Μπορεί εκ πρώτης όψεως το «Bones and All» να είναι μια ταινία τρόμου -και ναι υπάρχει αίμα, υπάρχει βία, υπάρχουν σάρκες που κατασπαράσσονται-, αλλά στην πραγματικότητα οι θεματικές του, όπως και το υποψήφιο κοινό είναι πολύ πιο κοντά σε αυτά του «Να με Φωνάζεις με τ’ Ονομά Σου», παρά σε αυτά του «Suspiria». Οχι μόνο γιατί το κανιβαλικό του ρομάντζο είναι πολύ καλύτερη ταινία από την προηγούμενη του απόπειρα να ασχοληθεί με το φανταστικό και τον τρόμο, αλλά κυρίως διότι η καρδιά του φιλμ χτυπά στον ίδιο ρυθμό με εκείνη την ιστορία ανακάλυψης του εαυτού σου και του νεανικού έρωτα.
Η Μάρεν είναι ένα κορίτσι που νομίζει ότι είναι μόνο στον κόσμο, αφού αυτό που την χωρίζει από όλους τους άλλους, είναι η πείνα της για ανθρώπινη σάρκα που όταν γίνεται τόσο επίμονη, πρέπει να ικανοποιηθεί. Εχοντας εγκαταλειφθεί μικρή από την μητέρα της, ζει με τον πατέρα της αλλάζοντας συχνά σπίτι και ταυτότητα κάθε φορά που η κόρη του κάνει κάτι που δεν μπορεί να μείνει κρυφό. Μέχρι την στιγμή που θα γίνει 18 και ενήλικη πια, ο πατέρας της θα την εγκαταλείψει αφήνοντάς της πίσω μια κασέτα όπου αφηγείται την ιστορία της και με κάποιες συμβουλές κι ευχές για την υπόλοιπη ζωή της.
Και κυρίως θα της αφήσει το πιστοποιητικό γέννησής της, με το αληθινό όνομα της μητέρας της την οποία η Μάρεν θα αποφασίσει να αναζητήσει ξεκινώντας ένα ταξίδι στην μέσα Αμερική. Σύντομα, στον δρόμο, θα ανακαλύψει πως όχι μόνο δεν είναι η μόνη με την συγκεκριμένη πείνα, αλλά πως οι άλλοι σαν αυτή μπορούν να την μυρίζουν όπως θα την διδάξει ο Σάλι, ένας πρόσκαιρος και ελαφρώς ανατριχιαστικός μέντορας [αξέχαστος ο Μάρκ Ράιλανς στον ρόλο], που θα συναντήσει στην αρχή του ταξιδιού κι από τον οποίο δεν δείχνει πως μπορεί να ξεφύγει εύκολα.
Θα είναι όμως ο Λι, ένας εξίσου χαμένος όπως εκείνη νεαρός, που θα της διδάξει πως δεν πρέπει να φοβάται ή να ντρέπεται για την φύση της και πως ακόμη και σε έναν κόσμο εχθρικό, οι διαφορετικοί, οι παρίες όπως αυτοί, μπορούν να απαιτήσουν και ίσως ακόμη και να βρουν τη θέση τους.
Δεν είναι δύσκολο να δεις πίσω από το πρώτο επίπεδο της αφήγησης το πως ο Γκουαντανίνο στήνει μέσα από την ιστορία των νεαρών κανιβάλων του, μια queer παραβολή για την διαφορετικότητα, που γίνεται ακόμη πιο εμφανής από το γεγονός ότι το φιλμ διαδραματίζεται στην δεκαετία του 80, στις μέρες του Ρόλαντ Ρίγκαν και στον ηθικό πανικό εναντίον της ομοφυλοφιλίας που είχε επιφέρει το AIDS. O ίδιος λέει πως «τον έλκουν οι άνθρωποι του περιθωρίου» και πως η ταινία είναι για εκείνον «ενας διαλογισμός πάνω στο ποιος είμαι και το πως μπορώ να υπερνικήσω τα όσα νιώθω [για μένα] ειδικά για πράγματα που δεν μπορώ να ελέγξω».
Και φυσικά πίσω από το αίμα και την βία η ταινία του έχει την αίσθηση ενός εφηβικού ρομάντζου και η ματιά του απέναντι στους ήρωές του είναι εξίσου τρυφερή όσο αυτή πάνω στον Ελιο και τον Ολιβερ του «Να με Φωνάζεις με τ’ Ονομά Σου». Η Ράσελ κι ο Σαλαμέ συνθέτουν ένα παράξενο αλλά ελκυστικό ζευγάρι και το σινεμά του Γκουαντανίνο έχει την γνώριμη ελαφρότητα, μουσικότητα και αισθητική που τον χαρακτηρίζει, ακόμη και στις πιο ματωμένες στιγμές του.