Τελικά, δεν βγαίνεις ποτέ από μία κρίση. Την κουβαλάς μαζί σου. Τα τελευταία χρονιά, η διαδρομή από την οικονομική στην υγειονομική κρίση, μας έχει κάνει να σκεφτόμαστε πώς επιλέγουμε να ζούμε. Τι είναι πραγματικά σημαντικό για εμάς; Πώς το διεκδικούμε και πώς το προστατεύουμε; Γυρίσαμε τη «Βάρδια» εν μέσω της οικονομικής κρίσης και την ολοκληρώσαμε κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Ολα αυτά τα χρόνια υπήρχε η αίσθηση πως έπρεπε να προστατευόμαστε από κάποιον εχθρό που δυσκολευόσουν να κατονομάσεις, έναν εχθρό σχεδόν αόρατο. Πιστεύω πως αυτή η διαδρομή αντανακλάται στην ταινία.

Η «Βάρδια» του Γρηγόρη Ρέντη θα προβληθεί από το CineDoc στον Δαναό στις 18 (ώρα 19.30), 20 και 21 Ιανουαρίου (ώρα 16.00), παρουσία του σκηνοθέτη. Παράλληλα με τις προβολές, ο Ρέντης θα παρουσιάσει στο φουαγιέ του κινηματογράφου μία φωτογραφική έκθεση με τίτλο Hurry Up and Wait, με υλικό από τα γυρίσματα της ταινίας. Επιπλέον προβολές του ντοκιμαντέρ πραγματοποιούνται στο Ρέθυμνο (13.01) και στη Θεσσαλονίκη (17.01, αίθουσα Τζον Κασσαβέτης, στις 19.00). Την ημέρα της πρεμιέρας στην Αθήνα (Πέμπτη, 18 Ιανουαρίου), η «Βάρδια» θα προβληθεί μαζί με το ντοκιμαντέρ μικρού μήκους «Salted Lake» του Αλέξανδρου Σολτς, παρουσία του σκηνοθέτη.

dogwatch