Το έτος είναι 2025. Ο πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας έχει επίσημα και τυπικά τελειώσει. Οχι, όμως, για όλους. Στην ανατολική Κριμαία, ο Σεργκέι και ο Ιβάν ζουν με το μετα-τραυματικό σύνδρομο των φρικαλεοτήτων που έχουν βιώσει τα προηγούμενα χρόνια. Στήνουν πεδία βολής στα περίχωρα του χαλυβουργείου που δουλεύουν και πυροβολούν αδιακρίτως για να εκτονώσουν αδιέξοδα την οργή τους. Στο εργοστάσιο οι συνάδελφοί τους τους θεωρούν παρίες, κομμάτι ενός παρελθόντος που προσπαθούν να ξεχάσουν. Μέχρι τη στιγμή που ο Ιβάν αυτοκτονεί πέφτοντας στο παχύρρευστο μάγμα και το εργοστάσιο κλείνει επίσημα για «λόγους αναδιάρθρωσης», αλλά ουσιαστικά επειδή η περιοχή δεν πρόκειται να ανακάμψει ποτέ οικονομικά μετά την καταστροφή.
Ο Σεργκέι, ο οποίος προτιμά να ζει εξοστρακισμένος μέσα στα χαλάσματα, έχοντας χάσει την οικογένεια και όλους τους γνωστούς του, βρίσκει τελικά δουλειά σε μια εταιρεία μεταφοράς υδάτων (σε όλη την περιοχή το νερό έχει δηλητηριαστεί ανεπανόρθωτα) και κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού σε μια απέραντη και νεκρική ενδοχώρα συναντά ένα συνεργείο εθελοντών που ανακαλύπτει πτώματα στρατιωτών και από τις δύο πλευρές και προσπαθεί να εντοπίσει την ταυτότητά τους προκειμένου να τα στείλει πίσω στις οικογένειές τους. Μέλος τους συνεργείου είναι και η Κάτια, μια νεαρή φοιτήτρια αρχαιολογίας, που συμμετέχει γιατί κάνει «ό,τι σπούδασε, απλώς αυτή τη φορά τα ευρήματα αφορούν στο παρόν». Ο Σεργκεί θα αποφασίσει να τη βοηθήσει κι εν μέσω των νεκρών που αποκαλύπτει η ομάδα ξαναζεί τη φρίκη του πολέμου, μέσα στην οποία αισθάνεται, ωστόσο, οικειότητα, γιατί αυτή είναι πλέον η δική του πραγματικότητα.
Ο Βαλεντίν Βασιάνοβιτς, σκηνοθέτης μέχρι σήμερα (κυρίως) ταινιών τεκμηρίωσης, είναι ίσως περισσότερο γνωστός ως διευθυντής φωτογραφίας μιας από τις πλέον σοκαριστικές ταινίες των τελευταίων χρόνων, της «Φυλής» του συμπατριώτη του Μίροσλαβ Σλομποσπίτσκι. Στο «Ατλαντίς», την πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία του, εκτελεί χρέη παραγωγού, σκηνοθέτη, διευθυντή φωτογραφίας και μοντέρ και συνθέτει με τα πλέον ζοφερά χρώματα μια εφιαλτική μελλοντική εκδοχή της χώρας του ως μια no man’s land, η οποία έχει υποστεί μια ανεπανόρθωτη οικολογική καταστροφή, μια δυστοπία μέσα στα χαλάσματα, όπου οι καπνοί των εργοστασίων μαυρίζουν έναν ουρανό που δεν έχει ποτέ ήλιο.
Η πλανοθεσία του Βασιάνοβιτς θυμίζει πολύ εκείνη του Ρόι Άντερσον. Μόνο που στα δικά του στατικά πλάνα και στα βασανιστικά τράβελινγκ της κάμερας δεν κρύβεται καμία χαρά, καμία ελαφρότητα να γλυκάνει την υπαρξιακή αγωνία, καμία σωτηρία. Αντίθετα, όλα συνήθως καταλήγουν σε μια σοκαριστική αποκάλυψη ή καταγράφουν με μια νοσηρή κλινικότητα που κάνει τις ταινίες του Χάνεκε να μοιάζουν με μιούζικαλ τη φρίκη και τη σήψη μιας μεταπολεμικής κοινωνίας που ακόμα συλλέγει τις νάρκες από τις πεδιάδες (η διαδικασία θα πάρει 15-20 χρόνια) και κυρίως ακόμα συλλέγει πτώματα σε προχωρημένη αποσύνθεση, με λιωμένα πρόσωπα και μέλη, τα οποία μπορούν να αναγνωριστούν μόνο από όσα στρατιωτικά εμβλήματα έχουν μείνει στα διαλυμένα ρούχα.
Από το πρώτο πλάνο με θερμική κάμερα, στο οποίο καταγράφεται από ψηλά η δολοφονία ενός στρατιώτη, ο Βασιάνοβιτς συνθέτει εικόνες παράνοιας, φρίκης και ερήμωσης. Αποτυπώνει το χαλυβουργείο σαν μια επίγεια κόλαση που ξερνάει καπνούς και φλόγες, δίνει στην ανακοίνωση του κλεισίματος του εργοστασίου διαστάσεις «Μεγάλου Αδερφού», με το πρόσωπο του ceo να ανακοινώνει από μια μεγαλοοθόνη στα αγγλικά την είδηση σε ένα πλήθος εργατών που αποτελούν μικροσκοπικές σκιές, καταγράφει με κάθε ανατριχιαστική λεπτομέρεια τις νεκροψίες των στρατιωτών, όσο το κάδρο παραμένει σταθερό κι ακίνητο, μια φυλακή από την οποία δεν υπάρχει καμία απόδραση.
Και μέσα σ’ αυτό το πνιγηρό πλαίσιο, η (νομοτελειακή) σαρκική ένωση του Σεργκεί με την Κάτια δεν θα έχει ρομαντικές αποχρώσεις, ούτε θα γίνει σύμβολο της ζωής που νικά και συνεχίζεται, αλλά θα έχει την απελπισία δύο αγριμιών που αισθάνονται πως είναι τα τελευταία που έχουν απομείνει στον κόσμο. Η κάμερα θα γίνει για λίγο και πάλι θερμική, για να καταγράψει τη φλόγα που καίει μέσα τους, και χωρίς καμία δραματουργική κορύφωση, αλλά πάντα με μια αποστασιοποιημένη ψυχρότητα (που σε σημεία αγγίζει τη νοσηρότητα) θα τους αφήσει στο ίδιο τοπίο, επιζώντες σε μια «Ατλαντίδα» που παλεύει να μείνει στην επιφάνεια. Στη limbo δεν υπάρχει ποτέ κάθαρση.