Με το που ξεκινά η ταινία, είσαι σίγουρος ότι βλέπεις Μπαζ Λούρμαν - κι ότι θα τη δεις ως το τέλος, αν δεν πεταχτούν από την οθόνη πάνω σου τρουκ, χρυσάφια, πυροτεχνήματα, πλάσματα του τσίρκου, αγιοβασίληδες, animation, γραφιστικά, split screen σε δεκαπέντε μικρά κομματάκια, ηχεία, μικρόφωνα και γυναικεία βρακάκια.
Ο Μπαζ Λούρμαν είναι ένας δημιουργός πληθωρικός, τόσο πολύ που ακόμα και του Ελβις Πρίσλεϊ (να τον λέμε Πρέσλι;) η βιογραφία καταπλακώνεται ώσπου να γίνει επίπεδη, κάτω από τον όγκο των εικαστικών κολάζ του σκηνοθέτη. Ο Λούρμαν μοιράζει την προσοχή του ανάμεσα σε δύο άντρες. Τον Βασιλιά, από την εποχή που γεννήθηκε ως μουσικό ίνδαλμα και κούνησε «πρόστυχα» τους γοφούς του, σκορπίζοντας ρίγη στους/στις αναστατωμένους/ες θεατές, ως τον καιρό που έκανε τα καθημερινά σόου του στο Βέγκας, που βυθίστηκε όλο και πιο πολύ στα χάπια και την αγοραφοβία. Και στον Colonel Τομ Πάρκερ, τον ατζέντη του που, όπως αποδείχτηκε, ούτε Colonel ήταν, ούτε Τομ Πάρκερ λέγονταν, όμως κατάφερε, ξεκινώντας ως άνθρωπος του τσίρκου, να εγκλωβίσει το «πλάσμα» που ανέλαβε σε μια συνθήκη όπου δούλευε ασταμάτητα και συχνά ατελέσφορα, για να τον προμηθεύει με το 50% των υπέρογκων αμοιβών του ώστε, εκείνος, να καλύπτει τα χρέη του από τον τζόγο.
Αυτή η σχέση αλληλεξάρτησης θα μπορούσε να χτίσει ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον σενάριο, με βάση τη συντριβή του αμερικανικού ονείρου, ή την (άλλη) σκοτεινή πλευρά του Ελβις. Αντ' αυτού χτίζει, κυρίως, ένα θεαματικό όσο λίγα σκηνογραφικό μεγαλούργημα, με αντιστρόφως ανάλογο το ενδιαφέρον για τους ήρωες. Ο Colonel του Τομ Χανκς είναι μια καρικατούρα - σκόπιμα, μεν, ως άνθρωπος του τσίρκου, αλλά και τόσο μονοδιάστατα ως αποτέλεσμα. Ο Ελβις του Οστιν Μπάτλερ, ως ήρωας, είναι συντηρητικά γραμμένος, όχι μακριά από την αποστειρωμένη εικόνα του Φρέντι Μέρκιουρι στο «Bohemian Rhapsody» αλλά με περισσότερο γούστο και εικαστικότητα.
Ο ίδιος ο Μπάτλερ δίνει μια εξαιρετικά φιλότιμη ερμηνεία: χωρίς να μοιάζει στον Ελβις - ποιος, άλλωστε, αλήθεια, μοιάζει στον Ελβις; - πετυχαίνει την εξωφρενική σωματικότητά του στις σκηνές των συναυλιών, όταν βρίσκεται στη σκηνή, αλλά αποδεικνύεται πιο αδύναμος κι από τον Βασιλιά στα διαλογικά μέρη της ταινίας. Ετσι, σ' ένα φιλμ μεγάλης διάρκειας, που ξεπερνά τις δυόμιση ώρες, όσο το πρώτο μέρος ανεβάζει τους παλμούς της καρδιάς μόνο και μόνο με τον πλούτο της εικόνας του και τον ήχο των τραγουδιών του, το δεύτερο πέφτει σ' ένα λήθαργο επανάληψης και μετριότητας. Ο Ελβις είναι ξεκάθαρο ότι ζει, απλώς όχι στην καρδιά του έπους του Μπαζ Λούρμαν.