Ο Λου Γε είναι ένας από τους πιο διάσημους φεστιβαλικούς Κινέζους σκηνοθέτες, με διαρκείς συμμετοχές στις Κάννες και το Βερολίνο, και γνωστός για τις συγκρούσεις του με τις επίσημες αρχές της χώρας λόγω των αντικαθεστωτικών και προκλητικών θεμάτων που χειρίζεται στις ταινίες του. Το πιο γνωστό ίσως σε ένα ευρύ κοινό «Suzhou River» του 2000 παραμένει ακόμη απαγορευμένο στην Κίνα, ενώ το 2006 ο Γε έφερε στις Κάννες το «Summer Palace» χωρίς έγκριση από την Κίνα με αποτέλεσμα να του απαγορευθεί η άσκηση του επαγγέλματός του για πέντε ολόκληρα χρόνια.
Το «Blind Massage» φτάνει στην 64η Berlinale, διεκδικώντας τη Χρυσή Αρκτο, βρίσκοντας τον Λου Γε στην πιο mainstream εκδοχή του με την ιστορία μιας ομάδας τυφλών μασέρ που εργάζονται σε ένα κέντρο μασάζ στην πόλη της Ναντσίγνκ αλλά και με εγκεκριμένο το σενάριο από τις κινεζικές αρχές πριν ξεκινήσει καν τα γυρίσματά του.
Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει τίποτα για την ίδια την ταινία που παραμένει φεστιβαλική όσο και οι προηγούμενές του, αν και έκδηλα πιο ανάλαφρη, λιγότερο ερμητική και με ένα θέμα που αγγίζει οικουμενικά ένα κοινωνικό θέμα - όπως αυτό της καθημερινότητας τυφλών ή μερικά τυφλών ανθρώπων που ζουν, εργάζονται και συμπεριφέρονται απόλυτα ενταγμένοι σε μια σύγχρονη κοινωνία που παραδοσιακά ευνοεί την περιθωριοποίησή τους.
Ορμώμενος από την έλλειψη της όρασης των πρωταγωνιστών του, ο Λου Γε παραμορφώνει την πραγματικότητα σε μια αεικίνητη σύνθεση κάδρων και οπτικών αισθήσεων, παρατηρώντας τις ιστορίες μιας ομάδας ανθρώπων που κλεισμένοι μέσα στο κέντρο μασάζ όπου εργάζονται και ζουν, αναπτύσσουν μεταξύ τους μια σειρά από σχέσεις, αντιζηλίες και συγκρούσεις, αντανακλώντας μια μικρογραφία μιας οποιασδήποτε κοινωνίας.
Ο κοινωνικός ρατσισμός διαγράφεται με διακριτικότητα, αφού ο Γε ενδιαφέρεται περισσότερο για τις μικρές, ασήμαντες φαινομενικά ιστορίες των πρωταγωνιστών του (εξαιρετικό το ensemble επαγγελματιών ηθοποιών με ερασιτέχνες πραγματικά τυφλούς) καθώς το μελόδραμα κορυφώνεται - ακόμη και σε αιματηρά κρεσέντα - και ο Γε παραδίνεται σε ένα μωσαϊκό μελαγχολίας, ζωντάνιας και προσεκτικών κινήσεων μέσα στο χώρο.
Αν δεν καταφέρνει να μεταδώσει το πάθος του για την κοινότητα που κινηματογραφεί, αφήνοντας την ταινία του να εκτυλίσσεται αποκλειστικά πάνω στην οθόνη και ποτέ πιο βαθιά στο θυμικό του θεατή, φταίει το γεγονός πως στην προσπάθειά του να αποδώσει τη ζωή που πάλλεται ακόμη και μέσα στο σκοτάδι, εξαντλεί γρήγορα το «εφέ» της τυφλής κινηματογράφησής του καταλήγοντας να ολοκληρώσει μια ταινία απλοϊκή και τελικά όχι ενδιαφέρουσα. Αντίθετα από την πολυπλοκότητα των συναρπαστικών ηρώων του.
Tags: berlinale 2014