Πλησιάζοντας από ψηλά τα λαβυρινθώδη, κολοσσιαία συγκροτήματα των εργατικών πολυκατοικιών της Ρίγα, στο ξεκίνημα του φιλμ και αφήνοντάς τα με τον ίδιο τρόπο στο τελευταίο πλάνο, το φιλμ του Καραπετιάν μοιάζει να κάνει σαφές πως ο κόσμος στον οποίο μας βυθίζει μοιάζει αυτόνομος και αδιέξοδος.
Εκεί μέσα τρέχει σαν το ποντίκι στον δικό του τροχό ο Γιαν, ένας νεαρός που ζει με τον παππού του σε ένα φτωχό διαμέρισμα και που περνά τις μέρες του καπνίζοντας χόρτο, χαζεύοντας στη γειτονιά με τον καλύτερο φίλο του, ο οποίος μοιάζει να βρίσκεται πάντα στα όρια της απόγνωσης και στα πρόθυρα ενός βίαιου ξεσπάσματος. Χωρίς δουλεία, χωρίς να ψάχνει για δουλειά, βγάζει μερικά χρήματα κάνοντας μικροκλοπές και παράνομες χάρες.
Μέχρι την στιγμή που τριγυρίζοντας στην άλλη πλευρά της πόλης, στα πολυτελή συγκροτήματα που στα γκαράζ τους παρκάρουν ακριβά αυτοκίνητα και οι άνθρωποι φοράνε όμορφα ρούχα, θα κρυφοκοιτάξει τη Σαμπίνα και θα ξυπνήσει μέσα του μια εμμονική ανάγκη να γίνει κομμάτι αυτού του κόσμου, να φορέσει τα ίδια ρούχα, να αγαπηθεί από αυτό το κορίτσι.
Μόνο που τα σύνορα ανάμεσα σε περιοχές τόσο ξεκάθαρα διαχωρισμένες δεν διασχίζονται εύκολα και ο Γιαν θα το ανακαλύψει μέσα από απογοήτευση και πόνο, μέσα από δοκιμασίες και σκληρά μαθήματα που το φιλμ του Καραπετιάν θα καταγράψει δίχως υπερβολικούς συναισθηματισμούς, δίχως ηθικές κορώνες, αλλά με ευθύτητα, ένταση και μια πραγματιστική ματιά: τα πράγματα έχουν έτσι.
Ισως αυτό να είναι η πιο σκληρή συνειδητοποίηση σε μια ταινία που προχωρά πάντα με την υποψία της βίας να παραμονεύει (συχνά σηκώνει το κεφάλι της) από το ένα σκοτεινό στιγμιότυπο στο επόμενο, κινηματογραφώντας αποφασιστικά τις αδιεξοδες ζωές των απέλπιδων ηρώων της.
Με ενέργεια και ένταση το φιλμ σηματοδοτεί ένα εντυπωσιακό ντεμπούτο, που όμως χάνει κάτι από την αποτελεσματικότητά του, καθώς συσσωρεύει στην αφήγηση του περισσότερα γεγονότα απ΄ όσα θα χρειαζόταν, προκειμένου να κάνει την ιστορία να τρέχει πάντα με ταχύτητα.
Μια πιο αυστηρή, λιτή σεναριακή γραμμή όμως θα ταίριαζε καλύτερα στους κλειστούς, απροσπέλαστους ήρωές του, στις επίπεδες, προδικασμένες ζωές τους και θα έκανε την ταινία ακόμη πιο άμεση, ακόμη πιο αληθινή, ακόμη πιο «επώδυνη».