«Μαζί με τον εβραϊκό πληθυσμό που χάθηκε, χάθηκε και το όποιο χιούμορ υπήρχε μέχρι τότε σ’ αυτή τη χώρα», πιστεύει ο Ντάβιντ Βνεντ, ο δημιουργός της δημοφιλούς γερμανικής κωμωδίας του 2015 «Look Who’s Back» που σατιρίζει τον Αδόλφο Χίτλερ. Ο Βνεντ είναι ένας από τους έξι Γερμανούς σκηνοθέτες που συστήνει στη φετινή Μπερλινάλε η German Films, στο πλαίσιο της προωθητικής του γερμανικού σινεμά καμπάνιας «Face to Face with German Films» που εγκαινίασε προ διετίας, με σκοπό να φέρει δημοσιογράφους από όλο τον κόσμο σε επαφή με νέα πρόσωπα της εγχώριας κινηματογραφίας.
Ειρωνικά, η συνάντησή μας λαμβάνει χώρα σε ένα τεράστιο διατηρητέο κτίριο της Αλεξάντερπλατζ που έχτισε Γερμανοεβραίος επιχειρηματίας στα 1920, ως πολυκατάστημα, αλλά το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς πήρε από τα χέρια του το 1933 και μετέτρεψε σε έδρα της ναζιστικής νεολαίας. Μεταπολεμικά, το κτίριο λειτούργησε ως στέγη σε διάφορους ανατολικογερμανικούς θεσμούς, μεταξύ άλλων και το Μαρξιστικό-Λενινιστικό Ινστιτούτο, μέχρι που, μετά την πτώση του τείχους, ανακτήθηκε από τους κληρονόμους του πρώτου ιδιοκτήτη του και μετατράπηκε στο πολυτελές ξενοδοχείο που βρισκόμαστε τώρα, στο Soho House.
Η κουβέντα στο πάνελ, με συντονίστρια την κριτικό του Variety (συνδιοργανωτή της εκδήλωσης) Τζέσικα Κίανγκ, αφορά ανάμεσα σε άλλα και το χιούμορ, για το οποίο οι Γερμανοί ένιωθαν ανέκαθεν αποκομμένοι από την υπόλοιπη Ευρώπη. «Iσως να ήταν αυτό το κληρονομημένο αίσθημα ενοχής που εμπόδιζε την έκφραση του χιούμορ», λέει ο αφγανικής καταγωγής Μπουρχάν Γκουρμπάνι, ο οποίος ετοιμάζει αυτή την περίοδο την τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του, μια εκμοντερνισμένη εκδοχή του φημισμένου μυθιστορήματος «Βερολίνο Αλεξάντερπλατζ», με κεντρικό πρόσωπο έναν Αφρικανό πρόσφυγα.
3 Days in Quiberon
«Οι μη Γερμανοί δε γελάνε με το γερμανικό χιούμορ. Είναι κλισέ, κι όμως ισχύει», συμπληρώνει ο Λαρς Κράουμε, ο παλιότερος εκ των έξι σκηνοθετών, που έγινε ωστόσο διεθνώς γνωστός μόλις πρόσφατα με το βιογραφικό δράμα «Υπόθεση Φριτζ Μπάουερ: Μυστική Ατζέντα», ενώ συμμετέχει στη φετινή Μπερλινάλε με το επίσης βασισμένο σε πραγματικό πολιτικό χρονικό «The Silent Revolution». «Πάντως το “Toni Erdman” ήρθε να αλλάξει τα πράγματα», θυμίζει η Έμιλι Ατέφ, σκηνοθέτιδα της διαγωνιζόμενης για την Χρυσή Άρκτο ταινίας «3 Days in Quiberon», η οποία επιχειρεί ένα πορτρέτο της πρόωρα χαμένης Αυστριακής ηθοποιού Ρόμι Σνάιντερ μέσα από τη δραματοποίηση της τελευταίας συνέντευξης που έδωσε στις αρχές της δεκαετίας του ’80. «Το γεγονός πως μια κωμωδία τρίωρης διάρκειας, με υψηλή την αίσθηση του παραλόγου, φτιαγμένη μάλιστα από γυναίκα, είχε τόσο μεγάλη επιτυχία, δείχνει πως τελικά υπάρχει εν τέλει φόρμουλα σίγουρη στο χιούμορ».
Oπως οι τρεις προηγούμενες μεγάλου μήκους δουλειές της Ατέφ, έτσι και το «3 Days…» είναι επικεντρωμένο στη γυναίκα. «Ο λόγος που ασχολούμαι με γυναικείους χαρακτήρες από την αρχή κιόλας της καριέρας μου είναι γιατί μου έχουν λείψει», δηλώνει με αφορμή το έτερο θέμα που μπαίνει στο τραπέζι –την ισότητα των φύλων. «Μου λείπει το βάθος ταινιών όπως το “Μια Γυναίκα Εξομολογείται” και άλλων γυναικείων πορτρέτων της δεκαετίας του ’70 και του ’80 που αργότερα εξέλιπε από το σινεμά. Χαίρομαι που τώρα επανέρχεται στο προσκήνιο τόσο το θέμα όσο και ο εν λόγω κινηματογράφος. Και θα έπρεπε το ίδιο να ισχύει σε κάθε τομέα της ζωής, από τις τέχνες μέχρι την οικονομία και την πολιτική».
Western
«Αν θεωρήσουμε πως ο μισός πληθυσμός του πλανήτη είναι γυναίκες, δε βλέπω γιατί το επίσης μισό των μέσων έκφρασης δεν πρέπει να ανήκει στις γυναίκες», συμφωνεί η Βαλέσκα Γκρίσεμπαχ, η δημιουργός του έξοχου πολυβραβευμένου δράματος «Western». «Oσος χώρος δίνεται στην ανδρική οπτική, είναι σαφές πως άλλος τόσος πρέπει να δίνεται και στην γυναικεία» προσθέτει, δηλώνοντας πως πριν από 6-7 χρόνια δε θα πίστευε ποτέ πως η συζήτηση περί ισότητας θα βρισκόταν στα επίπεδα που βρίσκεται σήμερα.
«Θέλω να με θεωρούν σκηνοθέτη, κι όχι γυναίκα σκηνοθέτη», επιμένει και η Γερμανορουμάνα Άνκα Μιρούνα Λαζαρέσκου, δημιουργός με προϋπηρεσία τόσο στο ντοκιμαντέρ και στη φιξιόν, που γυρίζει αυτόν τον καιρό μια νέα σειρά για την ΗΒΟ Europe με τίτλο «Η Ευτυχία Είναι για τους Αδύναμους». «Δε θα ήθελα ποτέ να μάθω πως μου έδωσαν μια δουλειά απλά και μόνο για λόγους ποσόστωσης και όχι επειδή με θεωρούν καλή σε αυτό που κάνω».