Μία 55χρονη γυναίκα νιώθει εγκλωβισμένη, άδεια, παγωμένη. Το σεξ για εκείνη είναι μόνο πληρωμένα call boys τα οποία κοιτάει με κρυφή πείνα, αλλά ποτέ δεν αγγίζει. Ούτε εκείνη επιτρέπει να την αγγίζουν. Η ιστορία της δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο, ομολογεί η ίδια. Δεν της έχει συμβεί κάτι τραγικό, κάτι που τουλάχιστον να θυμάται. Βέβαια οι εικόνες από τις επισκέψεις της στο νοσοκομείο στον υπερήλικα πατέρα της υποψιάζουν για το αντίθετο.
Η γυναίκα αυτή αποφασίζει να ξεγυμνωθεί. Μπροστά μας και μπροστά στο φακό της νεαρής σκηνοθέτιδας Αντίνα Πιντιλιέ, η οποία την παρατηρεί στις επισκέψεις της σε διάφορους σεξουαλικούς θεραπευτές: μία 60χρονη τρανσέξουαλ που προσπαθεί να την απελευθερώσει μέσω ψυχανάλυσης και μουσικής, έναν Αυστραλό s&m ακτιβιστή (ως λύση του να καταλάβει κανείς τα όριά του και να τα ξεπεράσει), ένα γκρουπ ανθρώπων με σωματικές αναπηρίες στο οποίο εργάζεται ένας νεαρός Ισλανδός θεραπευτής με τον οποίο είναι κρυφά ερωτευμένη.
«Το πώς μας αγάπησαν στη ζωή μας, καθορίζει πώς αγαπάμε...» πρεσβεύουν όλοι. Κι εμείς καλούμαστε μέσα από αυτή τη διαδρομή να γίνουμε μάρτυρες του πώς η έκφραση στο σεξ δίνει στον κόσμο την ευκαιρία να μας κοιτάξει από μία πραγματική και συμβολική κλειδαρότρυπα: η οικειότητα που επιτρέπουμε προσφέρει τη θέα του ποιοι πραγματικά είμαστε.
Το σκηνοθετικό ντεμπούτο της ρουμάνας σκηνοθέτιδας Αντίνα Πεντίλε ξεκινά και τελειώνει με την κάμερά της. Ή, μάλλον, με το μόνιτορ της κάμερας που δείχνει πρώτα την ίδια, έτσι όπως κοιτά την ηρωίδα της. Κι αυτό γιατί η ταινία, ακροβατώντας ανάμεσα στη φιξιόν (υπάρχει σενάριο, η κεντρική μας ηρωίδα είναι η ηθοποιός Λόρα Μπένσον, κι ο ισλανδός θεραπευτής είναι ο Τομά Λεμαρκί του «Nói Αlbinói») και το ντοκιμαντέρ (οι σεξουαλικοί θεραπευτές κι ακτιβιστές είναι πραγματικά πρόσωπα που παρουσιάζουν τους εαυτούς και τα πιστεύω τους) λειτουργεί ως καθρέφτης. Καθρέφτης της Πεντίλε και της ανάγκης της να γυρίσει μία ταινία που κοιτά πρώτα από όλους την ίδια. Καθρέφτης για το κοινό που, αν το επιλέξει, μπορεί να ανοίξει διάλογο με τη δική του συμπλεγματική πραγματικότητα.
Αρκετά αμήχανη να την παρακολουθήσεις σε σημεία κι εξαιρετικά προσωπική (για το αν κάτι τέτοιο θα σε αγγίξει ή όχι) η ταινία της Πιντιλιέ βρίσκεται πάντα παρούσα όσο τα σώματα των ανθρώπων αγγίζονται ή παραμένουν μοναχικά, όσο οι μαρτυρίες τους μάς εξομολογούνται γυμνό συναίσθημα ή απλά ακόμα και η σκέψη τους κλειδώνει περισσότερο στα σκοτάδια τους. Το παιχνίδι με το ποιος είναι πραγματικός χαρακτήρας και ποιος ηθοποιός λειτουργεί στο να σκεφτόμαστε διαλλακτικά τις μάσκες που όλοι φοράμε (και λίγοι βγάζουν για να κάνουν σεξ, ενώ ακόμα πιο ελάχιστοι δε χρειάζεται, γιατί νιώθουν την άνεση να μην τις φορούν εξ αρχής).
Το αποτέλεσμα, μπορεί να μην είναι τελικά ό,τι τολμηρότερο ή πιο ριζοσπαστικό ψυχαναλυτικά έχουμε δει, από την άλλη όμως επιτυγχάνει μία καλαίσθητη, φωτεινή και, το σπουδαιότερο, μη-επικριτική ματιά σε θέματα που κρύβουμε επιμελώς στο ασυνείδητό μας και μία γενναιόδωρη παρατήρηση της σύγχρονης μοναξιάς μας.
[Το κείμενο είναι αναδημοσίεση από το Φεστιβάλ Βερολίνου όπου το «Touch me Not» είχε κερδίσει τη Χρυσή Αρκτο.]