Είναι πολύ εύκολο να παρεξηγήσει κανείς το «Les Εnfants des Αutres» («Τα παιδιά των άλλων» ελληνιστί) ως μια ακόμη γαλλική ταινία της σειράς, εν μέρει ρομαντική, εν μέρει φλύαρη και εν μέρει χαριτωμένη, χωρίς στιβαρό κέντρο βάρους. Κάτι τέτοιο όμως θα αδικούσε στην πραγματικότητα την νέα ταινία της Ρεμπέκα Ζλοτόφσκι, η οποία μπορεί μεν να χρησιμοποιεί στην αφήγησή της κλασικά στοιχεία της γαλλικής κινηματογραφικής κληρονομιάς, ταυτόχρονα όμως αναδεικνύεται ως απρόσμενα καθαρή στην ματιά της, ακριβής σε αυτό που έχει να πει και τελικά περισσότερο προσωπική από όσο φαίνεται αρχικά.
Η ταινία της ακολουθεί την καθημερινότητα της Ρασέλ, την οποία ερμηνεύει με περισσή ανθρωπιά η Βιρζινί Εφιρά (εξαργυρώνοντας την φήμη που της χάρισε η «Μπενεντέτα» του Βερχόφεν, ύστερα από σχεδόν είκοσι χρόνια σταθερής, συνεπούς καριέρας). Η Ρασέλ είναι ευτυχισμένη με την ζωή της, τους μαθητές της, τους φίλους της, την κοντινή της οικογένεια (που περιλαμβάνει τον πατέρα και την αδερφή της), τα μαθήματα κιθάρας που παρακολουθεί. Δεν νιώθει την επιθυμία να γίνει μητέρα, ούτε νιώθει την έλλειψη της μητρότητας.
Οταν όμως ερωτεύεται τον Αλί του Ροσντί Ζεμ, η σχέση αυτή την φέρνει σε επαφή και με την 4-χρονη κόρη του, Λεϊλά, γεγονός που αρχίζει να δημιουργεί μέσα της μια διαφορετική αίσθηση που μπορεί να μεταφράζεται και ως ανάγκη δημιουργίας της δικής της οικογένειας.
Η Ζλοτόφσκι δεν ερμηνεύει αυτή την επιθυμία ως μανιακή ανάγκη για την απόκτηση ενός παιδιού, αν και το βιολογικό ρολόι κάνει όλο και πιο πιεστικό τον χτύπο του, όπως επισημαίνει και ο Δρ. Γουάιζμαν, τον οποίο ερμηνεύει απολαυστικά ο… Φρέντερικ Γουάιζμαν, σε ένα ξεκαρδιστικό κλείσιμο του ματιού χωρίς πραγματικό λόγο ύπαρξης αλλά σίγουρα καλοδεχούμενη αυθάδεια. Για την Ζλοτόφκσι αυτή η επιθυμία είναι κάτι περισσότερο από μια μητρική επιθυμία, είναι η ανάγκη να είναι κανείς σημαντικός για κάποιον και να αφήνει τον αντίκτυπό του στην επόμενη, νεότερη γενιά.
Χωρίς να πηγαίνει ωστόσο κόντρα στην γαλλική της φύση, η ταινία σαφώς και παραδίδεται σε μικρές χαριτωμένες ρομαντικές περιπέτειες, σε λεκτικές παρεξηγήσεις, σε συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα και σε γλυκόπικρες ανατροπές, οι οποίες όμως διατηρούν τον ρυθμό σταθερό και την αφήγηση πάντα με επαρκή ορμή. Η Ζλοτόφσκι μάλιστα δείχνει να ενσωματώνει στην αφήγηση και μια απρόσμενη προσωπική ματιά, η οποία προδίδεται από την εβραϊκή καταγωγή της Ρασέλ και την κοινή της ηλικία με την δημιουργό, κάνοντας την αφήγηση ακόμα πιο άμεση και ενδοσκοπική.
Ακόμα κι όταν η ταινία παίρνει κάποιες εύκολες αποφάσεις ενσωματώνοντας σκηνές συγκρούσεων που μοιάζουν να τηλεγραφούνται από μακριά ή ακόμα κι όταν χρησιμοποιεί το ξαφνικό δράμα για να προκαλέσει μια εξαναγκασμένη τροπή, η στοργή που νιώθει η Ζλοτόφκσι για την ηρωίδα της κάνει την αφήγηση να διατηρείται πάντα ειλικρινής, με θαυμαστό βαθμό ενσυναίσθησης και μηδαμινή διάθεση κριτικής.
Σε αυτό βοηθά φυσικά και η απατηλά ανάλαφρη ερμηνεία της Βιρζινί Εφιρά, η οποία αποκαλύπτει για άλλη μια φορά το ερμηνευτικό της εύρος και την ευκολία με την οποία εναλλάσσεται ανάμεσα στο τραγικό και το κωμικό, χωρίς μανιέρες υπερβολής και με μια μόνιμα ζεστή ματιά που αποδεικνύεται τελικά και το συναισθηματικό κέντρο βάρους της ταινίας.
Στην τελική, το «Les Εnfants des Αutres» μπορεί να μην είναι η πιο πρωτότυπη γαλλική ταινία της χρονιάς ή το πιο καινοτόμα δομημένο αφήγημα που μπορεί να βρει κανείς. Είναι όμως μια ταινία με καθαρή ματιά, αναπολογητική διάθεση και μια κρυφή – απόλυτα σημαντική – αισιοδοξία, η οποία καταφέρνει να περάσει το μήνυμά της με θαυμαστή ακρίβεια πέρα από τις ταμπέλες και τις στερεοτυπικές αντιλήψεις για την «μητέρα», την «μητριά», την «καθηγήτρια», την «μέντορα». Δεν είναι τόσο εύκολο όσο ακούγεται και αυτό αξίζει να αναγνωριστεί στην τρυφερή δημιουργία της Ζλοτόφκσι.