Μουσα του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, θρυλική φιγούρα του γερμανικού σινεμά, τραγουδίστρια, συγγραφέας και μια μεγάλη κυρία σε συνεχή αναζήτηση νέων πραγμάτων, η Χάνα Σιγκούλα βρίσκεται στο 55ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για να τιμηθεί με το Χρυσό Αλέξανδρο για το σύνολο της καριέρας της, να δώσει μια συναυλία για λίγους και εκλεκτούς και να αναζητήσει όλα όσα μπορούν να ενώνουν τις χώρες που έζησε και αγάπησε, εντός και εκτός κινηματογραφικού πλάνου.
Στη συνέντευξη Τύπου που έδωσε χθες στο Φεστιβάλ μίλησε για την επιβίωση, την ταυτότητα, την ανεργία, το γερμανικό και το ελληνικό σινεμά, την Ελλάδα που πρέπει να αναγεννηθεί από τις στάχτες της και τη μεγάλη αλήθεια, πως η ζωή είναι πιο ενδιαφέρουσα από την Τέχνη.
Για τις εκπλήξεις / «Πρέπει να αναζητούμε συνεχώς τις εκπλήξεις, έτσι ώστε να ξυπνάμε από την κατάσταση της ημι-νάρκωσης στην οποία πέφτουμε. Να αναζητάμε το θαύμα. Η ζωή είναι υπέροχη και δεν το λέω αυτό από την οπτική του la vie en rose».
Για την αυτοβιογραφία της με τίτλο «Wake Up and Dream» / «Είμαι ον λιγότερο πλήρες και γι’ αυτό προσπαθώ να δίνω σημασία στην πρώτη μου παρόρμηση, στην πρώτη φορά που συναντώ κάποιον, τα πρώτα βλέμματα, τις χειρονομίες. Όταν υποδύομαι κάποιον ρόλο, πριν ανοίξω το στόμα μου θεωρώ ότι είναι προτιμότερο να αφήσω το σώμα μου να αντιδράσει. Το σώμα μας γνωρίζει πολλά, λέει την αλήθεια. Έχουμε συνηθίσει να έχουμε άποψη για τα πάντα, θεωρώ όμως ευτυχία το να αλλάζεις γνώμη. Με χαροποιεί να αναγνωρίζω τα σημεία στα οποία είχα άδικο. Δεν υπάρχει σωστό ή λάθος, υπάρχει μόνο σωστό και σωστό. Το σώμα μας και το ασυνείδητο συνδέονται με τον πραγματικό μας εαυτό, με το ένστικτο και την ψυχή μας. Έχω εμπιστοσύνη στις εκδηλώσεις του σώματός μου. Κι επίσης μου αρέσουν τα όνειρα τη νύχτα, παρακολουθώ με ενδιαφέρον τα μηνύματα αυτά που ταξιδεύουν σε μπουκάλι».
Για τον Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ / «Μία από τις πρώτες αντιδράσεις μου ήταν ότι αντιλήφθηκα πως μπροστά μου βρισκόταν ένας πολύ ξεχωριστός, ένας ιδιαίτερα ταλαντούχος άνθρωπος. Γι’ αυτό είπα στον εαυτό μου ‘’πρόσεχε, μην εξαρτηθείς υπέρμετρα από αυτόν’’. Κι εκείνος, όπως μου είπε, ένιωσε κάτι ανάλογο. Ήθελε να έχει σχέση μαζί μου, αλλά όχι πολύ κοντινή, φοβόταν ότι έτσι τελικά θα απομακρυνόμασταν ο ένας από τον άλλο».
Για τα χρόνια που πίστευε ότι θα αλλάξει τον κόσμο / «Υπάρχουν μεγάλες διαφορές. Όταν ήμασταν νέοι θέλαμε να αλλάξουμε τον κόσμο, νιώθαμε ανοιχτοί στα πάντα. Τώρα η πρώτη έγνοια των νέων είναι ποια θα είναι η θέση τους στον κόσμο, αν θα βρουν δουλειά. Εμάς μας απασχολούσε το πώς αισθανόμασταν. Ίσως το αποτέλεσμα τελικά να είναι το ίδιο. Άκουσα ότι στη Θεσσαλονίκη το ποσοστό ανεργίας των νέων φτάνει το 60%. Με τόση ανεργία δεν μπορείς να είσαι καιροσκόπος γιατί δεν υπάρχουν ευκαιρίες. Στρέφεσαι τότε στις βαθιές επιθυμίες σου, προσπαθείς να βρεις έναν δημιουργικό τρόπο για να εκφράσεις τον εαυτό σου. Η δική μας γενιά βγήκε από μία χώρα με συντρίμμια, όχι μόνο υλικά αλλά και ηθικά. Ως παιδιά, μας άρεσε να παίζουμε στα συντρίμμια, μετά όμως νιώσαμε ντροπή, τύψεις, ενώ δεν ήμασταν ένοχοι. Περάσαμε σε μία περίοδο εσωτερικής επανάστασης: Δεν είχαμε εμπιστοσύνη σε ό,τι είχε προϋπάρξει, στις αξίες της προηγούμενης γενιάς, προσπαθούσαμε να ξεκινήσουμε από το μηδέν. Δίναμε πια έμφαση στο ‘’είναι’’ και όχι στο ‘’έχειν’’». Κίνητρό μας θεωρούσαμε πως έπρεπε να είναι η αγάπη και όχι η έριδα».
Για την Ελλάδα / «Η Ελλάδα φαντάζομαι πως πρέπει σαν το φοίνικα να ξαναγεννηθεί από τις στάχτες της. Γενικά μιλάμε πολύ στην εποχή μας για τα κτίρια που καταρρέουν, τα οποία όμως δεν πρέπει να αφήσουμε να καταστραφούν, πρέπει να τα αποκαταστήσουμε. Αυτό ισχύει και για τις νοοτροπίες, την κλίμακα των αξιών μας, δεν πρέπει να την αφήσουμε να καταρρεύσει. Όλοι ανήκουμε σε ένα σώμα, την Ευρώπη, τον κόσμο, την ανθρωπότητα, κουβαλάμε πολλά κοινά στοιχεία, όσες διαφορές κι αν υπάρχουν. Στη Γερμανία αυτή τη στιγμή υπάρχει κορεσμός. Παράγουμε προϊόντα που δεν χρειάζεται ο κόσμος. Αυτό δεν θα διαρκέσει πολύ. Δεν χρειάζονται τόσα αυτοκίνητα. Η οικονομία δεν συμβαδίζει με την οικολογική συνείδηση. Η παραγωγή όπλων είναι ένας φρικτός τρόπος για να επιδιώκεις το κέρδος, είναι σαν να κερδίζεις από τον θάνατο. Και στο μεταξύ το μυαλό μας κουράζεται από όλη αυτή την επιτάχυνση. Πρέπει να του μάθουμε να ηρεμεί. Ο κορεσμός στη Γερμανία δεν είναι υγιής, θα υπάρξει κατάρρευση».
Για το σύγχρονο γερμανικό σινεμά / «Τα φιλμ της νέας γενιάς σκηνοθετών ασχολούνται με την ακροδεξιά, την ανησυχητική άνοδο του φασισμού. Αυτό δεν συμβαίνει μόνο στη Γερμανία. Η Ευρώπη κάνει στροφή στη δεξιά, δείτε τι συμβαίνει στην Ουγγαρία ή τη Γαλλία με τη Λεπέν. Οι άνθρωποι πια αναζητούν τρόπους να κάνουν τα πάντα μόνοι τους, γι’ αυτό κι επιχειρούν να κλείσουν τα σύνορα. Στις ταινίες των νέων δεν καταλαμβάνει μεγάλο χώρο η αισθητική, αλλά αυτό δεν πειράζει. Η πραγματικότητα είναι πολύ περισσότερο ενδιαφέρουσα. Κι εγώ από την πλευρά μου δεν θα έγραφα ποτέ ένα βιβλίο επιστημονικής φαντασίας. Προτίμησα να γράψω τι συνέβη στη ζωή μου. Η ζωή είναι ενδιαφέρουσα, ξέρετε».
Για το ελληνικό σινεμά / «Δεν είμαι πολύ εξοικειωμένη, αλλά μου αρέσει αυτή τη ταινία της Πέννυς Παναγιωτοπούλου "Δύσκολοι Αποχαιρετισμοί, ο Μπαμπάς μου". Είναι μία ταινία βασισμένη στην αληθινή εμπειρία της σκηνοθέτιδας, την οποία όμως η ίδια αποδίδει μέσα από τη ζωή του ήρωα κι αυτό το βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρον».
Για τις υπαρξιακές αναζητήσεις / «Πάντα, από παιδί με ενδιέφεραν αυτά τα θέματα. Η ζωή είναι πιο ενδιαφέρουσα από τα σχέδια, τις θεωρίες, της φιλοσοφίες. Παράλληλα, ξέρετε, ήμουν μοναχοπαίδι. Όταν γέρασαν οι γονείς μου, ήταν ανήμποροι, χρειάστηκε να τους βοηθήσω. Επί είκοσι χρόνια αφιέρωνα το μισό χρόνο της ημέρας μου στη φροντίδα τους, για να έχει καλό τέλος η ζωή τους. Οι γονείς μου μεγάλωσαν σε οικογένειες με 12 – 13 παιδιά. Η δική μου γενιά δεν έκανε παιδιά λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης στην κοινωνία. Βγαίναμε από μία καταστροφή. Εγώ όχι μόνο μεγάλωσα ως μοναχοπαίδι, αλλά στη συνέχεια δεν απέκτησα παιδιά. Αυτό σημαίνει παρακμή. Θεωρώ φυσιολογικό να μεγαλώνεις, να κάνεις παιδιά. Εμείς ζήσαμε έναν ιστορικό σεισμό. Όσα συνέβησαν είχαν και βιολογικές συνέπειες. Μάθαμε να ασκούμε κριτική στα πάντα, να αμφισβητούμε αυτά που μας έλεγαν οι άλλοι, διαπιστώσαμε ότι το χρήμα δεν είναι τα πάντα. Όλα αυτά, ως τμήμα της Πολιτιστικής Επανάστασης του ’68, δεν συνέβησαν μόνο στη Γερμανία αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη και φυσικά και στην Ελλάδα. Ο κόσμος έβγαινε από δύο παγκόσμιους πολέμους. Δεν μπορούσε να συνεχίσει έτσι. Αλλά συνέχισε. Κατάλαβα όμως σταδιακά ότι δεν σε βοηθάει το να είσαι διαρκώς καχύποπτος γιατί αυτό δεν σε αφήνει να απολαύσεις τη ζωή. Τότε πολλοί της γενιάς μου, όπως κι εγώ, αρχίσαμε να δουλεύουμε με τον εαυτό μας. Διαπιστώσαμε ότι αν θέλεις να αλλάξεις τον κόσμο πρέπει πρώτα να αλλάξεις τον εαυτό σου. Κι αυτό προσπαθώ στη ζωή μου να κάνω κι εγώ».