Το «Amazing Grace» είναι μια ταινία τόσο πολύπλοκη και μυθιστορηματική στη δημιουργία της, όσο απλό είναι το θαύμα που απεικονίζει.
Το 1971, η Αρίθα Φράνκλιν, ήδη διάσημη στην Αμερική, ακριβώς 30 χρόνων, αποφάσισε, μαζί με τον θρυλικό παραγωγό της, Τζέρι Γουέξλερ, να κάνει ένα άλμπουμ επιστρέφοντας στις ρίζες της: ν' αποτίσει, δηλαδή, φόρο τιμής στα Γκόσπελ, απ' όπου ξεκίνησε, ακολουθώντας τον ιεροκήρυκα πατέρα της, τον Αιδεσιμότατο Φράνκλιν και τραγουδώντας στις λειτουργίες του. Θα ήταν μια live ηχογράφηση και γι' αυτό η Αρίθα κι η Atlantic Records, η δισκογραφική της, διοργάνωσαν δυο βραδιές με κοινό, σε μια εκκλησία στο Λος Αντζελες, με συντονιστή κι εμψυχωτή τον Αιδεσιμότατο Κλίβελαντ που, επιπλέον, τραγούδησε κι έπαιξε πιάνο μαζί της.
Καθώς η Atlantic Records κι η Warner Brothers ανήκαν στον ίδιο όμιλο, το κινηματογραφικό στούντιο σκέφτηκε να μαγνητοσκοπήσει το live και να το κάνει ταινία, με σκοπό να το βγάλει την επόμενη χρονιά σ' ένα double feature μαζί με το «Super Fly». Για το λόγο αυτό, ανέθεσε στον Σίντνεϊ Πόλακ, υποψήφιο, τότε, για Οσκαρ για το «They Shoot Horses, Don't They», να γυρίσει την ταινία, μαγνητοσκοπώντας το live με 5 κάμερες.
Το άλμπουμ της Αρίθα Φράνκλιν, «Amazing Grace», αποτέλεσε ορόσημο στην καριέρα της κι είναι, ακόμα και σήμερα, το πιο επιτυχημένο άλμπουμ της σε πωλήσεις. Η ταινία δεν είχε την ίδια τύχη. Καθώς οι πέντε κάμερες τραβούσαν με ζωντανό ήχο, αλλά χωρίς κλακέτα που να σηματοδοτεί την εκκίνηση του κάθε πλάνου, το υλικό που πήγε στο στούντιο ήταν αδύνατο να συγχρονιστεί. Ακόμα χειρότερα, το Nagra που κατέγραφε τον ήχο της συναυλίας, έτρεχε λίγο βραδύτερα από τις κάμερες. Η παραγωγή έκανε ό,τι μπορούσε για να επεξεργαστεί το υλικό, προσλαμβάνοντας από ειδικευμένους μοντέρ μέχρι, πραγματικά, ανθρώπους που διαβάζουν χείλη και, γρήγορα, σήκωσε τα χέρια ψηλά.
Ο Σίντνεϊ Πόλακ πικράθηκε που το υλικό έμεινε αναξιοποίητο, όπως φαίνεται από την επιστολή που έστειλε ο ίδιος στην Αρίθα Φράνκλιν, το 1998, σχεδόν τρεις δεκαετίες αργότερα:
Ωστόσο, το πλήρωμα του χρόνου ήρθε, κοντά πενήντα χρόνια μετά. Ο Αλαν Ελιοτ, κατά βάση μουσικός παραγωγός και «μαθητής» του Γουέξλερ, πήρε τα δικαιώματα χρήσης του υλικού, το συγχρόνισε και το μόνταρε σε μια ταινία 90 λεπτών που σε αφήνει, από την αρχή ως το τέλος, με το στόμα ανοιχτό, το πόδι να κρατά το ρυθμό και τα μάτια να τρέχουν, μην κάνοντας τίποτε περισσότερο από το να αποδίδει όσα συνέβησαν στην εκκλησία της Καλιφόρνιας εκείνα τα δυο βράδια του 1971.
Η ταινία δεν έχει ούτε πρόσωπα που μιλούν στην κάμερα, ούτε συζητήσεις, ούτε αποκαλύψεις: είναι πλάνα από τα δύο live και σύντομες ματιές στην πρόβα. Μόνο μουσική κι όσα συμβαίνουν στη διάρκειά της. Από τη μια πλευρά, την πλευρά του... Σταυρού, πάνω στον άμβωνα της Εκκλησίας, είναι η Αρίθα Φράνκλιν. Η πολυμελής Δημοτική Χορωδία της Νότιας Καλιφόρνια, ο μαέστρος τους (που, εξαντλημένος από τη συναισθηματική φόρτιση, κάποια στιγμή τραβιέται στη γωνία και κλαίει γοερά), ο Αιδεσιμότατος Κλίβελαντ με την πληθωρική παρουσία και το μπρίο του ανιματέρ και η Αρίθα. Πολύ νέα, με την αναίδεια του τεράστιου ταλέντου της, την πυγμή της μαύρης φεμινίστριας, να συντρίβεται και ν' ανασυντίθεται μπροστά στην κάμερα, μπροστά στον κόσμο, στολισμένη με δυο λαμπερά φορέματα, μερικές χρυσές αλυσίδες, τη γούνα της και το πρόσωπο γεμάτο διαμάντια: σταγόνες ιδρώτα που πνίγουν ηρωικά το μακιγιάζ της. Μια καλλιτέχνης αποφασισμένη να δώσει τα πάντα σ' αυτή τη συνάντηση με το παρελθόν της.
Κι απέναντί της, ο κόσμος. Πολύ λίγες ξεχωριστές φιγούρες: η μεγάλη κυρία της Γκόσπελ, Κλάρα Γουορντ, δυο χρόνια πριν πεθάνει, η μέγιστη επιρροή της Αρίθα, που θαυμάζει και χειροκροτεί και σηκώνεται όρθια κι εκστασιάζεται.
Ο πατέρας της, ο Αιδεσιμότατος Φράνκλιν, πολύ διασημότερος από την Αρίθα στις αρχές της, που θα πάρει το λόγο για να δοξάσει την κόρη του και θα της σκουπίσει τρυφερά (αλλά και στο πλαίσιο του showman, φυσικά), το ιδρωμένο μέτωπο. Ο νεαρός Μικ Τζάγκερ παρέα με τον Τσάρλι Γουατς, που βρίσκονταν στο Λος Αντζελες για να ηχογραφήσουν το «Exile on Main Street» για την Atlantic επίσης). Αλλά κυρίως το... ποίμνιο. Ελάχιστοι λευκοί, ανάμεσα στο πολύχρωμα, φανταχτερά ντυμένοι πλήθος των Αφροαμερικανών που έχουν έρθει για να ενθαρρύνουν και ν' αποθεώσουν την Αρίθα. Το στίγμα της εποχής. Τεράστιες περούκες με περίτεχνους κότσους και μπούκλες, ή εξίσου τεράστια άφρο και η χαρακτηριστική ομαδικότητα του εκκλησιάσματος της Μαύρης παράδοσης: ο κόσμος συμμετέχει, χτυπά παλαμάκια, προσθέτει ιαχές και καλοπιάσματα και «sing it girl» και «say it as it is Miss Aretha» και χορός και παροξυσμός και έκσταση με τη μουσική και με τον Θεό. Γιατί στιγμή δεν ξεχνιέται ότι αυτή είναι μια συναυλία προς τιμήν Του: με τη βαθιά πίστη του ανθρώπου που έχει υπάρξει απελπισμένος.
Γιατί αυτό, τελικά, είναι το συγκλονιστικότερο χαρακτηριστικό της ταινίας, της εκπληκτικά, πολυπρισματικά κινηματογραφημένης με τις πέντε κάμερες που, τελικά, συγχρονίστηκαν και μοιράστηκαν τα αποκαλυπτικά κοντινά τους, τα ηθογραφικά γενικά τους, τα κρυφά περάσματα πίσω από τη σκηνή, εκεί όπου η Αρίθα, τραγουδώντας θαρραλέα, κρατά σφιχτά και κρυφά το χέρι του Αιδεσιμότατου Κλίβελαντ κι ένα χαρτομάντιλο, για να μην κλάψει. Είναι η καταγραφή μιας χρονικής στιγμής όπου ο αγώνας για τη φυλετική ισότητα έχει κορυφωθεί αλλά δεν έχει φέρει αποτέλεσμα, όπου ο πόλεμος του Βιετνάμ έχει τελειώσει αλλά έχει αφήσει μόνο θύματα και κατεστραμμένους ανθρώπους, όπου στην Αμερική είναι δύσκολο να φανταστείς τι θα φέρει η νέα δεκαετία.
Κι όπου, όμως, λίγες εκατοντάδες (η αίθουσα δεν πρέπει να χωρά πάνω από 200-300 άτομα) Αφροαμερικανοί μπορούν να ευχαριστήσουν τον Θεό για το γεγονός ότι ο προβολέας είναι στραμμένος πάνω τους, ότι έχουν την ελευθερία να πετύχουν, όπως δεν την είχαν πριν. Γι' αυτό, ακριβώς, συγκινείσαι όταν ακούς τον Κλίβελαντ να λέει στον κόσμο: «Οταν προβάραμε το "Amazing Grace", στο στίχο "through many dangers, we have already come", η Αρίθα άφησε τα δάκρυα να τρέχουν, ποιος θα φανταζόταν πριν 20 χρόνια ότι θα κάναμε τόσα βήματα;» Ποιος θα φανταζόταν, άλλωστε, το 1971, ότι 38 χρόνια αργότερα, η Αρίθα Φράνκλιν θα τραγουδούσε στην ορκωμοσία του πρώτου Μαύρου Προέδρου της Αμερικής; Γι' αυτό το «Amazing Grace» είναι ένα σπουδαίο ντοκουμέντο: όχι μόνο επειδή η μουσική είναι υπέροχη, ο παλμός απόλυτα μεταδοτικός, η Αρίθα Φράνκλιν σαρωτική, αλλά κυρίως επειδή παγιδεύει μια στιγμή στο χρόνο, τομής, αλλαγής, με όλη την υπερβατικότητα της μόδας της και με όλη την ένταση της ελπίδας της.