Παρά τα φαντάσματα που κάνουν την εμφάνισή τους στην καινούρια ταινία του καναδού Ντενίς Κοτέ, ο τίτλος της ταινίας αναφέρεται στην ίδια την μικρή πόλη στην οποία διαδραματίζεται, στην ουσία ένα χωριό 215 κατοίκων, που όπως πολλές ακόμη με το δικό της μέγεθος στην επαρχία κάθε χώρας του κόσμου, προσπαθεί να επιβιώσει.
Η πόλη της Ιρέν-Λε-Νεζ έχει κατοίκους που θέλουν να μείνουν και κατοίκους που θέλουν να φύγουν, έχει όλα τα καλά και τα κακά ενός μικρού τόπου και μαζί το ίδιο βασικό πρόβλημα: ο πληθυσμός της μειώνεται πιο γρήγορα απ΄ ότι αυξάνεται, αν και ξαφνικά μια σειρά από απροσδόκητους επισκέπτες θα αυξήσουν σημαντικά τον αριθμό των ανθρώπων που συναντά κανείς στους ερημικούς, χιονισμένους δρόμους της. Μόνο που όλοι τους αν κι έχουν μορφή, σάρκα κι οστά είναι ήδη νεκροί.
Οι εμφανίσεις τους θα ξεκινήσουν μετά τον θάνατο του νεαρού Σιμόν, το αμάξι του οποίου στην πρώτη σκηνή της ταινίας θα βγει από τον δρόμο και θα χτυπησει με φόρα έναν τσιμεντένιο τοίχο. Οι μόνοι που θα είναι εκεί για να το δουν είναι τέσσερα παράξενα παιδιά με αλλόκοτες μάσκες που στοιχειώνουν τους δρόμους της πόλης.
Η θλίψη του θανάτου του νεαρού θα σημαδέψει την οικογένειά του, με τους γονείς του να βυθίζονται στον πόνο και τον πατέρα του να βουτά ακόμη πιο βαθιά στην κατάθλιψη εγκαταλείποντας το σπίτι προς άγνωστο προορισμό. Ο άλλος τους γιος ο 23χρονος Τζίμι θα προσπαθήσει να κατανοήσει και να αποδεχτεί πως η απώλεια του Σιμόν ήταν κάτι παραπάνω από ατύχημα: Η δική του οδός να εγκαταλείψει μια καλή την μικρή του πόλη.
Μα όσο όλοι γύρω του προσπαθούν να συνέλθουν και η τοπική κυβέρνηση στέλνει μια -κάθε άλλο παρά ευπρόσδεκτη- ψυχολόγο για να βοηθήσει, οι κάτοικοι με πρώτη την αλαφροίσκιωτη, γεμάτη φοβίες Αντέλ, αρχίζουν να βλέπουν όλο και συχνότερα παράξενες φιγούρες, οπως αποδεικνύεται, νεκροί ήδη, να στέκονται ή να περιφέρονται δίχως προφανή σκοπό γύρω στα μέρη που κάποτε είχαν ζήσει.
Μέσα από τις μικρές ιστορίες κάποιων από τους κατοίκους της πόλης, της Δημάρχου, της Αντέλ, ενός ζευγαριού που μοιάζει να ζει στον δικό του μικρόκοσμο, του ιδιοκτήτη του τοπικού εστιατορίου που θέλει ενάντια στην θέληση της γυναίκας του να ανακαινίσει ένα παλιό σπίτι που κρύβει ένα μακάβριο μυστικό, ο Κοτέ χτίζει το πορτρέτο του τόπου με διαφωτιστικό αν και ιδιαίτερα αφαιρετικό τρόπο.
Την ίδια στιγμή το φιλμ μιλά για τους «άλλους» και τον τρόπο που μια δομημένη κοινότητα τους αντιμετωπίζει με την μορφή μιας ελαφρά κρυμμένης παραβολής και μέσα από την διαδρομή της οικογένειας του Σιμόν, μιλά με αντίστοιχη αφαίρεση για την απώλεια και την οικογένεια, για τα υλικά που ενώνουν ή χωρίζουν τους ανθρώπους για την διαχείριση ενός τραύματος, την επιλογή ανάμεσα στην παραίτηση και την συνέχεια.
Με ένα σκηνοθετικό ύφος τόσο ήσυχο όσο τα χιονισμένα τοπία της Ιρέν-Λε-Νεζ και με μια φωτογραφία που μοιάζει σχεδόν φασματική στην αποχρωματισμένη ψυχρή παλέτα της, ο Κοτέ κάνει μια ταινία είδους που δεν ενδιαφέρεται για τους κανόνες μιας ταινίας φαντασμάτων και που αντιμετωπίζει το μεταφυσικό με μια απροσδόκητα πραγματιστική νοοτροπία.
Μελαγχολικό, ήσυχο και θλιμμένο, αλλά όχι δίχως χιούμορ, ή εξάρσεις, το «Ghost Town Anthology» δεν ενδιαφέρεται να προσφέρει απαντήσεις στα μυστήρια της μικρής αυτής πόλης, κάτι που μπορεί να αφήνει στον θεατή την αίσθηση ενός κενού, μα που από την άλλη τον προσκαλεί να το γεμίσει ο ίδιος με τις δικές του ιδέες. Κι αν όχι τις δικές του απαντήσεις τότε σίγουρα τα δικά του, ερωτήματα και το σκάλισμα των δικών του προσωπικών φαντασμάτων.