«Οταν τα πράγματα τελειώνουν, τελειώνουν». Αυτή είναι η συμβουλή που δίνει στον μικρό Ζοάο ο πατέρας του, όσο του δείχνει το πτώμα του μεγαλύτερου αδερφού του να αιωρείται κρεμασμένο από ένα δέντρο στην κορυφή ενός λόφου, μέσα στην τεράστια έκταση γης που η οικογένειά του κατέχει στα νότια της Πορτογαλίας, κάτω από τον ποταμό Τάγο. Το πέρασμα στην ενηλικίωση για τον μικρό Ζοάο θα είναι απότομο και άγριο, το ίδιο και η συνειδητοποίηση σε μια τόσο τρυφερή ηλικία της σημασίας που έχει το όνομα της οικογένειάς του σε μια χώρα που το 1946 παραμένει ακόμα φεουδαρχική.
Στην επόμενη σκηνή μετά τους τίτλους έναρξης, βρισκόμαστε στο 1973. Ο Αντόνιο ντε Ολιβείρα Σαλαζάρ, ο μακροβιότερος δικτάτορας στην ιστορία της Ευρώπης, έχει πεθάνει και το αυταρχικό στρατιωτικό καθεστώς πνέει τα λοίσθια, μετά μάλιστα από τον δαπανηρό πόλεμο για τη διατήρηση των αποικιών της Πορτογαλίας στην Αφρική. Ο Ζοάο Φερνάντες έχει γίνει πια ο πάτερ φαμίλιας και το αφεντικό. Παντρεμένος με την κόρη ενός από τους αρχιστράτηγους που κυβερνούν τη χώρα, ο Ζοάο προτιμά να παραμένει αμέτοχος στις καταιγιστικές πολιτικές εξελίξεις, παρά τη σημασία του ονόματός του, ένα είδος μοναχικού κι επαναστάτη πρίγκιπα μέσα στο μικρό του βασίλειο. Το καθεστώς τον πιέζει να εκφραστεί δημόσια και ανοιχτά υπέρ του νέου «πρωθυπουργού» και οι δημοκρατικές δυνάμεις και η αριστερά αρχίζουν να αναδύονται και πάλι δυναμικά, εκείνος, όμως, ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους μιας τάξης που αργοπεθαίνει ,βασανίζεται από τα δικά του οικογενειακά προβλήματα: τον ασθενικό γιο του, τη σύζυγο που δεν αγάπησε ποτέ, τη διοίκηση των αγροκτημάτων και των εργατών που βρίσκονται στις διαταγές του. Η σαρωτική δύναμη της αλλαγής που θα οδηγήσει νομοτελειακά στην Επανάσταση των Γαριφάλων δε θα αφήσει τίποτα το ίδιο.
Στην τρίτη πράξη, το έτος είναι πλέον 1991. Το όνομα των Φερνάντες έχει ξεπέσει πλέον οριστικά και ολόκληρη η περιουσία της οικογένειας έχει αρχίσει να γίνεται βορά στις τράπεζες. Ο Ζοάο προσπαθεί να σώσει ό,τι μπορεί από την οικογενειακή κληρονομιά, ο καπιταλισμός, όμως, και οι εξελίξεις τον έχουν ξεπεράσει προ πολλού. Ο πιστός του συνεργάτης σκοτώνεται κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, οι άλλοτε πιστοί εργάτες του αποχωρούν σταδιακά λόγω της αδυναμίας του να τους πληρώσει, ο γιος του είναι ένας ναρκομανής που μπαινοβγαίνει στα κέντρα αποτοξίνωσης. Όμως, ο Ζοάο αρνείται να συμβιβαστεί με την εποχή και την ιστορική μοίρα της τάξης του. Νομίζει πως είναι ακόμα ένας αγέρωχος αριστοκράτης, μια bigger than life προσωπικότητα που μπορεί να ορίσει ακόμα η ίδια το πεπρωμένο της. Μέχρι που ένα καλά κρυμμένο μέσα στο αρχοντικό του μυστικό θα αποκαλυφθεί και τότε η ιστορία του θα ολοκληρώσει τον κύκλο της και θα τον οδηγήσει στο ίδιο ακριβώς σημείο , όπου πήρε το πιο σημαντικό μάθημα της ζωής του. Θα έχουν τελειώσει όλα, όμως;
Για την πρώτη εμφάνισή του στα μεγάλα φεστιβαλικά σαλόνια και μάλιστα στο επίσημο διαγωνιστικό της Βενετίας, ο Τιάγο Γκέντες αποφάσισε να πραγματοποιήσει μια θεαματική είσοδο που βρίθει από φιλοδοξίες και μεγαλεπήβολες προθέσεις, καθώς μέσα από την τρίωρη σε διάρκεια ταινία του προσπαθεί όχι μόνο να συστήσει έναν αρχετυπικά τραγικό ήρωα, ακούσιο εκπρόσωπο μιας τάξης και μιας εποχής που προσπαθεί να συντονιστεί με τις πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές που τον ξεπερνούν, αλλά και να συνθέσει την τοιχογραφία της κοινωνίας της χώρας του στο δεύτερο μισό του προηγούμενου αιώνα, στην καθοριστική της μετάβαση από την απολυταρχία στη δημοκρατία. Στην ίδια νοητή γραμμή με τον αξεπέραστο «Γατόπαρδο» του Λουκίνο Βισκόντι, ο Ζοάο Φερνάντες, όπως ακριβώς και ο Ντον Φαμπρίτσιο, ο θλιμμένος πρίγκιπας της Σαλίνα, ματαιοχρονεί με μια αρρενωπότητα που μεταφράζεται στην πάροδο των χρόνων σε τοξική πατριαρχία, ανίκανος να επεξεργαστεί την αναπόφευκτη επανασυγκειμενοποίηση της αγέρωχης συμπεριφοράς του.
Κι όπως ακριβώς στον «Γατόπαρδο», όλα πρέπει να αλλάξουν για να παραμείνουν ίδια, ο Τιάγο Γκέντες μέσα από ένα επικό σε προθέσεις και σε εκτέλεση σινεμά, που αξιοποιεί στο έπακρο το αχανές τοπίο των εκτάσεων του γαιοκτήμονα και (με τη βοήθεια της εξαιρετικής φωτογραφίας του Ζοάο Λάντσα Μοράις) αναδεικνύει τη μοναξιά του κεντρικού ήρωα σε ένα περιβάλλον που σταδιακά γίνεται πιο σκοτεινό κι ερημικό, καταγράφει όλες αυτές τις αλλαγές και τις αποχρώσεις τους ως δορυφορικά γεγονότα, τα οποία ο κεντρικός ήρωας αδυνατεί να επεξεργαστεί και να αποκωδικοποιήσει, πάντα αποκομμένος από τους κοντινούς του ανθρώπους και πιο κοντά στα άλογά, τους μόνους ζωντανούς οργανισμούς με τους οποίους μοιάζει να έχει πραγματική επαφή.
Με σαφείς επιρροές τόσο από τα γουέστερν ως προς την πλανοθεσία και την αποτύπωση της μοναξιάς του Ζοάο, όσο και από τα κλασικά μελοδράματα μιας άλλης εποχής ως προς το σταδιακό χτίσιμο της δραματικής κορύφωσης μέσα από την υπαινικτική αποκάλυψη των οικογενειακών μυστικών, το «Α Herdade» (το οποίο μεταφράζεται στα ελληνικά ως «Το Αγρόκτημα»), ακόμα κι όταν πλατειάζει και χωλαίνει δραματουργικά (ειδικά στο τελευταίο, πιο «οικογενειακό» κομμάτι του) μέσα στην απαιτητική διάρκεια των 164 λεπτών του, δεν παύει να είναι ένα γερό και στιβαρό δράμα, το οποίο σίγουρα δεν διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας ή μοντερνισμού, αφήνει όμως τις καλύτερες υποσχέσεις για έναν δημιουργό που μοιάζει να κατανοεί πλήρως τους μηχανισμούς της αφήγησης και την αέναη κυκλικότητα της τραγωδίας. Σε αντίθεση με τον κεντρικό του ήρωα, το μέλλον τού ανήκει.