Μία και σήμερα: το 62ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης... είδε ταινίες, παρακολούθησε τα δύο τελευταία masterclasses για το μοντάζ, έκανε βόλτα, μύρισε θάλασσα και τσουρέκι, μετρώντας αντίστροφα τις ώρες για τη λήξη και τα βραβεία του.
Παρακάτω όσα κάναμε και είδαμε το Σάββατο, ενώ το μεγαλύτερο τμήμα του προγράμματος υπάρχει και στην online πλατφόρμα για όσους δεν έχουν επισκεφθεί την πόλη, ή όσους δεν βρήκαν εισιτήρια στις sold out προβολές.
Το Flix βρίσκεται στο 62ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για να παρακολουθήσει ταινίες, να γράψει γι' αυτές και να καταγράψει την αίσθηση της «επιστροφής στο σπίτι». Μείνετε συντονισμένοι εδώ.
Η τελευταία μέρα για τα masterclasses του αφιερώματος στο Μοντάζ, βρήκε και πάλι την ουρά να σχηματίζεται με προθυμία και υπομονή. Μέσα στην αίθουσα, «σταθεροί πελάτες», η Φοίβη Οικονομοπούλου - Αγγελοπούλου κι ο Γιώργος Χωραφάς που, ο καθένας μόνος κι επιμελής, δεν έχασαν ομιλία για ομιλία.
Πρώτοι η Ανε Εστερουντ (χωρίς παπούτσια, για καλύτερη γείωση) και ο Γιάνους Μπίλεσκοφ Γιάνσεν παρουσίασαν τα αινίγματα του μοντάζ της ταινίας «Ασπρο Πάτο» του Τόμας Βίντερμπεργκ. Εμπόδια που συνάντησαν και λύσεις που βρήκαν έκαναν το μυαλό των θεατών να δουλέψει γρήγορα, ενώ όσοι βρίσκονταν μέσα στην αίθουσα είχαν το προνόμιο να δουν το εναλλακτικό τέλος της ταινίας που κόπηκε.
Στη συνέχεια ο Ισπανός Ραούλ Μόρα μίλησε για τον τρόπο δουλειάς εκείνου και της πολυμελούς ομάδας του στο μοντάζ του «La Casa de Papel» για το Netflix. Μιλώντας με ρυθμό ταχύτερο κι από τις σκηνές δράσης της σειράς, ο Μόρα εντυπωσίασε με την πολυτέλεια αλλά και την απαιτητικότητα της συνεργασίας του με το Netflix, χωρίς να παραλείψει να μοιραστεί τις δυσκολίες που συνάντησε στην αρχή της καριέρας του, δουλεύοντας άκοπα, σε συνθήκες ακόμα και ανθυγιεινές.
Το ίδιο βράδυ, οι θεατές συγκεντρώθηκαν για την «προβολή φάντασμα», που δεν ήταν άλλη από τη νέα ταινία του Θάνου Αναστόπουλου, σε μια πρεμιέρα-έκπληξη παρουσία των συντελεστών της.
Ορέστης Ανδρεαδάκης, Γιώργος Χωραφάς, τσιγκολελέτα
Το Flix συνεχίζει να βλέπει ταινίες από όλα τα προγράμματα του 62ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης - τις περισσότερες μπορείτε να τις δείτε ακόμη κι αν δεν είστε στη Θεσσαλονίκη μέσω της online πλατφόρμας της διοργάνωσης.
Τι Βλέπουμε Οταν Κοιτάμε τον Ουρανό; (What Do We See When We Look at the Sky?) του Αλεξάντρ Κομπερίτζε (Γερμανία, Γεωργία) | Τμήμα: Διεθνές Διαγωνιστικό
Η δεύτερη μεγάλου μήκους του Αλεξάντρ Κομπεράιτζε ξετυλίγεται σαν ένα αστικό παραμύθι, που πασπαλίζει με ρομαντισμό τους δρόμους και τα πάρκα του Κουτάισι της Γεωργίας, μιας πόλης όπου η σύγχρονη ζωή μπορεί να συνυπάρχει με την πίστη στο «κακό μάτι» κι όπου τα ξόρκια μπορεί ακόμη να πιάνουν. Με μια διάρκεια που φτάνει τις δυόμισι ώρες θα μπορούσες να την πεις και ταινία «ποταμό», αλλά περιγράφοντας κυρίως τον αβίαστο τρόπο με τον οποίο κυλά, την κελαρυστή μουσικότητα του τόνου της, τα υπέροχα τοπία της πόλης ή της ψυχής που διασχίζει.
Το φιλμ ξεκινά με μια τυχαία γνωριμία, ο Γκιόργκι και η Λίζα σκοντάφτουν ο ένας πάνω στον άλλο στην αυλή του σχολείου κι όταν τυχαία ξανασυναντηθούν την ίδια μέρα, θα κανονίσουν ένα ραντεβού για την επόμενη, δίχως καν να ανταλλάξουν όχι τηλέφωνα αλλά ούτε καν ονόματα. Ομως αυτό που δεν ξέρουν είναι πως το ραντεβού τους θα κανονιστεί κάτω από την επήρεια μιας κατάρας, και πως όταν ξυπνήσουν το άλλο πρωί, η εξωτερική εμφάνιση και των δυο θα έχει αλλάξει. Κι έτσι, παρότι και οι δυο τους θα πάνε στο ραντεβού, δεν θα συναντηθούν γιατί ο ένας δεν θα αναγνωρίσει τον άλλο. Και κάπως έτσι ξεκινά μια από τις πιο απροσδόκητα ρομαντικές, ανεπιτήδευτα όμορφες και φρέσκιες ταινίες που είδαμε εδώ και πολύ καιρό, ένα φιλμ που σε κρατά σε εγρήγορση ακόμη και στις στιγμές όπου σχεδόν τίποτα δεν συμβαίνει και που ανακαλύπτει την μαγεία στο καθημερινό, το μικρό, το αδιάφορο.
Το «What do we See When We Look in the Sky», δεν θα μπορούσε να έχει έναν καλύτερο τίτλο, αφού όπως κι ο μεγάλος γαλάζιος θόλος πάνω από τα κεφάλια μας, έτσι και η ταινία του Κομπεράιτζε είναι κάτι στο οποίο μπορείς να δεις όχι μόνο ότι υπάρχει εκεί, αλλά να γίνει ο καμβάς για να προβάλλεις πάνω της, οτιδήποτε άλλο θες. Με μια αφήγηση που δεν κλείνεται ερμητικά στον εαυτό της, αλλά μπορεί να δώσει «πρωταγωνιστικό ρόλο» στα πάντα από τα αδέσποτα σκυλιά, μια παρέα παιδιών που παίζουν ποδόσφαιρο, ή μια μπάλα που επιπλέει στο ποτάμι, το φιλμ γίνεται ένα μωσαϊκό από εικόνες και ιστορίες, από πράγματα μικροσκοπικά που όμως μπορούν να δείχνουν μεγαλειώδη, από προσωπικές, άγνωστες μυθολογίες που μπορούν να μοιάζουν με τις δικές σου που κρατάς κρυμμένες μέσα στην καρδιά ή το μυαλο σου.
Γιατί όπως σε κάνει να καταλάβεις αυτή η πανέμορφη, εμψυχωτική, ιστορία, μερικές φορές το να δεις την αληθινή φύση των πραγμάτων ή των ανθρώπων, πρέπει να το κάνεις μέσα από το φίλτρο του σινεμά. Που ίσως δεν μπορεί να μας αλλάξει το πως δείχνουμε, αλλά μπορεί να αλλάξει το πως κοιτάμε. Κι αν δεν μας κάνει να ερωτευτούμε έναν άνθρωπο, μπορεί τουλάχιστον να μας κάνει να αγαπήσουμε πολύ μια ταινία. Μια ταινία σαν αυτή. Γιώργος Κρασσακόπουλος
Σιωπηρή Γη (Silent Land) της Αγκα Βοσίνσκα (Πολωνία, Ιταλία, Τσεχία) | Τμήμα: Διεθνές Διαγωνιστικό
Ο Ανταμ και η Αννα είναι ζευγάρι, είναι λευκοί, ξανθοί, όμορφοι, εύποροι, σοβαροί, προνομιούχοι. Τα χαρακτηριστικά τους δεν αλλάζουν ούτε τώρα, που έρχονται για διακοπές σε μια παραθαλάσσια μονοκατοικία στην Ιταλία. Πόσω μάλλον όταν διαπιστώνουν ότι η πισίνα που υποσχόταν η αγγελία, είναι χαλασμένη. Θα ζητήσουν επίμονα και δικαιωματικά από τον ιδιοκτήτη να την επιδιορθώσει και να τη γεμίσει νερό. Παρότι η περιοχή έχει πρόβλημα λειψυδρίας. Παρότι ο εργάτης που δουλεύει πασχίζει να τους εξηγήσει, σε μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνουν. Ενα ξαφνικό ατύχημα θα ρίξει τη σκιά του πάνω από την ηλιόλουστη βίλα και το λευκό ζευγάρι. Θ' ανατρέψει τις ισορροπίες τους και θα τους φέρει αντιμέτωπους με το σκοτάδι.
Στο σκηνοθετικό ντεμπούτο της, η Πολωνέζα Βοσίνσκα δίνει τη δική της εκδοχή μιας γνώριμης ιστορίας και πολλών γνώριμων ταινιών. Τα προβλήματα πολυτελείας των Ευρωπαίων αστών, ο υπόγειος ρατσισμός, ο ξένος ως απειλή, η υποκρισία του καθωσπρεπισμού που αφήνει από κάτω να βράζει ο θυμός. Η σκηνοθέτης επιλέγει να εστιάσει στη σύγκρουση των ηρώων της αλλά και στην ψυχοσύνθεση του καθενός, όχι τόσο με διάλογο, όσο μ' έναν ενδιαφέροντα παραλληλισμό της κατάστασής τους με τη γύρω ξερή, καλοκαιρινή φύση και το ίδιο το σπίτι. Ενας σύγχρονος, ανθρωπολογικός θα έλεγες, προβληματισμός και η διάλυση μιας καθοριστικής σύμβασης, αποτυπώνονται σ' έναν τόπο γυμνό κάτω από τον ήλιο και σ' ένα φιλμ επίκαιρο, αλλά και τετριμμένο. Λήδα Γαλανού
The Timekeepers of Eternity του Αριστοτέλη Μαραγκού | Τμήμα: Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου, Επίσημη Πρώτη
Με κάθε του νέο βήμα, ως τώρα μικρού μήκους, εδώ για πρώτη φορά μ' ένα ωριαίο φιλμ, ο Αριστοτέλης Μαραγκός ξυπνά το ενδιαφέρον και την περιέργεια, συνδυάζοντας στη δουλειά του την εικαστική και φιλοσοφική περιέργεια, με μια ιδιότυπη ευαισθησία. Από τους «Μακαρισμούς» στο «A Portrait», παίζει με τα είδη, με τα εργαλεία, με την εικόνα κι αυτό ακριβώς, και πολλαπλάσια, κάνει και τώρα.
Η πρώτη ύλη του είναι το «The Langoliers», μια αμερικανική μίνι-σειρά δύο επεισοδίων του 1995, βασισμένη στο μυθιστόρημα του Στίβεν Κινγκ, με πρωταγωνιστές τον Ντιν Στόκγουελ που αυτές τις μέρες έφυγε από τη ζωή, τον Τομ Χόλαντ, την Πατρίσια Γουέτιγκ, τον Ντέιβιντ Μορς, τον Μπρόνσον Πίντσοτ. Ο Μαραγκός παίρνει το τρίωρο υλικό της σειράς, το συμπτύσσει σε μία, το επεξεργάζεται γραφιστικά, μ' ένα λειτουργικό animation που μεταμορφώνει τα πλάνα σε τσαλακωμένο χαρτί κι απομονώνει τους ήρωες «κόβοντάς» τους γύρω γύρω, μετατρέποντας την αφήγηση και ρίχνοντας το φως σ' έναν όχι πρωταγωνιστικό ήρωα. Ο δικός του κύριος Τούμι, πετά προς Βοστώνη για ένα σπουδαίο επαγγελματικό ραντεβού, αλλά μετά από ένα σύντομο ύπνο, ανακαλύπτει ότι οι περισσότεροι επιβάτες έχουν εξαφανιστεί μυστηριωδώς.
Ο Μαραγκός κάνει ένα αυθεντικό κινηματογραφικό remix, βάζοντας τη δική του σφραγίδα σε κάτι που προϋπήρχε, αλλάζοντάς του ταυτότητα, εστιάζοντας σε ζητήματα που απασχολούν εκείνον, με τρόπο από τη μια συναρπαστικό, από την άλλη... αντικοινωνικό. Γιατί επέλεξε αυτή τη μίνι-σειρά, γιατί έδωσε στον ήρωά του μια διάσταση τραγικότητας, γιατί βλέπουμε αυτόν τον ενδιαφέροντα πειραματισμό, είναι πράγματα που δεν «επικοινωνούνται» κινηματογραφικά μέσα στην ταινία, αφήνοντας τον θεατή στην καλύτερη περίπτωση με μια περιέργεια, στη χειρότερη να νιώθει μόνος κι απορημένος. Λήδα Γαλανού
«Patchwork» του Πέτρου Χαραλάμπους (Κύπρος, Ισραήλ, Σλοβενία) | Τμήμα:Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου
Η Χαρά είναι μονίμως νευρική, αναστατωμένη. Σύζυγος και μητέρα μιας μικρής κόρης, με υψηλόβαθμη εταιρική δουλειά, γίνεται καθημερινά χίλια κομμάτια και πηγαίνει για ύπνο με ενοχές. Η Χαρά δεν έχει χαρά. Και το ομολογεί στην προϊσταμένη και φίλη της, μία single συνομήλική της, με ελεύθερο χρόνο να ακολουθεί τα χόμπι της μετά τη δουλειά. Μετάνιωσε που παντρεύτηκε κι έγινε μητέρα; Κι αν ναι, πόσο απαίσιο είναι αυτό; Ειδικά με το δικό της παρελθόν - η μητέρα της τοὺς είχε εγκαταλείψει όταν η Χαρά ήταν μικρή, και τώρα δεν δέχεται καμία συμφιλίωση, όσο κι αν εκείνη έχει μετανιώσει. Οταν έφηβη κόρη του Ισραηλινού αφεντικού της ξεκινά να εργάζεται μαζί της ως μαθητευόμενη, ένα ένστικτο ξυπνά στη Χαρά. Και το μάθημα, θα είναι δικό της…
Ο Πέτρος Χαραλάμπους («Αγόρι στη Γέφυρα») έχει τις καλύτερες προθέσεις για τη δεύτερη ταινία του. Το «αν έχει μία γυναίκα το δικαίωμα να μετανιώσει τη μητρότητα» είναι ένα πολύ προκλητικό, δύσκολο θέμα και το να επιλέξεις την Αγγελική Παπούλια στον πρωταγωνιστικό ρόλο είναι μία κίνηση προς τη σωστή κατεύθυνση.
Μόνο που η ερμηνεία της Παπούλια δεν φτάνει για να αποδώσει την τόλμη των προθέσεων του σκηνοθέτη. Τόσο σεναριακά, όσο και σκηνοθετικά δεν υπάρχει ρίσκο - όλα αποτυπώνονται συμβατικά, με φλατ ατμόσφαιρα και προβλέψιμη αφηγηματική εξέλιξη.
Η Παπούλια κουβαλά την ταινία στους κυρτούς ώμους της και κάνει ό,τι μπορεί για να αποδώσει την νεύρωση, την πνιχτή αγωνία και την ενοχή της ηρωίδας. Ομως κι εκείνη δεν έχει υλικό για να δείξει τι θα μπορούσε να κάνει με έναν τέτοιο ρόλο, η ερμηνεία της μοιάζει αστήριχτη, συγκαταβατική, θαμπή.
Λείπουν κομμάτια στο patchwork της ταινίας που θα μπορούσαν να την απογειώσουν και να τη βιώσεις ως ολοκληρωμένη γροθιά στο στομάχι. Ετσι ώστε η τελευταία, υπέροχη σκηνή στο αμάξι να μείνει μαζί σου ως ηλιόλουστη κάθαρση. Πολύ Λυκούργου
Εκείνοι τα Ηξερε Ολα του Τάκη Παπαναστασίου | Τμήμα: Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου, Επίσημη Πρώτη
Ο Νίκος έχει ένα πρόβλημα. Γνώρισε μια κοπέλα στο πάρκο που του άρεσε πολύ. Της είπε να πάνε σπίτι του για πρωινό. Πήγαν μαζί στο φούρνο να ψωνίσουν, αλλά εκείνος αναγκάστηκε να φύγει τρέχοντας. Δεν θα μπορούσε να την πάει σπίτι του, μια και εκεί βρίσκεται, κατά κάποιον τρόπο, μια άλλη γυναίκα. Πώς θα μπορέσει ο Νίκος ν' απελευθερώσει το σπίτι του και πώς θα ξαναβρεί το κορίτσι του πάρκου;
Ενα βήμα πίσω μοιάζει να κάνει ο Τάκης Παπαναστασίου μετά το «Δεν Ακούμε τα Τραγούδια», μετακινούμενος από το επιτηδευμένο εστέτ στο DIY των '00ς, επιμένοντας στη φόρμα και παρακάμπτοντας την ουσία.
Αυτή τη φορά, η δομή είναι «παιχνιδιάρικη»: μια σειρά συναντήσεων του Νίκου, όπου εκθέτει στους άλλους το πρόβλημά του, διακόπτεται από flash backs στη συνάντησή του με τη Νόρα, στο πάρκο. Είναι προφανές ότι ο Παπαναστασίου κάνει το δικό του σινεμά - με την έννοια ότι έχει ήδη χτίσει το δικό του κινηματογραφικό σύμπαν, επαναλαμβάνοντας τα ονόματα των ηρώων του (Νίκος και Νόρα και στην πρώτη του ταινία) με μια αδικαιολόγητη αυταρέσκεια ενός grand opus.
Με καμμένη βιντεΐλα και αφηγηματικούς αυτοσχεδιασμούς (μάλλον, ή έτσι μοιάζουν), σε μια ταινία που μπορείς να δεις ως κωμωδία, όχι αστεία, ή ως υπαρξιακό στοχασμό, αρκετά ρηχό, ή ως μια σειρά από πρόχειρα ειπωμένες αμπελοφιλοσοφίες που δεν κρύβουν την ειρωνεία τους για τη ζωή, αλλά και για το θεατή, το «Εκείνοι» είναι σκόπιμα άτεχνο και ερασιτεχνικό, χωρίς, όμως το βάθος ή την ανατρεπτικότητα που αυτόν τον επιμελημένο ερασιτεχνισμό θα τον έκανε σινεμά που επικοινωνεί με το κοινό. Λήδα Γαλανού
Περισσότερες επιλογές του Flix από το 62ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης - κάντε κλικ στον τίτλο της κάθε ταινίας για να διαβάσετε τη γνώμη μας
«Σελήνη, 66 Ερωτήσεις» της Ζακλίν Λέντζου
«Η Εξουσία του Σκύλου» (The Power of the Dog) της Τζέιν Κάμπιον
«Το Κουτί» (La Caja) του Λορένσο Bίγας
«Βαγόνι Αριθμός 6» (Compartment No 6) του Γιούχο Κουοσμάνεν
«Εισαγωγή» (Introduction) του Χονγκ Σανγκ-σου
«Το Κοχύλι» της Κατέ Μπέλλο
«Το Πρόσωπο και η Πόλη» του Αλέξανδρου Φασόη
Η Βοή του Κόσμου του Πέτρου Σεβαστίκογλου
Λευκό Κτίριο (White Building) του Καβίτς Νεάνγκ
Μαγνητικά Πεδία του Γιώργου Γούση
Softie του Σαμιουέλ Τις
Benedetta του Πολ Βερχόφεν
REM Ταχείες Κινήσεις Οφθαλμού» του Κάρολου Ζωναρά
Στ’ Αλήθεια (True Things) της Χάρι Γούτλιφ
ORFEAS2021 των ΦΥΤΑ
Τρία Πατώματα (Tre Piani) του Νάνι Μορέτι
Η Σκουριά (La Roya) του Χουάν Σεμπάστιαν Μέσα
Αναζητώντας τη Βενέρα (Looking for Venera) της Νορίκα Σέφα
Φλέβα Χρυσού (Mother Load) του Ματέο Τορτόνε
Προσκυνητές (Pilgrims) της Λαουρίνας Μπαρέισα
A Pure Place του Νικία Χρυσού
18 του Βασίλη Δούβλη
Φυσικό Φως (Natural Light) του Ντένες Νάζι
Musa του Νίκου Νικολόπουλου
Ευλογία (Benediction) του Τέρενς Ντέιβις
Ατλαντίδα (Atlantide) του Γιούρι Ανκαράνι
Η Βασίλισσα της Κυψέλης (Hive) της Μπλέρτα Μπασόλι
Το Κουτί με τις Αναμνήσεις (Memory Box) των Τζοάνα Χατζηθωμά, Χαλίλ Ζορέζ
Ο Τζον και η Τρύπα (John and the Hole) του Πασκουάλ Σίστο
Μη Διστάσεις (Do not Hesitate) του Σαρίφ Κορβέρ
Saison Morte του Θανάση Τότσικα
Sick των The Callas
Το Flix βρίσκεται στο 62ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για να παρακολουθήσει ταινίες, να γράψει γι' αυτές και να καταγράψει την αίσθηση της «επιστροφής στο σπίτι». Μείνετε συντονισμένοι εδώ.