Παρ΄ότι ξεκινά με μια νυχτερινή διαδρομή στην πιο άγρια πλευρά της Νάπολης που καταλήγει σε ένα πιστολίδι ανάμεσα σε δυο φίλους, το φιλμ του Μαρτόνε, φτάνει γρηγορα σε αυτό που θα είναι ο τόπος που θα εξελιχθεί η πλειοψηφία του φιλμ, το σπίτι του «δημάρχου» της γειτονιάς Σανιτά, ενός μαφιοζου που είναι το αφεντικό της περιοχής.
Οι δυο νεαροί που πυροβολήθηκαν θα φτάσουν εκεί για να πάρουν τις πρώτες βοήθειες από τον γιατρό του σπιτιού αλλά και να λύσουν τις διαφορές τους, όπως κι ένας τοκογλύφος που θέλει να πάρει τα χρηματά του πίσω, κι ένας νεαρός με την έγκυο αρραβωνιαστικιά του, ο οποίος έχει σοβαρά παράπονα από τον πατέρα του. Ο «δήμαρχος» Αντόνιο Μπαρακάνο είναι ο άνθρωπος που δίνει σολομώντειες (ή όχι και τόσο), λύσεις στα προβλήματά τους, έχοντας την ίδια στιγμή να αντιμετωπίσει τα δικά του οικογενειακά προβλήματα, όπως τον έναν από τους δύο σκύλους του που δάγκωσε τη γυναίκα του.
Ο Ντε Φιλίππο καταγράφει στο θεατρικό του την υπερβολικά στενή σχέση της μαφίας με τους ανθρώπους της φτωχής Νάπολης κάτι που μπορεί να ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον σε ένα θεατρικό του 1967, μα που μοιάζει απόλυτα γνώριμο μετά από δεκάδες ταινίες και σειρές για τη μαφία σήμερα.
Και δεν βοηθάει καθόλου το γεγονος ότι ο Μαρτόνε που ανέβασε το θεατρικό στη σκηνή το 2017, κρατά αυτούσιους τους διαλόγους κι βάζει τους ηθοποιούς του να παίζουν με εναν απόλυτα θεατρικό τρόπο. Το αποτέλεσμα δεν είναι νεωτερικό ή ενδιαφέρον, αλλά αμήχανο και κουραστικό, ένα αδιάφορο υβρίδιο μεταξύ θεάτρου και σινεμά που δεν μοιάζει να έχει ουσιαστικό λόγο ύπαρξης.
Tags: Μάριο Μαρτόνε