Το βράδυ του Σαββάτου 12 Οκτωβρίου στο 30ό Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας - Νύχτες Πρεμιέρας κύλησε με sold-out πρώτες προβολές, ασφυκτικά γεμάτες αίθουσες και χορό στο Ρομάντζο.
Στις προβολές που ξεχώρισαν συγκαταλέγεται χωρίς αμφιβολία η πρεμιέρα του «Emilia Pérez» του Ζακ Οντιάρ, τα εισιτήρια της οποίας είχαν εξαντληθεί προ πολλού (εις διπλούν). Απόλυτο highlight της βραδιάς ήταν το επετειακό πάρτυ για τα 30 χρόνια του Φεστιβάλ στο Ρομάντζο με Dj Sets από τον Lars Eidinger, τον Ανδρέα Κύρκο και τον Λουκά Κατσίκα.
Το Flix ήταν κι αυτό εκεί, προκειμένου να σας μεταφέρει εντυπώσεις από επιλεγμένες προβολές, όπως κάθε βράδυ.
Διαβάστε ακόμα: Oι 30ές Νύχτες Πρεμιέρας με τον τρόπο του Flix
- Νύχτες Πρεμιέρας 2024: Νύχτα δέκατη, The Long Good Friday
- Νύχτες Πρεμιέρας 2024: Η (αχόρταγη) ένατη νύχτα
- Νύχτες Πρεμιέρας 2024: Νύχτα όγδοη, Eίμαστε Aκόμη Eδώ
- Νύχτες Πρεμιέρας 2024: Νύχτα έβδομη, Saturday Night... εν μέσω της εβδομάδας
- Νύχτες Πρεμιέρας 2024: Νύχτα έκτη, This is England (at its finest)
- Νύχτες Πρεμιέρας 2024: Νύχτα πέμπτη, αυτή των πνευμάτων
- Νύχτες Πρεμιέρας 2024: Νύχτα τέταρτη, πυρετός το Σαββατόβραδο
- Νύχτες Πρεμιέρας 2024: Νύχτα τρίτη, η Αθήνα αγκαλιάζει το «The Substance»
- Νύχτες Πρεμιέρας 2024: Νύχτα δεύτερη, ο Κουροσάουα συναντά τον Μάγιερ
- Νύχτες Πρεμιέρας 2024: Νύχτα πρώτη, εορταστικής Πρεμιέρας
«Emilia Pérez» του Ζακ Οντιάρ | Νύχτες Πρεμιέρας
Μια ποπ ιστορία βίας, αγάπης, συγχώρεσης, που καταφέρνει να είναι τόσο κραυγαλέα όσο και εσωτερική κι ασταμάτητα απολαυστική από την αρχή ως το τέλος, είναι η νέα ταινία του Ζακ Οντιάρ.
Χρειάζεται στ' αλήθεια μεγάλη δόση θάρρους για να κάνεις μια ταινία που αψηφά κάθε χαρακτηρισμό και που τολμά να μπλέξει στην ύφανσή της μια σειρά από θεματικές που μπορούν εύκολα να δυναμιτίσουν το τελικό αποτέλεσμα, ειδικά σε εποχές όπου η πολιτική ορθότητα είναι μια δύναμη την βαρύτητα της οποίας κανείς δεν μπορεί να αψηφήσει. Κι όμως, μια ταινία της οποίας ένα από τα μουσικοχορευτικά νούμερα διαδραματίζεται σε μια κλινική αλλαγής φύλου στην Απω Ανατολη κι έχει τον τίτλο «La Vaginoplastia», είναι σαφές ότι δεν φοβάται να πάρει ρίσκα.
Κάτι που γίνεται ξεκάθαρο από πολύ νωρίς, όταν η μια από τις βασικές ηρωίδες της ταινίας, μια ταλαντούχα δικηγόρος, η Ρίτα, που έχει κουραστεί να δουλεύει αθωώνοντας ενόχους στην Πόλη του Μεξικού, ξεκινά να τραγουδα και να χορεύει εκφράζοντας την απογοήτευσή της από το αδιέξοδο της δουλειάς και της ζωής της. Λίγο αργότερα στον απόηχο μιας ακόμη δικαστικής επιτυχίας, τις δάφνες της οποίας θα δρέψει το αφεντικό της, η Ρίτα θα δεχτεί ένα μυστηριώδες τηλεφώνημα, στο οποίο μια βαθιά φωνή υπόσχεται να την κάνει πλούσια αν δεχτεί να συναντηθούν. Η Ρίτα θα πάει στο ραντεβού για να βρεθεί λίγο αργότερα με μια μαύρη κουκούλα στο κεφάλι, πρόσωπο με πρόσωπο με τον Μανίτας Ντελ Μόντε, έναν διαβόητο αρχηγό καρτέλ ο οποίος έχει για εκείνη μια ενδιαφέρουσα πρόταση, την οποία αν θελήσει να ακούσει, θα πρέπει να αποδεχτεί. Η Ρίτα θα πει ναι και θα βοηθήσει τον Μανίτας να αλλάξει φύλο κάτω από συνθήκες απόλυτης μυστικότητας, να γίνει η γυναίκα που πάντα ονειρευόταν, να σβήσει την μέχρι τώρα ύπαρξή του, να χτίσει μια νέα ζωή, και να εξασφαλίσει το μέλλον των παιδιών και της γυναίκας του παίρνοντάς τους μακριά από το Μεξικό.
Διαβάστε ολόκληρη τη γνώμη του Flix για την ταινία εδώ
«Ο Καταδικασμένος» του Ακίρα Κουροσάουα | Αφιέρωμα Ακίρα Κουροσάουα
Αν στο ερώτημα τι δίνει νόημα στη ζωή, μία από τις πιθανές απαντήσεις είναι (και) η τέχνη, στο ερώτημα πότε η κινηματογραφική τέχνη έδωσε την πιο συγκλονιστική απάντηση για το αν υπάρχει νόημα στη ζωή, μία από τις πλέον σίγουρες απαντήσεις είναι «Ο Καταδικασμένος» του Ακίρα Κουροσάουα, ένα αδιαφιλονίκητο αριστούργημα του Ιάπωνα σκηνοθέτη (σε μια φιλμογραφία που βρίθει από τέτοια) και μια δημιουργία που, σε άμεσο διάλογο με τα έργα του Ντοστογιέφσκι, του Καμί και του Σαρτρ, αποτυπώνει όλη την υπαρξιακή αγωνία ενός ανθρώπου που όχι μόνο βρίσκεται αντιμέτωπος με τον επικείμενο θάνατό του, αλλά αναζητά εναγωνίως την απόδειξη ότι είχε αξία το γεγονός ότι έζησε.
Ikiru, άλλωστε, όπως είναι ο πρωτότυπος ιαπωνικός τίτλος, σημαίνει «να ζεις» και η ταινία προέκυψε από την προσπάθεια του Κουροσάουα να μετουσιώσει δημιουργικά τις σκέψεις που τον κατέκλυζαν για το θάνατό του και το πέρασμα στην ανυπαρξία. Για τον ήδη διάσημο παγκοσμίως λόγω της σαρωτικής επιτυχίας του «Ρασομόν» σκηνοθέτη, η ανάγκη γι’ αυτή την ιστορία ενδεχομένως να προέκυψε και από την αποτυχία του αμέσως προηγούμενου project του, της κινηματογραφικής μεταφοράς του «Ηλίθιου» του αγαπημένου του συγγραφέα Φίοντορ Ντοστογιέφσκι. Σε συνεργασία με τον σταθερό συνεργάτη του Σινόμπου Χασιμότο και για πρώτη φορά (από τις δώδεκα που ακολούθησαν) με τον Χιντέο Ογκούνι στη συγγραφή του σεναρίου, η τριάδα άντλησε έμπνευση από το διήγημα του Τολστόι «Ο Θάνατος του Ιβάν Ίλιτς», σε αντίθεση όμως με την πιστή διασκευή του Ηλίθιου, στον «Καταδικασμένο» ο Κουροσάουα χρησιμοποίησε μόνο το δραματουργικό μοτίβο του κεντρικού ήρωα που ψάχνει τρόπο να αντιμετωπίσει το τέλος της ζωής του. Το αποτέλεσμα ήταν μία από τις πιο επιτυχημένες εμπορικά ταινίες του, αλλά και το ακόμα και σήμερα το σημαντικότερο «σύγχρονο» έργο του.
Διαβάστε ολόκληρη τη γνώμη του Flix για την ταινία εδώ
«Brando With A Glass Eye» του Αντώνη Τσιώνη | Νύχτες Πρεμιέρας
Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Αντώνη Τσιώνη «Brando With A Glass Eye» μοιάζει να μπλέκεται και κάπου χάνεται στα όρια μεταξύ της δική μας πραγματικότητας κι εκείνη του σινεμά.
Ο Λούκας, ένας ταλαντούχος ηθοποιός, ζει στην Αθήνα με τον αδελφό του, τον Αλέκο, σε δεινή οικονομική κατάσταση. Η ζωή του Λούκα θ' ανατραπεί με τραγικό τρόπο, όταν βρεθεί μπροστά στην ευκαιρία της ζωής του - μια πρόσκληση για να σπουδάσει τη Μέθοδο σε μια περίοπτη σχολή υποκριτικής στη Νέα Υόρκη. Για ν' αδράξουν την ευκαιρία να γλιτώσουν από τις δύσκολες συνθήκες τους, τ' αδέλφια θα κάνουν μια ένοπλη ληστεία που θα τους εξασφαλίσει τα χρήματα για το ταξίδι. Στη διάρκεια της ληστείας, ο Λούκας άθελά του πυροβολεί έναν αθώο περαστικό, τον Ηλία και τον τραυματίζει σοβαρά. Τ' αδέλφια διαφεύγουν από την αστυνομία. Ο Λούκας επισκέπτεται τον Ηλία στο νοσοκομείο, με σκοπό να τον αποτρέψει από το να μιλήσει: απρόσμενα, όμως, θα γίνει φίλος του, χωρίς να του αποκαλύψει πως είναι ο ερασιτέχνης που τον πυροβόλησε.
Χρησιμοποιώντας έντονα στοιχεία από τον αμερικανικό κινηματογράφο της δεκαετίας του 1970, ο Τσιώνης προσδίδει μια νοσταλγική, ρετρό ατμόσφαιρα στην ταινία, η οποία συνδυάζεται αρκετά ωραία με την αφήγηση της προσωπικής σύγκρουσης και αναζήτησης ταυτότητας του κεντρικού ήρωα, όπως η εμφάνιση του Λούκα, ο οποίος φέρει αισθητικά χαρακτηριστικά που θυμίζουν τον Αλ Πατσίνο από την ταινία «Serpico».
Αν και ο Τσιώνης ξεχωρίζει για την τολμηρή χρήση του οπτικού αυτού ύφους, όπως και ο πρωταγωνιστής του, μαγεύεται από όλη αυτή την αισθητική, ίσως περισσότερο από ό,τι θα μπορεί να αντέξει η ταινία του, κάνοντας την σε στιγμές να μοιάζει ξεπερασμένη και κάπως άστοχη στην τοποθέτησή της μέσα στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Ολο αυτό το οπτικό παιχνίδι, το οποίο σε στιγμές νιώθεις πως πνίγει όλα τα υπόλοιπα μέσα του, επισκιάζει την ανάπτυξη των χαρακτήρων, με αποτέλεσμα η ταινία να χάνει σε συναισθηματική βαρύτητα ειδικά καθώς πλησιάζει προς το φινάλε της.
Ακόμα και όταν η ιδια η πλοκή προσπαθεί αρκετά να σε κερδίσει, η αφήγησή της μοιάζει πολλές φορές αποσπασματική, με στοιχεία σουρεαλισμού τα οποία δεν συνδυάζονται πάντα τέλεια με την κινηματογραφική της πραγματικότητα. Μέσα από μια αρκετά σύνθετη και αινιγματική πλοκή τα πάντα μοιάζουν κάπως διάχυτα μέσα σε αυτό σουρεαλιστικό σύμπαν της μέσα στο οποίο δύσκολα θα βρει κάποιος τα όρια μεταξύ του πραγματικού και του φανταστικού.
Τουλάχιστον ο Γιάννης Νιάρρος, εδώ σε μια από τις καλύτερες και πιο στιβαρές του ερμηνείες (και ίσως ο μόνος που σου κεντρίζει αμέσως το ενδιαφέρον) καταφέρνει να αποδώσει έναν χαρακτήρα που είναι ταυτόχρονα χαρισματικός αλλά και βασανισμένος, κάτι που του προσδιδει μια μυστηριώδη γοητεία παρά τις ενοχλητικές πλευρές του χαρακτήρα του.
Τελικά η ζωή μιμείται την Τέχνη; Αν αυτό είναι το ερώτημα που πρσπαθεί να απαντήσει «Brando With A Glass Eye» τότε η απάντηση πέφτει στο κενό. Αν και είναι μια ενδιαφέρουσα πρώτη μεγάλου μήκους προσπάθεια του Τσιώνη, συνδυάζοντας στοιχεία ψυχολογικού δράματος με μια υποδόρια κριτική πάνω στις επιρροές της υποκριτικής και της Τέχνης στην πραγματική ζωή, τελικά δεν μιμείται όπως θα έπρεπε όχι μόνο τη ζωή αλλά και τις ταινίες που τόσο πολύ προσπαθεί να μοιάσει.
Χρήστος Μπακατσέλος
Διαβάστε ακόμα: 30 ταινίες να δείτε στις 30ές Νύχτες Πρεμιέρας
Το 30ό Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας - Νύχτες Πρεμιέρας πραγματοποιείται από τις 2 έως και τις 14 Οκτωβρίου 2024. Αναζητήστε περισσότερες πληροφορίες στην ιστοσελίδα του Φεστιβάλ, καθώς και στα επίσημα προφίλ του σε Facebook και Instagram.