«Τι άλλο να κάνω, αφού αγαπώ να παίζω» ήταν η απάντησή του στις ερωτήσεις για το αν πρόκειται να εγκαταλείψει την σκηνή ή την οθόνη, στην οποία οι τελευταίοι ρόλοι του ήταν το 2010 στον «Αόρατο Συγγραφέα» του Ρομάν Πολάνσκι και στο «Wall Streer: To Χρήμα Ποτέ δεν Πεθαίνει» του Ολιβερ Στόουν.
Ο πρώτος του ρόλος στο σινεμά ήταν πίσω στα 1958 στο «Baby Doll» του Ηλία Καζάν, αλλα πριν είχε ήδη παίξει σε αρκετές παραστάσεις στο θέατρο όπου έκανε το ντεμπούτο του το 1945 και στο οποίο συνέχιζε να εμφανίζεται σε όλη την διάρκεια της καριέρας του.
Στο σινεμά οι περισσότεροι ρόλοι του τον ήθελαν σκληρό, παράνομο, επικίνδυνο, σατανικό. Στο θέατρο υποδυόταν μια διαφορετική γκάμα ρόλων. «Νομίζω ότι ζω μια διπλή ζωή έλεγε. Στο θέατρο είμαι ο ανθρωπάκος, ή ένας αδύναμος εκνευρισμένος άντρας που δεν καταλαβαίνει κανείς. Στο σινεμά έχω πάντα τον ρόλο του κακού».
Οχι πως κάτι τέτοιο υπήρξε πρόβλημα για τον ίδιο αφού όπως παραδεχόταν μερικοί από τους ρόλους του «κακού» στο σινεμά, ήταν πολύ πιο σύνθετοι από αυτούς που είχε στην σκηνή. Και σίγουρα ήταν αυτοί που του χάρισαν την «αθανασία». Από το «Και οι Εφτά ήταν Υπέροχοι» του Τζον Στάρτζες έως το «ο Καλός ο Κακός κι ο Ασχημος» του Σέρτζιο Λεόνε, κι από τους «Αταίριαστους» του Τζον Χιούστον μέχρι τον «Νονό ΙΙΙ» του Φράνσις Φορντ Κόπολα, ο Γουάλας μπορεί να μην ήταν ποτέ το πρώτο όνομα στο σινεμά, αλλά συχνά ήταν αυτός που έκλεβε την παράσταση.
Κι αν δεν κέρδισε ποτέ ένα Οσκαρ για κάποια από τις ερμηνείες του, παρά μόνο ένα τιμητικό για το σύνολο της καριέρας του το 2010, είχε ήδη κερδίσει την θέση του ανάμεσα στους αξέχαστους του αμερικάνικου σινεμά.
Tags: ιλάι γουάλας