Αποτελούμενο από 15 πρώτες ή δεύτερες ταινίες νέων δημιουργών απ' όλον τον κόσμο, το Διαγωνιστικό Τμήμα του 53ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης υπήρξε - κατά γενική ομολογία - ένα από τα καλύτερα των τελευταίων χρόνων. Με ταινίες διαφορετικές στη θεματολογία και την οπτική τους, αλλά με κοινό παρανομαστή τον άνθρωπο και τη σύγχρονη κοινωνική κατάσταση στον πλανήτη, αλλά και τη μέχρι σήμερα διαδρομή τους στα Φεστιβάλ του κόσμου, η επιλογή της φετινής κριτικής επιτροπης αποδεικνύεται ιδιαίτερη δύσκολη.
Ανάμεσα στις ταινίες που λογικά θα πρωταγωνιστήσουν στη σημερινή τελετή λήξης δεν θα έπρεπε να λείπει η «Μούχλα», η τούρκικη ταινία που ξεχώρισε ήδη από την προβολή και βράβευσή της στο Φεστιβάλ Βενετίας (με το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη) και συζητήθηκε στη Θεσσαλονική περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη και η οποία θα μπορούσε να διεκδικήσει σίγουρα κάποιο από τα μεγάλα βραβεία (Χρυσό Αλέξανδρο, Αργυρό Αλέξανδρο), αλλά και το βραβείο ανδρικού ρόλου για τον συγκλονιστικό Ερκάν Κεσάλ.
Δυνατή υποψηφιότητα, ωστόσο, για κάποιο από τα μεγάλα βραβεία έχουν βάλει ήδη η δανέζικη «Μια Πειρατεία» (για κάποιο από τα μεγάλα βραβεία), το βραζιλιάνικο «Νοτιοδυτικά» (για κάποιο από τα μεγάλα βραβεία αλλά που μπορεί επίσης να διακριθεί για την ασπρόμαυρη υποβλητική φωτογραφία της), ο «Επίλογος» από το Ισραήλ (για την υπέροχη ερμηνεία της Ρίβκα Γκουρ), η Πολωνέζικη «Αγάπη» (για το σενάριο της), η σκληρή «Ζωή» από τη Ρωσία (για τη σκηνοθεσία της), το μεξικάνικο «Εδώ και Εκεί» για το σκληρό ρεαλισμό του και το «Ταμπούρ» από το Ιράν για την αλλοπρόσαλλη ματιά του (για οποιοδήποτε βραβείο) και το «Χρώμα του Χαμαιλέοντα» από τη Βουλγαρία που αποτέλεσε σχεδόν την πιο διαφορετική «εικαστική» πρόταση ολόκληρου του τμήματος.
Περισσότερο, ωστόσο, φέτος από κάθε προηγούμενο χρόνο, ένα από τα μεγάλα φαβορί για τα βραβεία του φετινού Φεστιβάλ είναι μια από τις δύο ελληνικές ταινίες που συμμετέχουν στο Διαγωνιστικό Τμήμα, το «Αγόρι Τρώει το Φαγητό του Πουλιού» του Εκτορα Λυγίζου. Αν και πάντα δίνεται κάποιο βραβείο σε μια από τις δύο ελληνικές ταινίες που συμμετέχουν, φέτος η ταινία του Λυγίζου που έρχεται μετά την επιτυχημένη του πορεία στο Φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι και το Φεστιβάλ του Τορόντο, είναι μία από τις καλύτερες του Τμήματος και μπορεί να διεκδικήσει με άνεση διεθνούς ταινίας ένα απο τα μεγάλα βραβεία του Φεστιβάλ και όχι μόνο το προφανές που είναι αυτό της ανδρικής ερμηνείας για τον Γιάννη Παπαδόπουλο που κέρισε ειδική μνεία στο Κάρλοβι Βάρι.
Από την άλλη, η δεύτερη ελληνική ταινία του τμήματος, η «Χαρά» του Ηλία Γιαννακάκη, θα μπορούσε να διακριθεί μόνο για τo one woman show της Αμαλίας Μουτούση που ωστόσο έχει δυνατο ανταγωνισμό.
Διαβάστε παρακάτω αναλυτικά η γνώμη του Flix για τις 15 ταινίες του Διαγωνιστικού Τμήματος του 53ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης:
«Mούχλα» / «Kuf» του Αλί Αϊντίν (Τουρκία)
Η «Mούχλα», πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Αλί Αϊντίν είναι μια απλή ταινία, φορτωμένη με όλα όσα έχουν κάνει το σύγχρονο τουρκικό κινηματογράφου μια από τις σημαντικότερες εθνικές κινηματογραφίες των τελευταίων χρόνων. Ενα δείγμα σινεμά που συνδυάζοντας με αριστοτεχνική αρμονία τον ανθρωποκεντρισμό και το στιλιζάρισμα απέχει αιώνες μακριά από τις εφήμερες τάσεις των φεστιβαλικών ρευμάτων που υποκύπτουν αμαχητί στο δεύτερο, ξεχνώντας πως το σινεμά υπάρχει για να αφηγείται ανθρώπινες ιστορίες. Διαβάστε περισσότερα εδώ για την ταινία.
«Miłość» / «Αγάπη» του Σλάβομιρ Φαμπίτσκι (Πολωνία)
Ενα νεαρό ζευγάρι περιμένει παιδί. Ο Τόμεκ μοιάζει τρελά ερωτευμένος με τη Μαρία. Εκείνη, φύσει πιο συγκρατημένη και ώριμη, τον προειδοποιεί ότι θέλει να αλλάξει δουλειά: ο προϊστάμενός της και Δήμαρχος της μικρής Πολωνικής τους πόλης, έχει εμμονή μαζί της. Ο Τόμεκ, άβουλος, φοβισμένος, δεν της δίνει σημασία. Μέχρι που ξεσπάει μία τραγωδία: η Μαρία πέφτει θύμα βιασμού από τον δήμαρχο, λίγες μέρες πριν γεννήσει, κάτι που θα εντείνει την επιλόχειο κατάθλιψη. Οταν τολμά να εκμυστηρευτεί στον άντρας της τι έχει συμβεί, η θλίψη, ο πόνος, ο εγωϊσμός, οι ενοχές, η εκδίκηση θα αναμετρηθούν σώμα με σώμα με την αγάπη. Βραδυφλεγές, εσωτερικό δράμα χαρακτήρων που χτίζεται υποβλητικά μέσα από στιβαρές ερμηνείες, την ανατριχιαστικά παγερή ατμόσφαιρα που δημιουργεί ο Φαμπίτσκι και το σενάριο που επιμένει να δείχνει ότι τη ζωή τη δημιουργούν όχι οι αποφάσεις, όσο οι καταστάσεις. Οπως και η πραγματική αγάπη είναι αποτέλεσμα αντοχών, κι όχι απαραίτητα ευτυχίας. Π.Λ.
«Kapringen» / «Μια Πειρατεία» του Τομπίας Λίντχολμ (Δανία)
Η πρώτη «σόλο» σκηνοθετική δουλειά από τον σεναριοργάφο του «Κυνηγιού» του Τόμας Βίντερμπεργκ, είναι ένα τεταμένο θρίλερ για μια πειρατεία ενός δανέζικου φορτηγού πλοίου. Διαβάστε περισσότερα για το φιλμ και δείτε το τρέιλερ.
«Οι Μικρές Μας Διαφορές» / «Die Feinen Unterschiede» / «Our Little Differences» της Σιλβί Μισέλ (Γερμανία)
Ενας μεγαλοαστός γιατρός, εύπορος, καλλιεργημένος και «πολιτισμένος», διαζευγμένος, ζει με τον έφηβο γιο του, με τη φροντίδα της Γιάνα από τη Βουλγαρία, που τελεί καθήκοντα καθαρίστριας και οικονόμου. Οταν ο γιος του Σεμπάστιαν και η κόρη της Γιάνα θα εξαφανιστούν μαζί, η ευάλωτη οικογενειακή ισορροπία του ήρωα θα γκρεμιστεί και μαζί θα πέσει το διάφανο πλέγμα που κρύβει ένα συγκαλυμμένο ρατσισμό. Ενδιαφέρουσα και εντελώς επίκαιρη σεναριακή ιδέα, που θίγει τη σύγχρονη αντίληψη ότι δέχομαι τα πάντα, αρκεί να μην έρθουν στο σπίτι μου. Στην υλοποίηση, ωστόσο, η Σιλβί Μισέλ σκηνοθετεί συμβατικά, κατά στιγμές με αφέλεια, σ’ ένα φιλμ που θα στεκόταν καλύτερα ως τηλεταινία για όλη την οικογένεια, παρά στο διαγωνιστικό τμήμα. Λ.Γ.
«Τα Παιδιά της Κινσάσα» / «Kinshasa Kids» του Μαρκ-Ανρί Βαϊνμπέργκ (Βέλγιο - Γαλλία)
30.000 μικρά παιδιά στην Κινσάσα βρίσκονται στους δρόμους, άστεγα και απροστάτευτα, διωγμένα από τις οικογένειές τους με την κατηγορία της μαγείας! Οι γονείς, παρά τους εξορκισμούς και τα παρελκόμενα που συχνά δοκιμάζουν στα 6χρονα, 7χρονα παιδιά τους, γνωρίζουν καλά ότι η μαγεία απέχει πολύ από τη ζωή τους. Αυτή η «λαϊκή» παράδοση, ωστόσο, τους δίνει την κατάλληλη δικαιολογία για να τα διώξουν από την παραγκούπολή τους, γλιτώνοντας έτσι από ένα παραπάνω στόμα που θα χρειαζόταν να ταΐζουν. Η ταινία του Βαϊνμπέργκ κινείται στο όριο της μυθοπλασίας και του ντοκιμαντέρ, κερδίζοντας στο δεύτερο και χάνοντας στο πρώτο. Η απεικόνιση του τόπου και της απελπισίας του είναι τόσο πιστή, διορατική, ατμοσφαιρική που πραγματικά ξυπνά τον θεατή σ’ ένα αδιανόητο σύμπαν που μάλλον δε γνώριζε καν ότι υπάρχει. Διαβάστε περισσότερα για την ταινία εδώ.
«Ζωή» / «Zhit» του Βασίλι Σιγκάρεφ (Ρωσία)
Οσο ειρωνικό είναι να κάνεις μια ταινία για το θάνατο (ή για το φλερτ με το θάνατο) και να την ονομάζεις «Zωή», άλλο τόσο ειρωνικό είναι να μην αντιληφθείς ακαριαία γιατί ο Βασίλι Σιγκάρεφ είναι ένας Ρώσος σκηνοθέτης που η χώρα του δεν είναι καθόλου περήφανη για το έργο του. Οχι μόνο γιατί μέσα από τρεις ιστορίες στη σύγχρονη Ρωσία (τη σχέση ενός μικρού αγοριού με τη βίαιη μητέρα του, τον έρωτα δύο νέων όπου το αγόρι είναι ασθενής του ΗΙV και μια μητέρα που προσπαθεί να φέρει πίσω στο σπίτι τα μικρά της παιδιά που της έχουν αφαιρέσει οι κοινωνικοί λειτουργοί) χαρτογραφείται μια χώρα σε απόλυτη αποσύνθεση που αναδύει το άρωμα του θανάτου σε κάθε της γωνιά. Αλλά κυρίως γιατί ο Σιγκάρεφ κάνει την απαισιοδοξία δόγμα, αφήνοντας μόνο ελάχιστες χαραμάδες ελπίδας σε έναν κόσμο (μια Ρωσία...) που αργοπεθαίνει κάτω από το βάρος της βίας (ψυχολογικής και σωματικής), της ανέχειας και της χρόνιας κατάθλιψης. Με τον ρεαλισμό της να αγγίζει όρια... επιστημονικής φαντασίας και τη στιβαρή ζωώδη σχεδόν κινηματογράφηση της να υποβάλλει τον θεατή σε ένα σχεδόν ασφυκτικό σύμπαν θανάτου, η «Ζωή» συμμετείχε στο Διαγωνιστικό Τμήμα του Διεθνούς Φεστιβάλ του Ρότερνταμ και έκανε το όνομα του «πανκ» σκηνοθέτη της μια από τις πλέον υπολογίσιμες δυνάμεις του σύγχρονου σινεμά. Βλέποντάς την δεν μπορείς ωστόσο να μην παρατηρήσεις πως η εμμονή του στη δυστυχία μοιάζει στο μεγαλύτερο μέρος της αυτοαναφορική και η προφανής διάθεση του να ενοχλήσει - όσο κινηματογραφικά άρτια και αν εκφράζεται - αφαιρεί δύναμη από το αριστοτεχνικό δημιούργημά του. Μ.Κ.
«Ταμπούρ» / «Taboor» του Βαχίντ Βακιλιφάρ (Ιράν)
Ενας άντρας ξυπνά σ’ ένα δωμάτιο, καλυμμένο από το ταβάνι μέχρι το πάτωμα με αλουμινόχαρτο. Ντύνεται. Φορά μια ολόσωμη στολή που θυμίζει ανησυχητικά τα προστατευτικά από τη ραδιενέργεια. Βάζει το παλτό και το κράνος του, παίρνει δυο τσάντες στον ώμο και φεύγει με τη μηχανή του. Που πηγαίνει; Ποιος είναι; Πότε είναι; Η διαδρομή του τον οδηγεί σ’ έναν υπόγειο αστικό λαβύρινθο, όπου η δουλειά του είναι να το απολυμάνει από τα ζωντανά παράσιτα. Ζει στο σκοτάδι, στη σιωπή, στον κίνδυνο και στον πόνο. Θα καταφέρει ποτέ να γυμνωθεί στο φως; Ο Ιρανός σκηνοθέτης καταγράφει μια άχρονη πορεία ενός ανθρώπου μεταφράζοντάς τη στην υπαρξιακή μοναξιά της σύγχρονης Τεχεράνης. Οι εικόνες του εξελίσσονται αργά, σχεδόν ακίνητα και ο διάλογος περιορίζεται σε τρεις αράδες off. Τα κάδρα του Βακιλιφάρ αποτυπώνονται στη μνήμη σα μαγικοί πίνακες. Μόνο που τα νοήματά της, ντυμένα σε στρώματα, σαν τα ρούχα του ήρωα, καταλήγουν σε κάτι πρωτογενώς απλό, που παραφορτωμένο αλληγορία και εστέτ σκηνοθεσία χάνεται σε μια υπερφίαλη σκοτεινή ομορφιά. Λ.Γ.
«Εδώ Κι Εκεί» / «Aquí y Allá» του Αντόνιο Μέντεθ Εσπάρθα (Μεξικό)
Μετά από χρόνια «εκεί» (μετανάστης στην Αμερική), ο Πέδρο επιστρέφει «εδώ» (στο Μεξικό, τη γυναίκα και τα παιδιά του). Προσπαθεί να επανενταχθεί στην μικρή του κοινωνία και ζωή, αλλά τα πράγματα έχουν αλλάξει. Οι κόρες του δεν τον γνωρίζουν και πρέπει να «συστηθούν» από την αρχή, ενώ η γυναίκα του (γερασμένη, πέρα των 30 της χρόνων) δεν τον εμπιστεύεται αρχικά. Ολοι θεωρούν ότι στην Αμερική «είχε κάνει τη ζωή του». Εκείνος όμως δούλευε σκληρά κι είχε μόνο ένα όνειρο: να επιστρέψει στο χωριό του και να ξεκινήσει μία μπάντα, παίζοντας κιθάρα. Η πραγματικότητα της επιστροφής του όμως θα είναι πολύ διαφορετική. Ο Αντόνιο Μέντεθ Εσπάρθα κινηματογραφεί με υπομονή ένα σενάριο που περισσότερο παρατηρεί παρά υπογραμμίζει. Τα συμπεράσματα βγαίνουν μέσα από τον νατουραλισμό και την ντοκιμαντερίστικη προσέγγιση στις λεπτομέρειες. Η θλίψη του πρωταγωνιστή, διχασμένου ανάμεσα σε δύο τόπους (ο ένας του προσφέρει την οικονομική ασφάλεια για ό,τι τύχει στην οικογένειά του, ο άλλος... είναι η οικογένειά του) είναι βουβά αβάσταχτη. Οταν στο τέλος ο Εσπάρθα κινηματογραφεί τα άδεια, ερημωμένα χωριά στο Μεξικό, νιώθεις την απειλή στο πετσί σου: δεν υπάρχει «εδώ» όταν πεθαίνει οικονομικά μια χώρα. Π.Λ.
O Luna In Thailanda / Eνας Μήνας Στην Ταϊλάνδη του Πάουλ Νεγκοέσκου (Ρουμανία)
O Ράντου είναι ένας 35χρονος άντρας. Τους τελευταίους μήνες είναι με την Αντίνα, μία φλύαρη, ερωτευμένη, μικροαστικά ευτυχισμένη μαζί του κοπέλα. Εκείνος, ξεκάθαρα καταπιεσμένος, λέει όλα τα ευγενικά πράγματα, ενώ η καρδιά και η σκέψη του είναι αλλού. Θέλει περιπέτεια, αυθορμητισμό, χαρά – όχι γεύματα με τα πεθερικά και βραδιές καραόκε. Ονειρεύεται έναν μήνα στην Ταϊλάνδη, όπου έχει ακούσει ότι όλα είναι φθηνά, εξωτικά, ονειρεμένα. Παραμονή Πρωτοχρονιάς ο Ράντου χωρίζει με την εξαιρετικά θυμωμένη Αντίνα και ξεκινάει μία Οδύσσεια από πάρτι σε πάρτι για να ξαναβρεί την παλιά του αγάπη, την Νάντια. Πώς την άφησε να φύγει; Εκείνη, ήταν ο έρωτας. Εκείνη ήθελε πάντα να ταξιδεύει. Ο Νεγκοέσκου (πολυβραβευμένος μικρομηκάς στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο) σκηνοθετεί το ανήσυχο, οδοιπορικό του ήρωά του, στήνοντας αριστοτεχνικά... μία πλάνη. Πιστεύουμε ότι παρακολουθούμε με αγωνία την αναζήτηση ενός άντρα για τον πραγματικό έρωτα. Μέχρι που έρχεται η ανατροπή: η συνάντηση με την Νάντια, το ξεμπρόστιασμα, η αποκάλυψη του Ράντου σαν τον τυπικά ανώριμο, ανικανοποίητο άντρα που δεν έχει ιδέα πώς να κάνει τον εαυτό του (και τους άλλους) ευτυχισμένο και προτιμά να μεταθέτει το πρόβλημα πάντα στις γυναίκες και να το βάζει στα πόδια. Πιστεύοντας ότι η ευτυχία είναι στην Ταϊλάνδη. Το μόνο πρόβλημα της ταινίας είναι ότι ξεχυλώνει: ο Νεγκοέσκου πιστεύει ότι χρειάζεται όλο το υλικό του, ενώ ένα πιο σφιχτό σενάριο θα έδινε άλλη δύναμη και ρυθμό σ' αυτή την ... ανδρική δραμεντί. Π.Λ.
Χαρά του Ηλία Γιαννακάκη (Ελλάδα)
Μισό ελληνικό μελόδραμα του ’60, μισό ψυχική ενδοσκόπηση με την Αμαλία Μουτούση στα καλύτερά της. Μια ταινία που επιλέγει να καταπιαστεί μ’ ένα δυνατό θέμα – τα όρια της λογικής, την παραβατική συμπεριφορά, την έννοια της ανθρώπινης ισορροπίας, τον ορισμό της μητρότητας ή του δίκαιου – και που το εγκαταλείπει προτού καν ξεκινήσει η επίλυσή του, δίνοντας την κλισέ ψυχαναλυτική εξήγηση στις πράξεις της ηρωίδας του. Διαβάστε περισσότερα για την ταινία.
«To Χρώμα του Χαμαιλέοντα» / «Tsvetat na Hameleona» του Εμίλ Κριστόφ (Βουλγαρία)
Ο Μπάτκο από μικρός είχε ένα πρόβλημα: ήταν μαλάκας. Κυριολεκτικά. Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στο σχολείο, δεν έτρωγε το φαγητό του, απαλλάθηκε από τα στρατιωτικά του καθήκοντα γιατί... κλεινόταν με τις ώρες στο μπάνιο. Μεγαλώνοντας και μπαίνοντας στο πανεπιστήμιο τον πλησίασε η μυστική αστυνομία και τον στρατολόγησε στους πράκτορές της. Οταν εκείνος ρώτησε γιατί, η απάντηση ήταν «μα δεν είναι προφανές;» Δεν έχουν περάσει 10 λεπτά αφήγησης κι ο Εμίλ Κριστόφ έχει δώσει το ξεκάθαρο μήνυμα της ταινίας: ποιοι απαρτίζουν τα αστυνομοκρατούμενα δίκτυα, ποιοι παραμυθιάζονται από τη θέση τους, πόσο η βλακεία είναι επικίνδυνη. Ο Κριστόφ όμως, πλάθοντας έναν ήρωα που χρησιμοποιεί το ψέμα ως μία υπαρκτή παράλληλη πραγματικότητα στην οποία όχι απλά πιστεύει αλλά δίνει σάρκα και οστά, έχει να πει πολλά ακόμα. Πόσο παραμοίως θολό ρόλο παίζουν οι ακαδημαϊκοί κύκλοι των πνευματικών ανθρώπων της αριστεράς στην αντίσταση, πόσο γλυκιά είναι η εξουσία, πόσο τελικά όλα είναι ένα παιχνίδι. Περισσότερο όμως και από το νόημα της ταινίας, κανείς μαγεύεται από το στιλ του Κριστόφ. Επί χρόνια διευθυντής φωτογραφίας τόσο στο σινεμά όσο και στο θέατρο αλλά και στον κόσμο των μουσικών βίντεο, χειρίζεται την ειρωνία του ύφους, τον σουρεαλισμό της πολιτικής, το φλέγμα της κριτικής του με ένα σινεμά εικόνων, ψυχρού μαύρου χιούμορ και καυστικής παρωδίας. Σκεφτείτε τις «Ζωές των Αλλων» να συναντούν την «Αμελί» και τον «Τζέιμς Μποντ»...Π.Λ.
Το Αγόρι Τρώει το Φαγητό του Πουλιού του Εκτορα Λυγίζου (Ελλάδα)
Μινιμαλιστική, απόλυτα λυπημένη, μα και γεμάτη αγάπη, η πρώτη μεγάλου μήκους του Εκτορα Λυγίζου είναι μια άψογα εκτελεσμένη άσκηση σινεμά, που δεν αρκείται στη δεξιοτεχνία. Διαβάστε εδώ τη γνώμη του Flix για την ταινία, δείτε εδώ τη συνέντευξη του Εκτορα Λυγίζου και του βραβευμένου στο Φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι πρωταγωνιστή του, Γιάννη Παπαδόπουλου στην κάμερα του Flix και διαβάστε όλα όσα πρέπει να γνωρίζετε για την ταινία.
«Επίλογος» / «Epilogue» του Αμίρ Μανόρ (Ισραήλ)
Η Χαγιούτα και ο Μπερλ είναι ένα ηλικιωμένο ζευγάρι. Εκείνη 80, εκείνος 86. Εκείνη άνθρωπος πρακτικός, εκείνος νοσταλγός της αριστερής διανόησης. Ζουν στο διαμέρισμά τους, περιτριγυρισμένοι από βιβλία, πίνακες, χαρτιά, φωτογραφίες, απομεινάρια της νεότητάς τους, όταν πίστευαν ότι με τις ιδέες τους θ’ αλλάξουν τον κόσμο. Ο γιος τους έχει μεταναστεύσει στη Νέα Υόρκη κι έχει κάνει οικογένεια. Η Χαγιούτα και ο Μπερλ έχουν μείνει με μια μικρή σύνταξη, που δε φτάνει ούτε για τα φάρμακά τους και με μια ακατανίκητη αίσθηση ότι αλλιώς σχεδίασαν το μέλλον του κόσμου. Πολιτικοποιημένος δημοσιογράφος, ο Αμίρ Μανόρ αναδεικνύεται σ’ ένα χαρισματικό σκηνοθέτη. Παρακολουθώντας, με τα αργά βήματα των ηρώων του, έναν κόσμο σε παρακμή, δημιουργεί ένα σύμπαν χαμηλών φωτισμών και σκόνης, όπου η κάθε ελπίδα χάνεται κάτω από ένα βουνό από αναμνηστικά. Η Χαγιούτα και ο Μπερλ βλέπουν το σώμα τους να φρενάρει, αλλά και τον κόσμο γύρω τους να προχωρά με μια ταχύτητα που δεν τους περιλαμβάνει. Η κοινωνία τους είναι γεμάτη φόβο, θλίψη και σκληρότητα. Μα, όταν εκείνοι ήταν νέοι και σχεδίαζαν την κοινωνική επανάσταση, δεν ήταν αυτό που είχαν προβλέψει. Διαβάστε τη γνώμη του Flix για την ταινία εδώ.
«Νοτιοδυτικά» / «Sudoeste» του Εντουάρντο Νούνιες (Βραζιλία)
Η Σεσίλια γεννιέται στα χέρια μιας μάγισσας, ενώ η μητέρα της πεθαίνει. Κρατώντας πάνω της το φυλαχτό από κοχύλια και σκοινί που της έφτιαξε η παράξενη γυναίκα, θα ζήσει σ' έναν κύκλο ολόκληρη τη ζωή της μέσα σε μια μέρα, στις παράγκες και τις παραλίες της παλιάς Βραζιλίας, της γεμάτης φτώχια, περηφάνια και μυστικισμό. Η ταινία που σκηνοθετεί ο σταθερός συνεργάτης του Βάλτερ Σάλες μαγεύει από τα πρώτα της λεπτά, με την εικαστική της τελειότητα, την τεράστια σινεμασκόπ ασπρόμαυρη εικόνα της που βγαίνει απ' ευθείας από ένα όνειρο. Το φιλμ είναι μεγάλο σε διάρκεια και εκτυλίσσεται αργά, άρα δεν είναι για ανυπόμονους θεατές. Οσοι, όμως, παραδοθούν στην αφαιρετική του φαντασία, θα έχουν ζήσει δύο ώρες και κάτι μέσα σ' ένα φιλοσοφικό παραμύθι για μεγάλους, μια λαϊκή στην καρδιά της αλληγορία για τα βασικά στοιχεία της ζωής, που δεν έχουν χρόνο και τόπο, παρά μια βεβαιότητα επανάληψης. Δείτε το τρέιλερ. Λ.Γ.
Δεν Είμαι Χίπστερ του Ντέστιν Ντάνιελ Κρέτον, Η.Π.Α.
Φυσικός διάδοχος του «Slacker» του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ και του «Reality Bites» του Μπεν Στίλερ, το «I Am not a Hipster» δεν φιλοδοξεί να είναι η ταινία - σταθμός για τη γενιά των 2010s. Αλλά καταφέρνει να φέρει σε διαστάσεις καθημερινών ανθρώπων μια avant - garde σύγχρονων μποέμ (πιο πολύ στην καρδιά και όχι στον τρόπο που ζουν), παρουσιάζοντας τους ως μια παρέα 30 something που έχουν τα ίδια σοβαρά ή όχι προβλήματα με όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους. Σώζοντας έτσι από άδικες γενικεύσεις τους - πείτε τους και χίπστερς - ήρωες του, αφού ακόμη και ως μια «όχι και τόσο χαμένη» γενιά, θα μπορούσαν να είναι ο καθένας από εμάς. Διαβάστε εδώ τη γνώμη του Flix για την ταινία.
Δείτε εδώ το πλήρες πρόγραμμα προβολών του 53ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και βρείτε οδηγίες χρήσης για το Φεστιβάλ και μην ξεχνάτε να ενημερώνεστε από το ειδικό τμήμα του Flix που θα ανανεώνεται συνεχώς προκειμένου να σας μεταφέρει κάθε στιγμή τι συμβαίνει μέσα και έξω από τις αίθουσες του Φεστιβάλ.
Tags: ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 53