
Ξεκίνημα νέας εβδομάδας για το 27ο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, με προβολές από κάθε γωνιά του πλανήτη - και την πραγματικότητα να αντέχει πάνω στους όρους της τεκμηρίωσης και της μυθοπλασίας.
Το 27ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης διεξάγεται φέτος από τις 6 μέχρι και τις 16 Μαρτίου. Το Flix βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη και σας μεταφέρει όλα όσα συμβαίνουν μέσα κι έξω από τις αίθουσες.
Αποστολή στη Θεσσαλονίκη: Λήδα Γαλανού, Βένα Γεωργακόπουλου, Ρόμπυ Εκσιέλ, Μανώλης Κρανάκης, Πόλυ Λυκούργου
Διαβάστε ακόμη: Οδηγός επιβίωσης για το 27ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης
Κυκλοφόρησε το Πρώτο Πλάνο, τεύχος 315, ζωή να 'χει. Φτιαγμένο με μεράκι, σε συνεργασία με την Τεχνητή Νοημοσύνη μόνο και με τον σκηνοθέτη Γιώργο Δρίβα, με αρχισυνταξία της Δήμητρας Νικολοπούλου και στήσιμο του Γιάννη Καρλόπουλου. Πάρτε το, μελετήστε το, για να έχουμε να λέμε τα υπέρ και τα κατά, ή τα κατά και τα κατά, της συμβίωσής μας με την ΑΙ.
To 27o Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης διεξάγεται φέτος από τις 6 μέχρι και τις 16 Μαρτίου. Περισσότερες πληροφορίες στο επίσημο site του Φειστιβάλ Θεσσαλονίκης και στις σελίδες του στο Facebook και το Instagram. Μάθετε τα πάντα για το TiDF27 στην ειδική ενότητα του Flix που ανανεώνεται συνεχώς.
Το Flix βλέπει και γράφει ταινίες από το πρόγραμμα του 27ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης
Η Καρδιά του Ταύρου, Εύα Στεφανή, Ελλάδα, 2025, 79΄ | Διεθνές Διαγωνιστικό
Η Εύα Στεφανή ξεκίνησε να κινηματογραφεί τις πρόβες του «Εγκάρσιου Προσανατολισμού» του Δημήτρη Παπαϊωάννου ένα σχεδόν χρόνο μετά την έναρξη τους. Οι πρόβες θα συνέχιζαν σχεδόν στο διηνεκές, όσο η πανδημία κρατούσε κλειστά τα θέατρα και σε ένα βασανιστικό λίμπο κάθε, καλλιτεχνική και μη, ανθρώπινη δραστηριότητα. Μπαίνοντας μέσα στην κεντρική σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση με την κάμερα της, η Εύα Στεφανή μπήκε μέσα σε ένα μικρόκοσμο που αφηγούνταν (ή προσπαθούσε να αφηγηθεί) καθημερινά τη δική του ιστορία, φτιαγμένη από υλικά που λίγο είχαν να κάνουν με την παγκόσμια τρομακτική συνθήκη του εγκλεισμού.
Ή μήπως όχι;
Μήπως ο εγκλεισμός και οι τεχνικές της αντιμετώπισης του έπαιξαν ρόλο όχι μόνο στην απόφαση να συνεχίζουν οι πρόβες μέχρι νεωτέρας, αλλά τελικά και στην ίδια την τελική παράσταση; Μήπως αυτή η εξωγενής συνθήκη δεν έμενε έξω από την κλειστή πόρτα των προβών αλλά έδωσε το στίγμα της και στο τελικό αποτέλεσμα ενός ντοκιμαντέρ καλειδοσκοπικού και τελικά κλειστοφοβικού - καθώς καταγράφει την προετοιμασία μιας παράστασης και δεν βγαίνει παρά σπάνια εκτός από την πλατεία, τη σκηνή, τα καμαρίνια και τους διαδρόμους των θεάτρων.
Ή μήπως όχι;
Δεν υπάρχουν απαντήσεις. Ο.τι είναι ο «Εγκάρσιος Προσανατολισμός» είναι αυτό που βλέπεις, αλλά κυρίως αυτό που νιώθεις βλέποντας την παράσταση. Οσο και να αναλύσεις ή να εξηγήσεις τίποτα δεν είναι πιο δυνατό από αυτό που βλέπεις. Ο,τι είναι η «Καρδιά του Ταύρου» είναι αυτό που βλέπεις, αλλά κυρίως αυτό που νιώθεις βλέποντας το ντοκιμαντέρ. Οσο και να αναλύσεις ή να εξηγήσεις τίποτα δεν είναι πιο δυνατό από αυτό που βλέπεις. Ο,τι είναι ο Δημήτρης Παπαϊωάννου είναι αυτό που βλέπεις αλλά κυρίως αυτό που νιώθεις βλέποντας τον να κοιτάζει με μυωπικό βλέμμα τις πρόβες, τα λυμένα κορδόνια στο παπούτσι ενός από τους χορευτές του, το χριστουγεννιάτικο special της Μαράια Κάρεϊ.
Η «Καρδιά του Ταύρου» είναι ακόμη ένα κομμάτι στο έργο της Εύας Στεφανή, φτιαγμένο με το ίδιο διεισδυτικό βλέμμα αλλά και την ελαφρότητα της αν-οικειότητας με τη οποία παρατηρεί τους ανθρώπους και τα πράγματα. Φαινομενικά είναι ένα ντοκιμαντέρ για τις πρόβες μιας παράστασης και στη διαδρομή γίνεται ένα πορτρέτο ενός ανθρώπου που «σκιτσάρεται» και «σβήνεται» την ώρα που δημιουργείται σε μια παράδοξη, συναρπαστική, live εκδοχή μιας ευρύτερης μαγνητοσκόπησης εικόνων, ήχων και εμπειριών.
Στην πραγματικότητα «Η Καρδιά του Ταύρου» είναι κάτι άλλο και από αυτά τα δύο, απροσδιόριστο ακόμη και όταν πιστεύεις ότι το έχεις ανακαλύψει. Μια σπουδή πάνω στο backstage, ένα δοκίμιο πάνω στον ανδρισμό, ένα παιχνίδι με την παιδική ηλικία, η ιστορία ενός αγοριού που χάνει τον πατέρα του, ένα κόμικ που γράφει διαρκώς «συνεχίζεται στο επόμενο», μια δοκιμή πάνω στο πως μπορείς να προσομοιώσεις το ανθρώπινο βλέμμα όταν αυτό προσπαθεί να συλλάβει έννοιες άπιαστες, ίσως ακόμη μη διαμορφωμένες - μέχρι και μη γνωστές.
Ο τόνος είναι μελαγχολικός, κλειστοφοβικός αλλά όχι όπως νιώθεις στην αρχή μόνο ως κάτι τρομακτικό, αλλά και ως κάτι που καθώς περνά η ώρα σε κρατά ασφαλή, ανάμεσα σε ανθρώπους που αγαπάς, οικογένειες που επιλέγεις. Ο λόγος είναι πυκνός, αλλά όχι εξομολογητικός. Εχει τη ροή της διαρκούς πρόβας, όχι μόνο για μια παράσταση αλλά ίσως και για την ίδια τη ζωή. Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου δεν ανοίγεται όπως ίσως θα περίμενε κανείς απέναντι σε μια κάμερα που τον σέβεται/θαυμάζει/παρατηρεί/παίζει μαζί του. Οσα δεν λέει όμως μπορείς να τα αναζητήσεις στα βλέμματα, τις σιωπές, τις μικρές εκρήξεις αναμνήσεων και το λάιτ (πόσο ειρωνικά, πόσο συγκινητικά, πόσο αληθινά) μοτίφ ενός πατέρα που φεύγει κι όμως βρίσκεται παντού από την αρχή της ταινίας μέχρι και το τέλος της.
Η «Καρδιά του Ταύρου» είναι μια ιστορία αγάπης. Ενός αγοριού που έκανε κόμικς και ενός κοριτσιού που κινηματογραφούσε πεζοδρόμια. Η «Καρδία του Ταύρου» είναι η ένωση των δύο βλεμμάτων τους - το καθένα να κοιτάζει για πρώτη φορά την Τέχνη του άλλου. Περίπου μια ιστορία ενηλικίωσης.
Μανώλης Κρανάκης
Ρίφενσταλ (Riefenstahl), Αντρες Βάιελ, Γερμανία, 2024, 115΄ | Ανοιχτοί Ορίζοντες
Μπορούμε, πρέπει, θέλουμε ν' απομονώνουμε το έργο από τον/την καλλιτέχνη; Μια από τις πιο πολυχρησιμοποιημένες αλλά και καθοριστικές φιγούρες που προκαλούν αυτό το ερώτημα, από τα τέλη της δεκαετίας του '30 ως σήμερα, είναι η Λένι Ρίφενσταλ. Η εμπνευσμένη σκηνοθέτης, οραματίστρια, ατρόμητη, πανέμορφη γυναίκα, αλπινίστρια, που επικαλούμενη, ανέκαθεν, «άγνοια», εργάστηκε στην υπηρεσία της ναζιστικής προπαγάνδας κι ακόμα περισσότερο, εξύψωσε σε συγκλονιστική τέχνη τα κίνητρα και τις πρακτικές του Χίτλερ και του για ένα διάστημα συντρόφου της, Γκέμπελς.
Ο Αντρες Βάιελ δεν παίρνει κραυγαλέα θέση απέναντι στην ηρωίδα του. Περισσότερο δείχνει, άφθονο υλικό, και μια κατεύθυνση. Πιάνει την ιστορία της Ρίφενσταλ και από τα νεανικά της χρόνια αλλά κυρίως από το 1938 και την απίστευτα ρηξικέλευθη σκηνοθετικά «Olympia» της, την αποτύπωση των Ολυμπιακών του Βερολίνου που, τι νόστιμο τρίβια, κέρδισε τον Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ της τότε φασιστικής Βενετίας, όπου και έκανε πρεμιέρα πέρσι αυτό εδώ το ντοκιμαντέρ.
Από εκεί, η ταινία μοιράζεται καταπληκτικά ντοκουμέντα και περισσότερο από την ίδια τη Ρίφενσταλ, σε όλες τις ηλικίες της ζωής της, σε ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές, μέχρι σχεδόν τον θάνατό της το 2003, σε ηλικία 101 χρόνων, να είναι πάντα και πανταχού παρούσα, ποτέ κρυμμένη και να προσπαθεί να υπερασπιστεί την υπόληψή της, πάντα ελαφρώς νάρκισσος, πάντα αθώα απέναντι στη συλλογική ανθρώπινη ενοχή, πάντα με το επιχείρημα του «δεν γνώριζα» και «ο καθένας αυτό θα έκανε».
Το φιλμ προχωρά πολύ πιο μακριά από τον Β' Παγκόσμιο, δείχνοντας διαρκώς έμπρακτα τις συνέπειες που είχε το σινεμά της Ρίφενσταλ, συχνά και το ίδιο το γύρισμά τους, μεταφερόμενο από την ταινία που έκανε το '40, το «Lowlands», χρησιμοποιώντας για κομπάρσους Ρομά κρατούμενους σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, ως την τρίτη ηλικία, όταν εκείνη, πάντα φαντασμαγορική, έμεινε στο Σουδάν και κινηματογράφησε τους κατοίκους των βουνών Νούμπα, πάνω-κάτω με την ίδια αίσθηση αναλώσιμου.
Το ωραιότερο και σημαντικότερο στοιχείο αυτής της ταινίας είναι πως δεν είναι απλοϊκή και δεν βιάζεται. Κοπιάζει μέσα στον πλούτο του αρχείου της Ρίφενσταλ και αξιοποιεί υλικά με τρόπο σύνθετο και πνευματώδη. Δεν θέλει να την αφορίσει πρόχειρα, λαϊκίστικα, θέλει να το κάνει - που δεν το κάνει, απλώς υποδεικνύει - με μελέτη, ακόμα και σεβασμό για το έργο της, αντιστεκόμενη κάθε φορά στο αυτονόητο, για να το αποδεχτεί στη συνέχεια βάσει των στοιχείων που έχει συλλέξει. Μ' έναν τρόπο, η Ρίφενσταλ θα ήταν περήφανη γι' αυτή την τόλμη και την αρτιότητα.
Λήδα Γαλανού
Κάτω από τις Σημαίες, ο Ηλιος (Under the Flags, the Sun), Χουάνχο Περέιρα, Παραγουάη, Αργεντινή, Η.Π.Α., Γαλλία, Γερμανία, 2025, 91΄ | Διεθνές Διαγωνιστικό
Από το 1954 ως το 1989, για 35 χρόνια, η Παραγουάη βρισκόταν υπό την αυταρχική διακυβέρνηση του δικτάτορα Αλφρέδο Στρέσνερ. Κι αν η μικρή χώρα, εγκλωβισμένη ανάμεσα στους γίγαντες Βραζιλία και Αργεντινή, ήλπισε σε μια καλύτερη τύχη με το πραξικόπημα του Στρέσνερ, γρήγορα φάνηκε η σκληρότητα του καθεστώτος του. Φάνηκε; Τίποτα δεν φάνηκε, τότε τουλάχιστον, μια και μόνο μετά την πτώση του (και τη διαδοχή του από μια άλλη δικτατορία), ήρθαν στην επιφάνεια εγχώρια και διεθνώς κάποια, περιορισμένα, ντοκουμέντα.
Αυτά τα ντοκουμέντα αναζήτησε και συνέλλεξε σε διάρκεια χρόνων ο Περέιρα και τα συνέθεσε σ' ένα κολάζ τεκμηρίωσης, θα λέγαμε ιμπρεσιονιστικό. Δεν πρόκειται για μια παράθεση στοιχείων, ας πούμε με χρονολογική σειρά, αλλά από τη διαδοχή μικρών κλιπ από επίκαιρα, από ομιλίες και συνεντεύξεις, φιλμ προπαγάνδας και έγγραφα, που περισσότερο δημιουργούν μια αίσθηση παρά μια γραμμική αφήγηση.
Ο Περέιρα αφήνεται σε όσα του προσφέρουν τα τεκμήρια, χρησιμοποιώντας το μοντάζ για να «μιλήσει» γι' αυτά, ή προσφέροντάς μας μόνο γεύσεις από υλικό που είναι ελλειπές σε κάποιες περιπτώσεις. Γιατί σημασία δεν έχει να μας αφηγηθεί την ιστορία της χώρας του. Κι αυτό ακριβώς το στοιχείο είναι που κάνει το ντοκιμαντέρ του, βραβευμένο στη φετινή Berlinale, σημαντικό όχι για την Παραγουάη του τότε, αλλά για τους δικούς μας καιρούς και τους δικούς μας τόπους. Οσο το φαινομενικά συγκεχυμένο υλικό αποδίδει μια τεχνητή εικόνα, εναλλάξ, ευμάρειας ή τρόμου, άλλο τόσο επισημαίνει, με κάθε κομματάκι του κολάζ του, πώς στήνεται μια δικτατορία και πώς συντηρείται, ασκώντας κρυφά τη βία και καμουφλάροντάς τη με προπαγανδιστικές δημιουργίες. Τόσο αρχετυπικό, τόσο επίκαιρο.
Λήδα Γαλανού
Αυτή που Ελπίζει, Στρατής Χατζηελενούδας, Ελλάδα, 2025, 68΄ | Διαγωνιστικό Film Forward
Ενα συμπαντικό-οικολογικό-υπαρξιακό παραμύθι επιχειρεί να αφηγηθεί ο Στρατής Χατζηελενούδας στο ντοκιμαντέρ «Αυτή που Ελπίζει» και, ναι, όπως λέει και ο τίτλος του, έχει αισιόδοξο τέλος. Αλλά μια διαδρομή απόλυτα συγκεχυμένη, παρόλα τα ψίχουλα που πετάει στο διάβα της και τις πάμπολλες εξηγήσεις που δίνει και ξαναδίνει η αθέατη πρωταγωνίστριά του: μια εξωγήινη που καταφτάνει μετά από ταξίδι χιλίων χρόνων στη Γη από τον δικό της κατεστραμμένο, σιωπηλό πλανήτη μήπως και βρει τη λύση: έναν κόσμο που έχει ζωντανά πουλιά, να φέρει τη γλώσσα τους πίσω στον δικό της, να τον ξαναζωντανέψει.
Εξ ου και διαδοχικά η εξωγήινη (παρέα με ένα... εμφύτευμα στον εγκέφαλό της που την παρασύρει πότε-πότε σε φιλοσοφικές συζητήσεις), βρίσκεται σε χώρους γεμάτους πουλιά – καθένας τους θα μπορούσε να είναι ένα ολόκληρο ντοκιμαντέρ, πάνω από τρία-τέσσερα «χαμένα» ντοκιμαντέρ μέσα στο ντοκιμαντέρ μέτρησα, ίσως πιο ενδιαφέροντα και με πιο σαφές νόημα από την τελική σύνθεση του Χατζηελενούδα. Χώροι και κόσμοι πρωτόγνωροι και εξωτικοί, όπως ένας διαγωνισμός κελαηδήματος ωδικών πτηνών μπροστά σε ανθρώπους ειδικούς και παθιασμένους, που μελετούν και κρίνουν τις νότες τους. Αλλοι πιο αναμενόμενοι, όπως οι «καναρινάδες», οι «περιστεράδες» και εκείνοι που σε κάποιο χωριό (νομίζω της Εύβοιας) έχουν φτιάξει μια καταπληκτική γλώσσα με σφυρίγματα για να επικοινωνούν. Και, φυσικά, υπάρχουν και οι απαραίτητες χωματερές, λόγω των γλάρων, βεβαίως, αλλά με τους τελευταίους σε αναβαθμισμένο ρόλο, να «προσπαθούν να καλύψουν τη σιωπή, να δώσουν ζωή σ’ ένα κόσμο που έχει χάσει τη φωνή του».
Μ’ αυτά και με αυτά η εξωγήινη γυρνάει σπίτι της με αναπτερωμένη την ελπίδα μιας νέας γλώσσας των πουλιών. Οταν, όμως, χρειάζεσαι λόγο, ατέλειωτο, ποιητικό, παιδικό λόγο για να στηρίξεις μια ταινία, που έχει θέμα της την σιωπή, την απώλεια της γλώσσας και την ανάγκη να βρεθεί ένας νέος τρόπος έκφρασης από τα κακόμοιρα τα πουλάκια, τότε κάποιο πρόβλημα υπάρχει.
Βένα Γεωργακοπούλου
NovaMax SkyLand, Διονυσία Κοπανά, Ελλάδα, 2025, 78΄ | Διαγωνιστικό Film Forward
Η θέα από τα μπαλκόνια της Αθήνας. Αυτό είναι το θέμα του νέου ντοκιμαντέρ της Διονυσίας Κοπανά που συμμετέχει στο Διαγωνιστικό Τμήμα Film Forward του 27ου Διεθνούς Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
Μια θέα γνώριμη, θα έλεγε κανείς οικεία. Και μαζί μια θέα που κάπου ανάμεσα στο όριο της ομορφιάς και της ασχήμιας κρύβει κάτι από την αλήθεια μιας πόλης που είναι η μικρογραφία μιας χώρας και μαζί ο καθρέφτης μιας καθημερινότητας που άλλοτε σφύζει από μοναξιά και άλλοτε μαραζώνει από τη βουή - λίγες μόνο από τις αντιθέσεις που ανέκαθεν αποτελούσαν το σπάνιο ψηφιδωτό της.
Η Κοπανά κοιτάζει με περιέργεια. Ίσως και με μια παιδική ανυπομονησία. Κλέβει στιγμές. Είτε αυτές είναι δύο γατιά που παίζουν στον ακάλυπτο, είτε ένα Πάσχα Ελλήνων στα περιορισμένα τετραγωνικά ενός φωταγωγού και το αυτοσχέδιο πάρτι στον τελευταίο όροφο όταν ο καιρός είναι ακόμη καλός και η ανοχή των γειτόνων αφήνει τη μουσική να παίζει δυνατά. Δεν είναι αδιάκριτη. Προσπαθεί πιο πολύ να αναζητήσει τι απομένει από το θόρυβο της πόλης όταν το καθημερινό «ρεπεράζ» κοντοστεκεί και οι ανθρώπινες φιγούρες δεν είναι ακριβώς οι πρωταγωνιστές αυτής της αστικής τραγικωμωδίας. Της κλέβει το βλέμμα μια ηλικιωμένη κυρία που μοιάζει να ζει σε ένα δικό της χώρο και σίγουρα σε έναν δικό της χρόνο…
Το ντοκιμαντέρ της είναι ποιητικό. Ίσως όχι λυρικό. Και η τάση του είναι να ανακαλύψει τη βαθύτερη έννοια του τοπίου ως ένα μέρος ασφάλειας, στέγασης, συνεκτικού κοινωνικού ιστού. Ίσως γι’ αυτό και η μόνη σκοτεινή στιγμή του είναι μια πυρκαγιά στις παρυφές του λεκανοπεδίου. Τόσο μακριά αλλά και τόσο κοντά. Δεν απειλεί σπίτια και ζωές μέσα στο κέντρο της πόλης, αλλά της κλέβει οξυγόνο, φύση, μέλλον. Δημιουργεί τις προϋποθέσεις για ένταση. Και οι εποχές περνούν, με την πόλη να αλλάζει αλλά και να μένει απελπιστικά ίδια…
Μοναδικός σχολιασμός οι ανοιχτές τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα. Η ψυχρή φωνή των εκφωνητών ειδήσεων. Μερικά τραγούδια λαϊκά. Υποθέτεις πότε έγιναν τα γυρίσματα. Υποθέτεις και γιατί το ανθρώπινο στοιχείο λείπει αφού η «αδιακρισία» ενός μπαλκονιού συμπεριλαμβάνει την έλλειψη άδειας να κρυφοκοιτάξεις… απέναντι. Από το ντοκιμαντέρ της Κοπανά λείπει όμως τελείως και ένα στοιχείο αναπόσπαστο: η βία της πόλης, το πραγματικά άσχημο πρόσωπο της, όχι μόνο στις λεωφόρους και τα μικρά στενά σε μια γειτονιά, αλλά και στα διαμερίσματα όταν από τα μισάνοιχτα παράθυρα ο ήχος της τηλεόρασης καλύπτεται από κραυγές ή από μια απονενοημένη σιωπή.
Η απουσία των ανθρώπων κάνουν το πορτρέτο της απόκοσμο, αλλά και επαναλαμβανόμενο, ανώδυνο. Του στερούν ίσως την πιο ισχυρή αρχιτεκτονική ταινίας και πόλης. Επιλογή της. Ο ρυθμός ορίζεται από την αλλαγή των εποχών. Και η ένταση έρχεται μόνο από το αναπάντεχο. Επιθυμία της τελικά να είναι το «Novamax Skyland» μια πιο φευγαλέα εικόνα μιας όμως στην πραγματικότητα αδυσώπητης πόλης. Ακριβώς σαν να την κοιτάς από το μπαλκόνι. Δεν ξέρεις ποτέ τι θα δεις απέναντι ή τι ακριβώς συνέβαινε λίγο πριν ή λίγο μετά…
Μανώλης Κρανάκης
To 27o Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης διεξάγεται φέτος από τις 6 μέχρι και τις 16 Μαρτίου. Περισσότερες πληροφορίες στο επίσημο site του Φειστιβάλ Θεσσαλονίκης και στις σελίδες του στο Facebook και το Instagram. Μάθετε τα πάντα για το TiDF27 στην ειδική ενότητα του Flix που ανανεώνεται συνεχώς.