Πόσο γνωρίζουμε πραγματικά τους γονείς μας; Πόση αλήθεια κρύβεται πίσω από το αφήγημα που έχουμε πλάσει για τη ζωή τους; Και πόσο έτοιμοι είμαστε να συμφιλιωθούμε με το γεγονός ότι οι αναμνήσεις από αυτούς είναι σαν τα μοναχικά φαντάσματα στους δαιδαλώδεις διαδρόμους μιας μνήμης, για την οποία δεν υπάρχει χάρτης;
Για την Τζοάνα Χογκ, τη Βρετανίδα σκηνοθέτη που γνώρισε τη μεγαλύτερη καλλιτεχνική επιτυχία της με την πρόσφατη δυάδα των αυτοβιογραφικών «Souvenir», η απάντηση σε όλα αυτά τα ερωτήματα αναζητείται για ακόμα μία φορά στη βιωματική εμπειρία, με το υπαινικτικό, χαμηλόφωνο, αλλά και τόσο ατμοσφαιρικό και μεστό ταυτόχρονα «Eternal Daughter», ένα άτυπο κλείσιμο μιας τριλογίας, που αφήνει ωστόσο τα πάντα ακόμα ανοιχτά και αμφίσημα.
Ανοιχτά, όπως ακριβώς οι οικογενειακές σχέσεις που μοιάζουν να ξεφεύγουν πρωτεϊκά από την οριστική αποτίμηση. Αμφίσημα, όπως η χαμαιλεοντική Τίλντα Σουίντον, πιστή συνεργάτης και φίλη της Χογκ (εδώ στην τέταρτη συνεργασία τους), η οποία (φυσικά και) μπορεί να ερμηνεύσει τη μάνα και την κόρη ταυτόχρονα, σε ένα ευφυές διπλό κάστινγκ, που αποτυπώνει τους αντικατοπτρισμούς αυτής της σχέσης.
Οι δύο γυναίκες καταφτάνουν κατά τη διάρκεια μιας ομιχλώδους νύχτας σε ένα επιβλητικό ξενοδοχείο στη μέση του πουθενά της ουαλέζικης επαρχίας. Η κόρη είναι σκηνοθέτης και αναζητά την έμπνευση για την επόμενη ταινία της. Την αναζητά στη μητέρα της, μια ηλικιωμένη, αριστοκρατικής καταγωγής μεγαλοαστή, για την οποία το ξενοδοχείο ήταν κάποτε το πατρικό της σπίτι, φορτωμένο με μυστικά και αναμνήσεις.
Αν και το πρόσχημα του ταξιδιού είναι η ανάπαυση και η επαφή με έναν μακρινό ξάδερφο που θέλουν όμως διακριτικά να αποφύγουν, η πραγματική αιτία του είναι η καταγραφή των αναμνήσεων της ηλικιωμένης γυναίκας εν αγνοία της. Από την αρχή όμως όλα δείχνουν περίεργα.
Η οριακά προσβλητική ρεσεψιονίστ ενημερώνει πως το ξενοδοχείο είναι γεμάτο, όμως τελικά διαμένουν εκεί μόνο οι δύο γυναίκες, οι οποίες γευματίζουν και περιφέρονται στους άδειους χώρους με μια δυσοίωνη κανονικότητα. Ανάμεσα στις σκιές και στην ομίχλη ακούγονται θόρυβοι, πόρτες και παράθυρα ανοιγοκλείνουν, οι διάδρομοι μοιάζουν ατελείωτοι, ενώ η κόρη δεν μπορεί να δουλέψει, ούτε να κοιμηθεί, και κάνει βόλτες μόνη της ή με το σκύλο της μητέρας της σε δωμάτια, αποθήκες και στο απειλητικό πάρκο γύρω από το ξενοδοχείο. Ακόμα και η ηχογράφηση των αναμνήσεων της μητέρας της μοιάζει ατελέσφορη και αδύνατη, με μια επαναληπτικότητα που αρχίζει όμως σταδιακά να αποκαλύπτει τι πραγματικά συμβαίνει και με μια ανατροπή, την οποία υποπτεύεσαι, αλλά δεν παύει να σε εκπλήσσει.
Η Χογκ χτίζει από την αρχή μια στοιχειωμένη ατμόσφαιρα που παραπέμπει σε ιστορίες φαντασμάτων και ταινίες όπως το Οι Άλλοι ή η Λάμψη του Κιούμπρικ, από το τελευταίο μάλιστα δανείζεται και την μουσική υπόκρουση του Μπέλα Μπάρτοκ, αν και χρησιμοποιεί ένα άλλο, ακόμα πιο ατονικά αποπροσανατολιστικό απόσπασμα. Εμπλουτίζει οπτικά την ταινία της με διάφορα εύκολα αναγνωρίσιμα (η κόρη διαβάζει ανθολογίες με ιστορίες φαντασμάτων) ή πολύ πιο ψαγμένα στοιχεία (το όνομα του ξενοδοχείου σημαίνει Μητέρα Βουνό στα ουαλικά). Δεν ενδιαφέρεται όμως καθόλου για τον εύκολο γοτθικό τρόμο και αρνείται πεισματικά να παραδοθεί στους κώδικές του.
Αντίθετα, φέρνει το είδος στο δικό της, φλεγματικό και συναισθηματικά ελεγχόμενο προσωπικό σινεμά, για να μιλήσει για τα πολύ πιο οικεία και καθημερινά φαντάσματα του προσωπικού και οικογενειακού μας παρελθόντος και για όλα εκείνα που εντροπικά ξεφεύγουν από το θολό περίγραμμα αυτού που ονομάζουμε ζωή και δεν τιθασεύονται σε μια βολική και ωφέλιμη αφηγηματική μορφή.
Κι αν η διπλή παρουσία της Τίλντα Σουίντον στους πρωταγωνιστικούς ρόλους δεν αρκεί για να υπογραμμίσει τη μεταμοντέρνα προσέγγιση του όλου εγχειρήματος, αυτό το επιτυγχάνουν οι ενέσεις ενός παράλογου και offbeat χιούμορ, τα επαναλαμβανόμενα αφηγηματικά μοτίβα, ο ηχητικός σχεδιασμός (όπως και στο Μεμόρια, ένας ήχος δίνει κι εδώ στην Τίλντα το έναυσμα) και η διαρκής αίσθηση μιας αμήχανης και αποδραματοποημένης απειλή που αιωρείται στους διαδρόμους του ξενοδοχείου και κορυφώνεται στη σχεδόν στιγμιαία σκηνή της αποκάλυψης.
Κι όταν η (αιώνια, τελικά) κόρη φτάσει στη συνειδητοποίηση ότι δεν μπορείς να αφήσεις τίποτα πίσω γιατί θα το βρίσκεις συνεχώς μπροστά σου, το ταξίδι θα ξεκινήσει ξανά με τη μορφή της ίδιας της ταινίας, η οποία θα πιάσει τον μίτο από την αρχή, περιμένοντας τον θεατή που θα ξεκλειδώσει υπομονετικά τα υπόκωφα μυστικά της.
Η sui generis αυτοβιογραφική διαδρομήτης Τζοάνα Χογκ στο σινεμά απέκτησε μία ακόμη ξεχωριστή στάση.