Μια ποπ ιστορία βίας, αγάπης, συγχώρεσης, που καταφέρνει να είναι τόσο κραυγαλέα όσο και εσωτερική κι ασταμάτητα απολαυστική από την αρχή ως το τέλος, είναι η νέα ταινία του Ζακ Οντιάρ.
Χρειάζεται στ' αλήθεια μεγάλη δόση θάρρους για να κάνεις μια ταινία που αψηφά κάθε χαρακτηρισμό και που τολμά να μπλέξει στην ύφανσή της μια σειρά από θεματικές που μπορούν εύκολα να δυναμιτίσουν το τελικό αποτέλεσμα, ειδικά σε εποχές όπου η πολιτική ορθότητα είναι μια δύναμη την βαρύτητα της οποίας κανείς δεν μπορεί να αψηφήσει. Κι όμως, μια ταινία της οποίας ένα από τα μουσικοχορευτικά νούμερα διαδραματίζεται σε μια κλινική αλλαγής φύλου στην Απω Ανατολη κι έχει τον τίτλο «La Vaginoplastia», είναι σαφές ότι δεν φοβάται να πάρει ρίσκα.
Κάτι που γίνεται ξεκάθαρο από πολύ νωρίς, όταν η μια από τις βασικές ηρωίδες της ταινίας, μια ταλαντούχα δικηγόρος, η Ρίτα, που έχει κουραστεί να δουλεύει αθωώνοντας ενόχους στην Πόλη του Μεξικού, ξεκινά να τραγουδα και να χορεύει εκφράζοντας την απογοήτευσή της από το αδιέξοδο της δουλειάς και της ζωής της. Λίγο αργότερα στον απόηχο μιας ακόμη δικαστικής επιτυχίας, τις δάφνες της οποίας θα δρέψει το αφεντικό της, η Ρίτα θα δεχτεί ένα μυστηριώδες τηλεφώνημα, στο οποίο μια βαθιά φωνή υπόσχεται να την κάνει πλούσια αν δεχτεί να συναντηθούν. Η Ρίτα θα πάει στο ραντεβού για να βρεθεί λίγο αργότερα με μια μαύρη κουκούλα στο κεφάλι, πρόσωπο με πρόσωπο με τον Μανίτας Ντελ Μόντε, έναν διαβόητο αρχηγό καρτέλ ο οποίος έχει για εκείνη μια ενδιαφέρουσα πρόταση, την οποία αν θελήσει να ακούσει, θα πρέπει να αποδεχτεί. Η Ρίτα θα πει ναι και θα βοηθήσει τον Μανίτας να αλλάξει φύλο κάτω από συνθήκες απόλυτης μυστικότητας, να γίνει η γυναίκα που πάντα ονειρευόταν, να σβήσει την μέχρι τώρα ύπαρξή του, να χτίσει μια νέα ζωή, και να εξασφαλίσει το μέλλον των παιδιών και της γυναίκας του παίρνοντάς τους μακριά από το Μεξικό.
Κι όλ' αυτά δεν είναι παρά μόνο η αρχή μιας ταινίας στην οποία οι ανατροπές και οι εκπλήξεις ακολουθούν η μια την άλλη και η ιστορία έχει την πυκνότητα μιας αρχαιοελληνικής τραγωδίας αλλά και την ελαφρότητα μιας σαπουνόπερας, χωρις κανένα από τα δύο να μοιάζει αταίριαστο ή λάθος. Και στην οποία, η δράση συνοδεύεται από μουσικά νούμερα γραμμένα από την Γαλλίδα μουσικό και τραγουδίστρια Camille και χορογραφημένα από τον Βέλγο Νταμιέν Ζαλέ τα οποία όχι μόνο δεν σταματούν αλλά σπρώχνουν την αφήγηση και το συναίσθημα σε ακόμη πιο ενδιαφέρουσες περιοχές. Το «Emilia Pérez» μπορεί να μοιάζει υπερβολικό στα γεγονότα τα οποία συσσωρεύει στη διάρκειά του, αλλά κατορθώνει να είναι μαζί χαμηλότονο, λεπτό, τρυφερό και συγκινητικό, ένας συνδυασμός που μοιάζει απροσδόκητος αλλά τόσο πετυχημένος κάτω από τη σκηνοθετική μπαγκέτα ενός δημιουργού που έχει όχι μόνο το ταλέντο αλλά και την τόλμη να δοκιμάζει κάθε φορά κάτι διαφορετικό. Ο τρόπος που το φιλμ χειρίζεται τη φυλομετάβαση της άλλης κεντρικής ηρωίδας του, της Εμίλια Πέρεζ που θα πάρει τη θέση του Μανίτας, δεν είναι τίποτα λιγότερο από υποδειγματικός και μέσα από τη σπουδαία ερμηνεία της Κάρλα Σοφία Γκασκόν, η Εμίλια μεταμορφώνεται σε έναν χαρακτήρα σύνθετο, γεμάτο αντιφάσεις και αδυναμίες αλλά την ίδια στιγμή πλούσιο και αληθινό, σε μια γυναίκα άξια να δανείζει το όνομά της σε μια τόσο σπουδαία ταινία. Μαζί της και οι δυο άλλες γυναίκες του καστ, η Ζόι Σαλντάνια - που δεν υπήρξε ποτέ καλύτερη - στο ρόλο της Ρίτα και η Σελίνα Γκόμεζ στο ρόλο της γυναίκας του Μανίτας, Τζέσι, συμπληρώνουν ένα τρίο υπέροχων χαρακτήρων που συνθέτουν μια αληθινή κινηματογραφική θηλυκή αγία τριάδα.
Ο Ζακ Οντιάρ, βραβευμένος ήδη με τον Χρυσό Φοίνικα αλλά και με το μεγάλο βραβείο της επιτροπής για το «Dheepan» και το «Ενας Προφήτης» αντίστοιχα, ακόμη κι αν είναι ένας αληθινός μέτρ του ρεαλισμού εδώ επιλέγει να κινηθεί σε ένα εντελώς διαφορετικό επίπεδο. Ο ρεαλισμός υποχωρεί μπροστά στο μεγαλόπνοο μελόδραμα, αλλα η αποτελεσματικότητα και η αλήθεια της ταινίας του δεν υπονομεύονται ούτε στιγμή. Μπορεί η εκκεντρικότητα να δίνει τον τόνο, όμως ο Οντιάρ δεν κοιτάζει ούτε για μια στιγμή την ιστορία του με ειρωνική ή υπαινικτική ματιά, παραδίδοντας ένα φιλμ που δείχνει ως ένα απολύτως ενδιαφέρον παράδοξο. Από τη μια, η μουσικοχορευτική, σχεδόν οπερατική του υπερβολή, από την άλλη η βαθιά ανθρωπιστική του πίστη στην αλλαγή προς το καλύτερο, στις δεύτερες ευκαιρίες, η συγκινητική ειλικρίνειά του, η αδιαμφισβήτητη συναισθηματική του δύναμη. Το «Emilia Pérez» τολμά να φλερτάρει με το τραγελαφικό για να αναδυθεί στο πεδίο του αληθινά σπουδαίου. Ενα σινεμά που παίρνει ρίσκα, που πιστεύει στους χαρακτήρες του και στον άνθρωπο, στη δύναμη του καλού, στη σημασία της ανάληψης ευθύνης, στις δεύτερες ευκαιρίες αν και όχι απαραίτητα στα γλυκερά, εύκολα happy end.