Ο Μάρτιν Σκορσέζε είναι το τιμώμενο πρόσωπο του 71ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών. Βραβεύτηκε χθες βράδυ, σε μία λιτή τελετή, στο Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών, με το τιμητικό βραβείο «Carrosse d'Or» της Εταιρείας Σκηνοθετών που φέτος γιορτάζει τα 50 της χρόνια. Παρόντες για να το παρουσιάσουν οι Ζακ Οντιάρ («Ενας Προφήτης», «Σώμα με Σώμα»), Μπερτράν Μπονελό («Saint Laurent») και Σεντρίκ Κλαπίς («Euroflirt», «Μια Γαλλίδα στο Μανχάταν»).
«Είναι μεγάλη τιμή για μένα» είπε ο Σκορσέζε. «To Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών έχει αναδείξει πάρα πολλούς σκηνοθέτες μέσα σε αυτά τα χρόνια κι εγώ ήμουν ένας από αυτούς. Ηρθα πρώτη φορά εδώ πριν από 44 χρόνια και άξιζε το ταξίδι μου ξανά φέτος, όχι για το βραβείο. Αλλά για να πω το μεγάλο μου ευχαριστώ. Είμαι πολύ χαρούμενος...»
Λίγο πριν τη βράβευσή του όμως, ο Σκορσέζε έκανε κι ο ίδιος ένα μεγάλο δώρο στο Δεκαπενθήμερο και στο κοινό του φεστιβάλ. Παρουσίασε τους «Κακόφημους Δρόμους» (Mean Streets), την ταινία που τον πρωτοέφερε στις Κάννες το 1974 και τον σύστησε σ' ένα διεθνές κοινό και μετά παρέμεινε στην αίθουσα για ένα χορταστικό, δίωρο masterclass.
To Flix ήταν εκεί και κατέγραψε τη συζήτηση αναλυτικά.
Απολαύστε την.
Η πρώτη φορά στις Κάννες Mε τους «Κακόφημους Δρόμους» ήρθα για πρώτη φορά στο Φεστιβάλ Καννών το 1974. Το Φεστιβάλ Καννών ήταν καθοριστικό για μένα καθώς ήταν, ξεκάθαρα, και το ξεκίνημα της διεθνούς μου καριέρας. Και τότε όλα ήταν διαφορετικά. Περπατούσα στην Κρουαζέτ και σταματούσα σε κάθε τραπέζι όπου έβλεπε κανείς τους πιο σημαντικούς σκηνοθέτες, παραγωγούς, επιχειρηματίες κι έκλεινες τις δουλειές του. Καταπληκτικές, καταπληκτικές εποχές.
Για τον Πιερ Ρισιάν Tότε ο μεγαλύτερος υποστηρικτής της ταινίας ήταν ο Πιερ Ρισιάν, που δυστυχώς πέθανε πρόσφατα. Εκείνος πολέμησε για να φέρει την ταινία στις Κάννες. Του χρωστάμε πολλά στο αμερικανικό σινεμά. Εκείνος ανακάλυπτε, όχι μόνο τα νέα ταλέντα, αλλά και παραγνωρισμένους σκηνοθέτες. Μπορούσε να κάνει θέμα για τη γεωγραφία των πλάνων οποιασδήποτε ταινίας του Ραούλ Γουόλς. Πώς δηλαδή έστηνε τη σκηνή ώστε να ξέρεις πάντα που είναι η πόρτα, που είναι ο τοίχος, που ο άνθρωπος στο πλάνο. Χωρίς εξηζητημένες κινήσεις της κάμερας. Μόνο με τον τρόπο που την έστηνε απέναντι στη δράση. Αυτό ήταν το φεστιβάλ Καννών, ένα τρομερό σχολείο. Οταν ξεκινήσαμε την αποκατάσταση σε κόπιες φιλμ τέτοιων σκηνοθετών, εγώ ως Πρόεδρος του World Cinema Project (WCP), σε συνεργασία με το ΜοΜa, ήρθα να το πω όλο χαρά στον Πιερ, με κοίταξε και μου είπε «καλώστον κι ας άργησε!»
Δείτε την είσοδο του Σκορσέζε στη σκηνή του Δεκαπενθημέρου των Σκηνοθετών
Τι έμαθα από την εμπειρία των «Κακόφημων Δρόμων»; Δεν ξέρω αν έμαθα κάτι. Νομίζω ότι προσπαθούσα να απαντήσω σε ερωτήσεις που είχαν να κάνουν με τη δική μου ζωή. Να καταλάβω τον κόσμο μέσα στον οποίο μεγάλωσα εγώ, από τα παιδικά μέχρι τα νεανικά μου χρόνια. Η νεοϋορκέζικη γειτονιά της παιδικής μου ηλικίας ήταν ένα πολύ επικίνδυνο μέρος, για πολλούς λόγους. Με κατοίκους μερικούς πολύ αδίστακτους και μερικούς πολύ καλούς ανθρώπους. Και με πολύ καλούς ανθρώπους που, κάποιες φορές, έκαναν αδίστακτα πράγματα. Νομίζω ότι όλες μου οι ταινίες είχαν αυτό το βασικό ερώτημα στην καρδιά τους: πώς μπορείς να ζήσεις μία ηθική ζωή, όταν ο κόσμος σου είναι ανήθικος; Αν μένεις σε κακόφημους δρόμους είσαι αυτόματα καταδικασμένος να είσαι κακός κι εσύ; Ή υπάρχει κι ένα καλό κομμάτι μέσα σου; Ή αν υπάρχουν καλοί και κακοί άνθρωποι έτσι κι αλλιώς;
Δεν υπάρχει αμφιβολία, κάνω την ίδια ταινία ξανά και ξανά Για τους ίδιους χαρακτήρες μιλάω σε όλες αυτές τις ταινίες μου. Πάντα με τραβούσαν οι αντρικές σχέσεις. Οι άντρες φίλοι. Οι άντρες αδέλφια. Εχω έναν μεγαλύτερο αδελφό και ένα μεγάλο κομμάτι της σχέσης μου μαζί του αντικατοπτρίζεται στις ταινίες μου.
Η οικογένεια είναι πάντα στο επίκεντρο των ταινιών μου Γιατί είμαι ιταλοαμερικανός. Η οικογένεια ήταν πάντα το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή των προγόνων μου. Η οικογένεια σήμαινε ευθύνη. Να προσέχει ο ένας τον άλλον. Η ευθύνη του πατέρα μου απέναντι στη μητέρα μου, τα παιδιά του, τον θείο μου. Με ενδιέφερε να εξετάσω αυτό το θέμα της ευθύνης, του καθήκοντος. Υπήρχε όριο σε αυτό; Μου πήρε χρόνια να καταλάβω ότι οι «Κακόφημοι Δρόμοι» ήταν η ιστορία του πατέρα μου με τον μικρό του αδελφό. Είχαν αυτή τη σχέση Καϊτέλ-Ντε Νίρο μέχρι τη μέρα που πέθαναν (ο μικρός του αδελφός πέθανε λίγους μήνες μετά τον πατέρα μου). Ο πατέρας μου ήταν ο χαρακτήρας που έκανε «χάρες» - έτσι τις έλεγαν στο δρόμο. Η μητέρα μου του φώναζε “μην το κάνεις”, εκείνος ένιωθε ευθύνη. Ο θείος μου μπαινόβγαινε στη φυλακή, ήταν πάντα μπλεγμένος. Τον αγαπούσα τρελά, ήταν υπέροχος.
Σώθηκα από τους κακόφημους δρόμους λόγω ενός ιερέα Μπήκε στη ζωή μου όταν ήμουν 11 χρονών, πέθανε πέρσι. Ημασταν Καθολικοί, με έστελναν στο Κατηχητικό, ευτυχώς έπεσα πάνω του. Αυτός ο άνθρωπος μου έδωσε βιβλία να διαβάσω (δεν υπήρχε ούτε ένα στο σπίτι μας, οι γονείς μου ήταν αμόρφωτοι εργάτες) με έστρεψε στο σινεμά. Πάνω από όλα όμως μου έμαθε να μη συμβιβάζομαι με τη ζωή που ζω τώρα. Μου άνοιξε μία πόρτα στο να σκεφτώ τη σημασία της κατανόησης και της αγάπης. Δεν παρασύρθηκα από την οργή, το έγκλημα, γιατί μέσα μου είχα αγάπη. Νομίζω ότι έγινε από ένστικτο επιβίωσης. Αλλιώς, το ήξερα, η βία και το έγκλημα ήταν μονόδρομος. Η μόνη διέξοδος ήταν η αγάπη. Μείναμε φίλοι. Ο,τι μου έμαθε τότε έμεινε για πάντα μαζί μου. Μου έσωσε τη ζωή.
«Δεν ξεπλένει κανείς τις αμαρτίες του σε εκκλησίες, αλλά στους δρόμους» Η ατάκα με την οποία ξεκινούν οι Κακόφημοι Δρόμοι ήταν κάτι που κατάλαβα από πολύ μικρός. Εκκλησίες, εξομολογήσεις, μετάνοιες, θεία κοινωνία, συγχώρεση. Μαλακίες. Το αν ζεις μία σωστή ζωή δεν κρίνεται την Κυριακή το πρωί σ' ένα κτίριο. Κρίνεται κάθε μέρα, έξω, στους δρόμους. Δεν οφείλεις να είσαι καλός χριστιανός. Οφείλεις να είσαι καλός άνθρωπος. Κι αν χάνεις το δρόμο σου, δεν πειράζει. Ξαναβρές τον. Κι αν πέσεις, σήκω ξανά.
Το χιούμορ στις ταινίες μου Είναι απαραίτητο. Δε θα ήμουν ειλικρινής αν ήμον σοβαροφανής. Ηταν κομμάτι της ζωής μας. Ακριβώς επειδή υπήρχε τραγωδία στους δρόμους (όταν μου μιλούν στο σινεμά για μελόδραμα, γελάω – η ίδια η ζωή είναι το σκληρότερο μελόδραμα). To χιούμορ ήταν εργαλείο επιβίωσης. Επρεπε να καταλαβαίνεις ότι ό,τι ζούσες είχε και πλάκα.
Τι είναι κωμωδία, τι δράμα; Νομίζω ότι το «Μετά τα Μεσάνυχτα» είναι ξεκάθαρα η κωμωδία στη φιλμογραφία μου. Μία εφιαλτική κωμωδία. Οπως το «Mother!» του Αρονόφσκι. Το βρήκα εξαιρετική κωμωδία. Γελούσα πάρα πολύ με όλη αυτή την τρέλα! Που έμπαιναν συνεχώς άθρωποι στο σπίτι – του έλεγε του άντρα της να τους διώξει, όχι έλεγε εκείνος όλα θα πάνε καλά. Θα πάνε καλά; Εφαγαν το μωρό! Αυτός ο παρολογισμός είναι για μένα κωμωδία. Ετσι και το «After Hours», το μόνο που ήθελε ο ήρωας ήταν να γνωρίσει μια γυναίκα και ξεκίνησε ο χειρότερος εφιάλτης του. Το «King of Comedy», αντιθέτως, είναι κωμωδία; Δεν νομίζω. Με δυσκόλεψε πάρα πολύ να τη γυρίσω αυτή την ταινία. Με πίεζε ο Ντε Νίρο να το κάνουμε, εγώ δεν ήθελα. Πιέστηκα πολύ. Περνούσα δύσκολα τότε στη ζωή μου. Ενιωθα πολύ άβολα γιατί έβλεπα τον εαυτό μου στον ήρωα. Υπήρχαν μέρες που δεν ήθελα να εμφανιστώ στο γύρισμα. Και είχα τον Τζέρι Λιούις να με περιμένει. Ηταν πολύ υπομονετικός μαζί μας. Και μου είχε πει και κάτι πολύ σωστό: όταν δεν περνάς καλά στη δουλειά, δεν κάνεις καλά τη δουλειά σου. Νομίζω ότι δεν κούνησα την κάμερα – παρά μόνο μια δυο φορές. Ηταν πολύ κλειστοφοβική ταινία για μένα.
Πάντα με γοήτευαν τα comedy shows Το «King of Comedy» αγγίζει ένα κομμάτι ποπ κουλτούρας με την οποία μεγάλωσα. Από τα 50ς τα τηλεοπτικά comedy shows δεν ήταν απλά κωμωδία για τη μικρή οθόνη. Είχαν κι έναν βαριετέ, σχεδόν εκπαιδευτικό, χαρακτήρα για τη μουσική, τις τέχνες, το σινεμά. Μεγάλωσα βλέποντας τέτοια σόου στην τηλεόραση. Τώρα ετοιμάζω κάτι, ένα μεγάλο αφιέρωμα με οικοδεσπότη τον Τζίμι Κίμελ. Θα το γυρίσουμε σε λίγο.
Ζηλεύω τους σκηνοθέτες που το κάνουν να φαίνεται απλό Ο Ρενουάρ, ο Μπουνιουέλ, σκηνοθέτες που έβγαζαν ένα λιτό και μεγαλειώδες αποτέλεσμα. Γιατί, φυσικά, δεν ήταν απλό. Φυσικά υπήρχε στήσιμο, δουλειά, βλέμμα από πίσω. Αλλά καμία καλλιγραφία. Δεν ξέρω πώς το κατάφερναν. Το ζηλεύω πολύ. Εγώ έκανα εκατοντάδες storyboards και κρατούσα χιλιάδες σημειώσεις. Συνήθως πριν μια ταινία κλεινόμουν για 2 εβδομάδες σ' ένα δωμάτιο και χαρτογραφούσα τα πάντα. Ολες οι σκηνές πυγμαχίας στο «Οργισμένο Είδωλο» ήταν οργανωμένες με storyboards (τις γυρίσαμε σε 10 εβδομάδες, κανονικά είχαμε μόνο 3) , όλος ο «Ταξιτζής», οι «Κακόφημοι Δρόμοι» - ειδικά σε ταινίες όπως οι «Κακόφημοι Δρόμοι» ήταν απαραίτητο αυτό να γίνει γιατί είχαμε ελάχιστο χρόνο για γύρισμα και έπρεπε να είμαι σίγουρος ότι έχω το υλικό που ήθελα πριν φτάσω στο μοντάζ. Τελευταία όμως κατάλαβα ότι υπάρχουν σκηνές, ειδικά αυτές που πρέπει να κινηματογραφήσεις διάλογο, που καλό είναι να μην τις έχεις σχεδιάσει. Να φέρνεις τους ηθοποιούς σου στο σετ, να δουλεύεις μαζί τους με πρόβες, να παρακολουθείς τι θα προκύψει. Εκεί παρακαλάς και για “ευτυχή ατυχήματα”.
Are you talkin' to me? Ενα παράδειγμα τέτοιου “ατυχήματος”; Το “Are you talkin' to me” του Ντε Νίρο. Ηταν αυτοσχεδιασμός σε πολύ κακό timing: μάς κυνηγούσε ο χρόνος, είχαμε ξεφύγει εντελώς εκτός χρονοδιογράμματος, έπρεπε να τελειώσει το γύρισμα κι ο Μπόμπι ξεκίνησε να παίζει με τον καθρέφτη. Εκεί δεν σταματάς την κάμερα με τίποτα. Επίσης το «what do you mean I'm funny» του Τζο Πέσι στα «Καλά Παιδιά». Ο Τζο μου είχε πει «θα κάνω την ταινία μόνο αν με αφήσεις ελεύθερο να πω ένα αστείο όπως το θέλω». Το γυρίσαμε με δύο κάμερες, με τον Ρέι Λιότα να έχει την εντολή να ακολουθεί όπου τον πάει ο Τζο στους αυτοσχεδιασμούς του. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι σταδιακά, κι ίσως αργά, στην καριέρα μου έμαθα να μην απαιτώ όλο τον έλεγχο από πριν με storyboards, αλλά να επιτρέπω στους ηθοποιούς να μπουν στο πλάνο και να το στήσω εκείνη την ώρα, βλέποντας τη δυναμική τους. Στην τελευταία μου ταινία που έχει 300 σκηνές, ήταν δύσκολο να δω όλους τους χώρους. Και πάλι, όμως, όταν φτάναμε ξέκλεβα μερικά λεπτά στην αρχή κάθε στησίματος για να παρατηρώ πώς κινούνται οι ηθοποιοί μου. Πότε ήταν άνετοι. Τότε έστηνα. Να είναι άνετοι οι ηθοποιοί σου. Αυτό για μένα είναι το βασικότερο συστατικό για το στήσιμο των πλάνων. Και σε αυτό, μεγάλη πηγή έμπνευσης ήταν πάντα οι ταινίες του Ελία Καζάν. Δείτε τι κάνει με τους ηθοποιούς του. Κι ο Κασαβέτης, φυσικά.
Casino: what happens in Vegas, stays in Vegas Αγαπώ πολύ το «Καζίνο» γιατί είναι τόσο συμβολικό για την αμερικανική κοινωνία. Ναι, επίτηδες είχε υπερβολή στο στιλιζάρισμά της αυτή η ταινία – στην εικόνα, τον ήχο, το soundtrack. Ξεκινά, ανατινάζοντας τον ήρωά της – οπότε δεν υπήρχε πισωγύρισμα. Είναι η ιστορία του έκπτωτου ανθρώπου από τον Παράδεισο. Τα είχε όλα και τα έχασε όλα. Εκείνη την εποχή ίσχυε το ρητό “ό,τι συμβαίνει στο Βέγκας, μένει στο Βέγκας”. Στ' αλήθεια. Οι άνθρωποι που ζούσαν το αμερικάνικο όνειρο είχαν μόνο ένα τέλος: την αυτοκαταστροφή. Οπότε η απάντησή μου στο «που πάει αυτή η κοινωνία» απαντιέται στην πρώτη σκηνή που την ανατινάζω.
Οταν όλα τρέχουν γρήγορα, σταματάς Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι η κινηματογραφική εικόνα μπορεί να πει πολλά σε ελάχιστο χρόνο. Με είχε επηρεάσει πολύ η αρχή, τα πρώτα 4-5 λεπτά, του «Ζιλ και Ζιμ» του Φρανσουά Τριφό. Εικόνα μέσα στην εικόνα, μέσα στην εικόνα, σε ελάχιστα λεπτά. Και τόση συμπυκνωμένη πληροφορία – για τις τέχνες, την ιστορία, τις σχέσεις, τον κόσμο που ζούμε. Με πόση ενέργεια, με πόση χαρά. Οπότε, ναι, κάποια στιγμή το σινεμά ξέφυγε με τη σπιντάτη κινηματογράφηση, την ταχύτητα της εικόνας και της πληροφορίας. Οταν το καταλαβαίνεις λοιπόν αυτό, κάνεις το «Kundun». Μηδενίζεις και πας από την αρχή. Στη μουσική βέβαια, που επίσης αγαπώ πολύ, συμβαίνει και κάτι άλλο. Εχω πάντα για παράδειγμα το κομμάτι «Inner Mountain Flame» (1971) από τη Mahavishnu Orchestra με τον John McLaughlin. Είναι ένα τζαζ κομμάτι τόσο μα τόσο σπιντάτο, που η μόνη αντίδραση που είχα κάθε φορά που το άκουγα είναι να ηρεμώ. Μέσα στις μεγάλες ταχύτητες, έβρισκα την εσωτερική γαλήνη και την κάθαρση. Σκεφτείτε το στο σινεμά: όταν τρέχουν τα πλάνα, το μοντάζ, πόση δύναμη έχει μία “ακίνητη” σκηνή που ακολουθεί.
Oχι, δεν ξέρω να σταματάω Ο,τι κι αν σας πω θα είναι ψέμα. Ακόμα παλεύω, με κάθε ταινία να αποδείξω στον εαυτό μου κάτι. Είναι εθισμός, είναι εμμονή. Πέφτεις με τα μούτρα σε μια ταινία, ενώ ξέρεις ότι θα είσαι δυστυχισμένος παλεύοντας να τη γυρίσεις. Οσο περνούν τα χρόνια γίνομαι χειρότερος στο να υπολογίζω τις δυσκολίες της παραγωγής. Φτάνω στο γύρισμα και κοιτάω με απελπισία το συνεργείο, τους παραγωγούς μου: πώς βρεθήκαμε εδώ, πώς την πατήσαμε έτσι, πώς θα το κάνουμε όλο αυτό; Φαίνεται βουνό. Επίσης, δεν ξέρω να σταματάω. Πότε τα παρατάς σε μια σκηνή, πότε σταματάς τις λήψεις, πότε σταματάς να τη στήνεις και να τη ξεστήνεις; Δεν ξέρω. Ποτέ δεν ξέρω τι ταινία θα κάνω. Εχω μια γενική ιδέα, αλλά δεν ξέρω πώς θα φτάσω εκεί. Ακριβώς επειδή υπάρχει τόση αγωνία, για αυτό χρησιμοποιώ το χιούμορ. Αν δεν έκανα πλάκα στα γυρίσματα δε θα μπορούσα να νικήσω το στρες μου.
Τι πετάς, τι κρατάς σε μία ταινία Είναι πολύ δύσκολο. Υπάρχει ένας μύθος με τον Ροντέν και το άγαλμά του Μπαλζάκ: όλοι του έλεγαν “τι ωραία χέρια, τι ωραία χέρια” κι εκείνος πήρε ένα τσεκούρι και τα έκοψε, ώστε να κοιτούν το άγαλμα ολόκληρο. Με τη Θέλμα Σκουνμέικερ, τη μοντέζ μου εδώ και 30 χρόνια, έχουμε ένα σύστημα. Οταν κολλήσουμε σε κάτι που δεν ξέρουμε που να το βάλουμε, αλλά είναι πολύ ωραίο πλάνο, το πετάμε. “Πέτα το” της λέω, “πέτα το!” Και έχουμε πλάκα γιατί εκεί που πάει να το πετάξει, τη σταματάω, μετά εκείνη έχει δεύτερες σκέψεις. Αλλά πρέπει να το πετάς. Αν δεν λείπει, να το πετάς.
Γυρίζω ντοκιμαντέρ για να πειραματίζομαι με την μη-γραμμική αφήγηση Εσείς εδώ στην Ευρώπη το κάνετε συχνά. Εμένα με διευκολύνει η μουσική, τα μουσικά ντοκιμαντέρ, με βοηθούν στο να πειραματίζομαι με τη μη-γραμμική αφήγηση.
Η υπόκλιση και το standing ovation στον Μάρτιν Σκορσέζε
Δεν πιστεύω ότι το σινεμά θα πεθάνει ως μέσο Ολοι κάποτε θα πεθάνουμε, ναι. Αλλά γιατί να πεθάνει το σινεμά σήμερα; Επειδή βγήκαν νέες τεχνολογίες διανομής που απειλούν τη μεγάλη οθόνη; Ποιος το λέει; Ποιος το αποφάσισε; Νομίζω ότι πάντα θα θέλουμε να λέμε ιστορίες και πάντα θα θέλουμε να τις μοιραζόμαστε μαζί και μαζικά - σα θεία κοινωνία. Κάνω σινεμά γιατί θέλω να μοιράζομαι τις ιστορίες μου. Κι αν μπορώ να κάνω κάτι για αυτό, δε θα το αφήσω να πεθάνει.
Είναι υπέροχο να δείχνεις ταινίες στα παιδιά σου Κάποια εποχή η ζωή μου ήταν πολύ σκοτεινή. Oμως η ζωή έχει ένα μεγάλο πρόβλημα: δεν σταματά στις δυσκολίες. Συνεχίζεται. Κι έρχεται η στιγμή που όλα ξεκινούν και πάλι. Εμένα αυτό συνέβη όταν γνώρισα την τωρινή σύζυγό μου και κάναμε ένα παιδί, είναι 18 χρονών τώρα η μικρή μου κόρη, η Φρανσέσκα. Εχω δύο ακόμα μεγαλύτερες και μία 5χρονη εγγονή. Οταν η Φρανσέσκα ήταν δύο χρονών ξεκίνησα να της δείχνω ταινίες στο δωμάτιο προβολής– αρχικά animation, μετά μιούζικαλ, κωμωδίες όπου πέταγα ένα Τσάρλι Τσάπλιν, ένα Μπάστερ Κίτον. Σταδιακά κατάλαβα ότι μέσα σε ένα χρόνο, η Φρανσέσκα και οι φίλες της είχαν δει πάνω από 300 ταινίες. Και δεν υπάρχει τίποτα ωραιότερο από το να δείχνεις ταινίες στα παιδιά σου. Μην τα φοβάστε. Δε θα ξεχάσω την αντίδρασή τους στην «Αυγή» του Μουρνάου – μία ασπρόμαυρη βωβή ταινία. Φώναζαν στην οθόνη «μην μπεις στη βάρκα, θα σε σκοτώσει» - τα παιδιά αντιδρούσαν ακριβώς όπως έπρεπε στην ιστορία. Τώρα έχουν παρακαταθήκη εκατοντάδες ταινίες που είδαν στα παιδικά τους χρόνια. Μπορεί να μην χρησιμοποιήσουν ποτέ αυτή τη γνώση. Μπορεί να μην την ανασύρουν ποτέ. Αλλά την κουβαλούν στο συλλογικό τους ασυνείδητο. Πόσο τα ζηλεύω που ξεκίνησαν τόσο νωρίς. Πόσο ζηλεύω ένα πιτσιρίκι που έρχεται και μου λέει «είδα τη Νύχτα του Κυνηγού για πρώτη φορά».
Το σινεμά μού έχει σώσει τη ζωή Βλέπω σινεμά για να καταλαβαίνω τον κόσμο, τον έξω κόσμο, τον κόσμο μου. Πολλές ταινίες ήταν εμπειρίες για μένα, μού άλλαξαν τη ζωή, τις κουβαλώ πάντα μαζί μου. Οπως το «Ordet» του Ντράγιερ. Την έχω δει μία φορά και δεν μπορώ να την ξαναδώ γιατί με συγκλονίζει συναισθηματικά. Δεν υπάρχει μέρα όμως που δεν τη σκέφτομαι. Ή, αντίθετα, το «Searchers» του Τζον Φορντ το βλέπω μια φορά το χρόνο τουλάχιστον. Και νομίζω ότι δεν έχω τίποτα πια να πάρω από αυτό, κι όλο καταλήγω να κλαίω κάθε φορά. Κάποιες ταινίες είναι για μένα θρησκευτικές εμπειρίες. Μου έχουν σώσει τη ζωή.