Μ' ένα πρόγραμμα 65 ταινιών, με σκηνοθέτες από πρωτοεμφανιζόμενους μέχρι «βετεράνους», οι ελληνικές μικρού μήκους ταινίες της χρονιάς παρουσιάζονται με την ορμή με την οποία γεννήθηκαν, έτοιμες ν’ αποκαλύψουν το ταλέντο των δημιουργών τους.
Το Flix είναι στη Δράμα (αποστολή: Μανώλης Κρανάκης, Λήδα Γαλανού), παρακολουθεί όλες τις προβολές του Εθνικού Διαγωνιστικού Προγράμματος και, μέρα με τη μέρα, αποτιμά τις ταινίες, σημειώνοντας τις ενδιαφέρουσες τοποθεσίες στον κινηματογραφικό χάρτη. Τα σχόλια και οι αποτιμήσεις μας είναι πολύ μικρά, όχι επειδή οι ταινίες είναι μικρού μήκους, μια και αυτό καθόλου δεν επηρεάζει την αξία τους, αλλά επειδή ο σκοπός αυτών των καθημερινών σχολίων είναι ν’ αποδώσουν μια αίσθηση και μια πρώτη γεύση, ελπίζοντας ότι και οι θεατές θα μπορέσουν να δουν τις ταινίες, τουλάχιστον στα «ταξίδια» του Φεστιβάλ Δράμας στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Διαβάστε ακόμη
Τι είδαμε την Πέμπτη, 21 Σεπτεμβρίου:
Ενδεχόμενα Απογεύματος των των Ορέστη και Δημήτρη Σταυρόπουλου
Η απόσταση ανάμεσα στο «τι θέλει να πει ο ποιητής;» μέχρι σε αυτό που τελικά λέει παραμένει αχανής σε ένα - το λες και πειραματικό, το λες και στα όρια της σχολικής παράστασης - φλύαρο, αν και γλαφυρό κινηματογραφημένο θέατρο (ή και πρόβα για θέατρο ή και πρόβα χωρίς θέατρο...) που δεν χρειάζεται να αναζητήσεις τι κρύβει πίσω από τις τελείως ασύνδετες βινιέτες του και μια κοιλιά με χτυπημένο το τατουάζ «ΠΟΙΗΣΗ» (!), αφού είναι προφανές πως δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα παιχνίδι με το λόγο, το στήσιμο ηθοποιών και μια σειρά από επιστημονικοφανείς εξισώσεις για τη ζωή και τον άνθρωπο που δεν καταφέρνουν, παρά τις τόσες πολλές λέξεις που ακούγονται, να ψελλίσουν κάτι έστω ενδιαφέρον ούτε για το θέατρο, ούτε για την ποίηση και σίγουρα όχι για το σινεμά. Μ.Κ. Διαβάστε και δείτε εδώ περισσότερα για τα «Ενδεχόμενα Απογεύματος».
Ελλη του Μιλτιάδη Χρηστίδη
Μια γυναίκα, μόνη στο σπίτι, όσο ακούει στις ειδήσεις για μια εισβολή σε διαμέρισμα ηλικιωμένης, βλέπει έναν άγνωστο κουκουλοφόρο νεαρό να μπαίνει στο σπίτι της. Ο νεότατος Μιλτιάδης Χρηστίδης, σκηνοθετεί μια ταινία με ωριμότητα, συνέπεια, δροσιά και ακριβώς τη σωστή δόση σοβαρότητας. Επιλέγει τη φόρμα του θρίλερ κι αναπτύσσει το σασπένς μέσα σ' ένα απλό αστικό διαμέρισμα, διώχνει ό,τι βαρυσήμαντο με επιλεγμένες στιγμές από έξυπνο κι ελαφρύ χιούμορ και, το καλύτερο, κρατά το ενδιαφέρον και την περιέργεια ακόμη και όσων μαντεύουν το αίνιγμά του από την αρχή. Όπως το κοινωνικό μήνυμα της ταινίας έρχεται, διακριτικά, μετά τους τίτλους τέλους, έτσι κι οι προθέσεις του λειτουργούν χωρίς να φωνάζουν, υποστηριζόμενες κι από την θαυμάσια ερμηνεία τής Αλεξάνδρας Παντελάκη. Λ.Γ. Δείτε εδώ και διαβάστε περισσότερα για το «Ελλη».
Rebirthday του Κωστή Λεβέντη
Ενας ώριμος άνδρας με προφανή οικονομική επιφάνεια, έχει γενέθλια. Ο μπάτλερ του έχει προσλάβει, με το αζημίωτο, πέντε άτομα για να υποδυθούν τους καλεσμένους «φίλους» του και να συμμετάσχουν σ' ένα παιδικό πάρτι. Οι αισθητικές επιλογές, τόσο στα σκηνικά/κοστούμια, όσο και στην πλανοθεσία, που παραπέμπουν στον φτωχό ξάδελφο τού, ούτως ή άλλως παρωχημένου πια, weird wave, πνίγουν αυτά τα γενέθλια... εν τη γενέσει τους, παρότι η ταινία μοιράζεται στην ουσία της πιο ενδιαφέρουσες σκέψεις απ' όσες καταφέρνει να εκφράσει. Είναι η παρουσία του Κώστα Μπερικόπουλου και η μία, μελαγχολική ατάκα του στο τέλος, που σε κάνουν να τη σκεφτείς μια δεύτερη φορά. Λ.Γ. Δείτε εδώ και διαβάστε περισσότερα για το «Rebirthday».
Sis του Δημήτρη Τούλια
Δυο αδελφές περνούν το βράδυ μαζί, μιλώντας. Κάπου ανάμεσα στη θρησκευόμενη Φραν και στη διεμφυλική Στεφ, κρύβεται η αγάπη που προσπαθούν να εντοπίσουν. Χάρη στους σφιχτούς διαλόγους και τις στιβαρές ερμηνείες (αλλά χωρίς να βοηθιέται από τη φλατ φωτογραφία της), η ταινία ξεδιπλώνεται ως ένα συμβατικό μεν, ουσιαστικό δε, δείγμα κοινωνικής παρατήρησης και σχολίου, με τρυφερότητα και χωρίς ίχνος διδακτισμού. Λ.Γ. Δείτε εδώ και διαβάστε περισσότερα για το «Sis».
Το ΤΕΡΑΣ Κοιμάται του Κωστή Χαραμουντάνη
Πιστός σε μια δική του θεώρηση του queer σινεμά που μπορεί να είναι ποπ, χαριτωμένο, αστείο, σατιρικό και ανατρεπτικό μαζί, ο Κωστής Χαραμουντάνης ανεβάζει τα στάνταρτ παραγωγής εδώ σε σχέση με την πρώτη του ταινία με μια δυστοπική εφηβική και εθνογραφική κομεντί που εκτυλίσσεται σε ένα ελληνικό νησί και δεν συνδέεται τυχαία με την εικονογραφία μιας παράδοσης που έρχεται από ένα σκοτεινό, βίαιο και διαρκώς σε στάση «ανάτασης» παρελθόν. Ανισο σε σημεία, αφοπλιστικά ρομαντικό σε άλλα, αστείο με μια πηγαία αίσθηση του χιούμορ, φορτωμένο τόσο που σε στιγμές καταρρέει κάτω από το ίδιο του το βάρος και τρελαμένο σχεδόν όσο και οι ήρωές του (άλλοτε για καλό και άλλοτε για καλό), το «τέρας» του πληθωρικού σύμπαντος που οικοδομείται από τον Χαραμουντάνη τρέφεται από την υπερβολή και τις σινεφιλικές διασταυρώσεις που ξεπερνούν τα προφανή, αλλά καταφέρνει ακόμη και έτσι να μην σε κάνει να κοιμηθείς λεπτό μπροστά σε μια εν τη γενέσει πρωτότυπη και μη σοβαροφανή γραφή που λείπει από το ελληνικό σινεμά. Μ.Κ. Διαβάστε και δείτε περισσότερα εδώ για το «Το ΤΕΡΑΣ Κοιμάται».
Ερφοι της Ελβίνας Μποτονάκη
Με μια πρωταγωνίστρια που αναπληρώνει όση ένταση που λείπει από την φλατ εικονογραφία της αγροτικής ζωής στο φυσικό σκηνικό της Κρήτης, το φιλμ της Ελβίνας Μποτονάκη παρακολουθείται περισσότερο σαν μια τηλεταινία που πασχίζει να γίνει σινεμά, με δυνατές στιγμές (κυρίως στην μη ερωτική σκηνή που είναι και η ωραιότερη όλης της ταινίας) αλλά όχι και ένα αξιομνημόνευτο πορτρέτο μιας ζωής που βρίσκεται στο μεταίχμιο μιας μεγάλης αλλαγής, πόσο μάλλον μια θέση πάνω στη θέση της γυναίκας σήμερα στην ελληνική επαρχία. Ειδική μνεία εκτός από την εκφραστική Ελένη Κερολλάρι και στον ακόμη μια φορά αγνώριστο Παύλο Ιορδανόπουλο. Μ.Κ. Διαβάστε εδώ και δείτε περισσότερα για το «Ερφοι».
Το Εισιτήριο του Χάρη Σταθόπουλου
Ενα εισιτήριο του ηλεκτρικού στην Αθήνα αλλάζει τέσσερα χέρια. Μια γυναίκα που μόλις γύρισε από μια άκαρπη συνέντευξη για δουλειά, ένας μετανάστης που προσπαθεί να επιβιώσει πουλώντας τσάντες στη μαύρη αγορά, ένας νεαρός που θεωρεί δικαίωμά του να μην πληρώνει για τις διαδρομές στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς και ένα νεαρό ζευγάρι που θέλει τζιβάνα για τον μπάφο του. Η Ελλάδα της κρίσης εικονογραφημένη με ένταση, διάφανη φωτογραφία και εντυπωσιακό ρυθμό που προσομοιάζει στο μαζικό άγχος και τη σύγχυση της εποχής αλλά και με μια εκβιαστική, καταχρηστική συναισθηματική εκμετάλλευση του θεατή που βρίσκεται στη θέση των «κατηγορούμενων» για τις μικρές ή τις μεγάλες τραγωδίες της εποχής. Καίριο ίσως πριν μερικά χρόνια, το «Εισιτήριο» είναι η κλασική περίπτωση ταινίας που έχει ξεπεραστεί από την ίδια της τη συνθήκη και επιπλέον ένα χαρακτηριστικό δείγμα ανακύκλωσης μιας συζήτησης (που ξεκινάει από τα κινήματα του «Δεν Πληρώνω» και φτάνει μέχρι την τελικά βολική για πολλούς πολιτική και κοινωνική διχοτόμηση της ελληνικής κοινωνίας), η οποία ακυρώθηκε με τη σειρά της από την ίδια τη ροή των γεγονότων και θα έπρεπε πραγματικά να έχει κλείσει οριστικά. Αν όχι εκεί έξω στην κοινωνία όπου όλα παραμένουν δυστυχώς σε απόλυτη σύγχυση, τουλάχιστον σίγουρα στο σινεμά. Μ.Κ. Διαβάστε και δείτε περισσότερα για το «Εισιτήριο» εδώ.
Η Ζωή Μετά του Χρήστου Σαγιά
Ο Μιχάλης έχει χάσει τη γυναίκα του και δεν μπορεί ν' αντιμετωπίσει την απώλεια. Εξακολουθεί να βάζει δυο πιάτα φαγητό στο τραπέζι. Η βαθιά θλίψη του φωτίζεται όταν, ξαφνικά, το «άλλο» πιάτο μοιάζει να καταναλώνεται καθημερινά. Στηριγμένη σ' ένα εύρημα που υποψιάζεσαι από νωρίς, η ταινία δεν βρίσκει τη δύναμη να κάνει το δράμα της πιο ενδιαφέρον ή πιο καθηλωτικό, ούτε και με τις σκόπιμες μουσικές επιλογές της, ή να κοιτάξει πιο βαθιά, με πιο πρωτότυπη ματιά, σ' ένα θέμα που ούτως ή άλλως απασχολεί όλο το σινεμά κι όλους τους ανθρώπους. Μένει στην πάντα σαρωτική φιγούρα τού Γιάννη Στάνκογλου να τής χαρίσει ιδιαιτερότητα. Λ.Γ. Διαβάστε και δείτε εδώ περισσότερα για το «Η Ζωή Μετά».
Mad Dogs της Δανάης Παπαϊωάννου
Τρεις φίλοι, παραδομένοι στην ανία τής νεανικής ζωής στην ελληνική επαρχία, αφήνουν τα ένστικτά τους ελεύθερα όταν συναντούν έναν παρατημένο, δεμένο σκύλο. Με ερμηνείες μεγάλης φυσικότητας, η Δανάη Παπαϊωάννου χτίζει μ' ένα μονοπλάνο, μια ταινία σε σχήμα... οξυγώνιου τριγώνου. Στη βίαιη δύναμη, το ξάφνιασμα, τον κίνδυνο, το παιχνίδι εξουσίας και συμπλεγμάτων, την ένταση που πετυχαίνει το κεντρικό της μέρος, δεν μπορούν ν' ανταποκριθούν η αρχή (σοφά), αλλά ούτε και το τέλος. Ομως, χάρη και στη συμπυκνωμένη, χωμάτινη, σάρκινη φωτογραφία τού Γιώργου Φρέντζου και στην αποφασιστικότητα τής Παπαϊωάννου, αυτή η κεντρική κορύφωση είναι αρκετή για ν' αφήσει το ψυχολογικό και κινηματογραφικό σημάδι της. Λ.Γ. Διαβάστε και δείτε εδώ περισσότερα για το «Mad Dogs».
H Μέθοδος του Χάρη Γιουλάτου
Μπροστά στην κάμερα, για την ακρίβεια προφίλ, με τη χαρακτηριστική, γοητευτική φιγούρα του και το τσιγάρο του αναμμένο, ο Περικλής Κοροβέσης αφηγείται τις μνήμες του από τη χούντα. Για την ακρίβεια, διαβάζει κομμάτια από το βιβλίο του, «Ανθρωποφύλακες», που είναι και το στοιχείο που εγκλωβίζει την ταινία. Ο λόγος του μοιάζει πιο στεγνός κι ακαδημαϊκός από μια ανάγνωση και η πλούσια προσωπικότητά του δεν έχει την ευκαιρία να ξεδιπλωθεί με αυθορμητισμό, σε μια ταινία τόσο ενδιαφέρουσα όσο η ιστορία που περιγράφει, αλλά πολύ λιγότερο ζωντανή. Λ.Γ. Διαβάστε και δείτε εδώ περισσότερα για τη «Μέθοδο».
Heimlich του Κώστα Μπακούρη
Ο Πάρης ζει σ' ένα σπίτι υπό κατάρρευση, μια ζωή απραγίας (ή ανεργίας). Η Σερένα εισβάλλει και απαιτεί, με τη σαγήνη ή με τη βία, να καταλάβει, να ανακαινίσει και να κυριεύσει το χώρο του. Ο Κώστας Μπακούρης κάνει, με έλεγχο και έμπνευση, μια ταινία εξαιρετικής αισθητικής, που συνδυάζει το σινεμά είδους, το σασπένς, τον τρόμο, το κυνικό χιούμορ, τον αισθησιασμό, όλα εκείνα που μάς αρέσει να βλέπουμε στο σινεμά. Τ' απογειώνει με τη φιγούρα του Μάκη Παπαδημητρίου, με το στιλιζάρισμα και την ιδιοσυγκρασία του, με το αξέχαστο τελευταίο πλάνο του από το «μάτι τού Θεού» στους μικροσκοπικούς, απελπισμένους ανθρώπους. Το «Heimlich» είναι η ταινία ενός σκηνοθέτη έτοιμου να κάνει μια μεγάλου μήκους αξιώσεων. Εκτός αν αρχίσουμε να αποδομούμε την ταινία ιδεολογικά, ν' αναζητούμε τη σημασία του τίτλου, να διερευνούμε τις αναφορές στη Γερμανία, στο στερεότυπο του αργόσχολου Ελληνα και στην τιμωρία του, να τη συνδέουμε με τη σημερινή ελληνική κρίση και την ευρωπαϊκή «υποστήριξη», γιατί εκεί τα συμπεράσματα γίνονται σχηματικά κι ελαφρώς επικίνδυνα. Κι έτσι, επιλέγουμε να μείνουμε στο ωραίο, δυνατό σινεμά. Λ.Γ. Διαβάστε και δείτε εδώ περισσότερα για τo «Heimlich».
Testing Greta της Αμπι Λούκας
Μια γυναίκα βρίσκεται σε ένα ιατρείο. Κάτι πρέπει να αφαιρεθεί από βαθιά στο σώμα της. Είναι άβολο να ομολογήσει τι έχει συμβεί. Και αστείο. Μέχρι που τα πράγματα σοβαρεύουν... Με μάλλον συγκαταβατική κινηματογράφηση σε σχέση με το ανατρεπτικό της ιστορίας του, το «Testing Greta» κάνει μια τέλεια διαδρομή από την κωμωδία στην... τραγωδία, βάζοντας το θεατή ακριβώς στη θέση που χρειάζεται για να γελάσει, να εκπλαγεί, να τρομάξει, να συγκινηθεί, να φρικάρει. Ωραίες ερμηνείες για να στηρίξουν το παιχνίδι των διαλόγων που δεν πρέπει να αποκαλύψουν παρά μόνο με συμφραζόμενα την αλήθεια και ένα φινάλε που σε αφήνει παγωμένο. Μ.Κ. Δείτε εδώ και διαβάστε περισσότερα για το «Testing Greta».
Στιγμή του Κωνσταντίνου Ξενάκη
Μια μητέρα μπαίνει στο δωμάτιο του παιδιού της. Η ανησυχία της είναι έκδηλη καθώς έξω στην πόλη τα πράγματα είναι έκρυθμα. Οι καθημερινές της κινήσεις, καθώς τακτοποιεί το δωμάτιό του, αποκτούν μια πρωτόγνωρη ένταση. Κάπου εκεί, σε αυτή τη μικρή «στιγμή» που μοιάζει ξαφνικά τόσο σημαντική μέσα στην ασημαντότητά της, ο Κωνσταντίνος Ξενάκης παρατηρεί. Μόνο που το βλέμμα του κάνει τελικά πολλά περισσότερα, ελευθερώνοντας ένταση που φτάνει μέχρι το θεατή και καταφέρνει να δώσει μέγεθος σε μια μικρή ταινία που βασίζεται ορθά στη λιτότητά της για να μιλήσει για κάτι μεγαλύτερο. Μ.Κ. Διαβάστε και δείτε εδώ περισσότερα για τη «Στιγμή».
Σουτζουκάκια του Χρυσόστομου Μπάρμπα
Θα μπορούσε κανείς να μιλήσει πολλή ώρα για ένα σενάριο γρήγορο, έξυπνο, εύστοχο σε σχέση με την (όχι δεν ακολουθούν spoilers) αποκάλυψη του φινάλε και μαζί να προσθέσει εύσημα για ακόμη μια υπέροχη ερμηνεία του Προμηθέα Αλειφερόπουλου και ένα μικρό αλλά τόσο απολαυστικό tour de force της Νάνσυς Μπούκλη. Αλλά δεν προλαβαίνει, καθώς τα «Σουτζουκάκια» σε κρατούν συνεχώς με ένα χαμόγελο στα χείλη, επενδύουν πάνω στο ρυθμό τους, χάνουν πόντους αισθητικής από μια μάλλον άτσαλη πλανοθεσία αλλά σε μικρούς κύκλους προσφέρουν ανεπιτήδευτη κινηματογραφική απόλαυση. Δηλαδή, είναι νόστιμα, για να το πούμε και πιο απλά. Μ.Κ. Διαβάστε εδώ και δείτε περισσότερα για τα «Σουτζουκάκια».
Pink της Μέμης Κούπα
Βράδυ στην Αθήνα. Μια κοπέλα, καλοβαλμένη, δροσερή και εξωστρεφής σαν μπουρμπουλήθρα, συναντά μια νεαρή άστεγη κι αποφασίζει να την πάρει σπίτι της και να τη σώσει για λίγο. Η Μέμη Κούπα φτιάχνει μια ταινία για τις «αδύναμες ομάδες» και για την κοινωνική ανισότητα, με τη μεγαλύτερη φρεσκάδα κι ειλικρίνεια που είδαμε ως τώρα, τολμώντας να κινηθεί όχι στα απόλυτα, αλλά στις γκρίζες ζώνες. Η φωτογραφία τής Ολυμπίας Μυτιληναίου και του Γιώργου Φρέντζου βρίσκει τα ζεστά φώτα μέσα στο σκοτάδι. Η Γιούλικα Σκαφιδά δίνει την υπέροχη, σωματική, σιωπηλή ερμηνεία που περιμέναμε, αλλά ευχάριστη έκπληξη είναι κι η Ιρις Μπαγλανέα, με την καλοδουλεμένη επιφανειακότητα που σε πείθει ότι μια γυναίκα μαζεύει με την ίδια ευκολία δυο λούτρινα κουκλάκια από τα σκουπίδια κι έναν άνθρωπο από το πεζοδρόμιο. Με μια δόση φλυαρίας στο δεύτερο μέρος της, μ' ένα φινάλε που ίσως παραείναι ανοιχτό, μ' ένα επικό τελευταίο πλάνο που σχεδόν επισκιάζει την ταινία, το «Pink», ωστόσο, μιλά με ωριμότητα και κινηματογραφική γοητεία, για το τι σημαίνει ένα ψάρι έξω από το νερό και για το πού, ακριβώς, βρίσκεται η εγκλωβισμένη ανθρωπιά σε μια μητρόπολη. Λ.Γ. Δείτε εδώ και διαβάστε περισσότερα για το «Pink».
Διαβάστε ακόμη: