Η τηλεόραση είναι ένας αχανές πεδίο, είναι πρακτικά αδύνατο να βλέπεις όλα τα πράγματα, όλα δηλαδή τα σημαντικά πράγματα, γιατί πάντα κάτι θα σου ξεφύγει, και σε αντίθεση με τη μουσική ή το σινεμά, είναι δυσκολότερο να καλύψεις τα κενά. Κάθε τι απαιτεί τεράστιο commitment από τον θεατή, ακόμα και η ιδέα του να τσεκάρεις να δεις αν κάτι είναι για σένα, μπορεί να απαιτεί ώρες και μέρες αντί πχ το να ακούσεις τα 2-3 πρώτα tracks ενός άλμπουμ.
Κάπως έτσι συνέβη με το «Walking Dead» για μένα. Του έριξα μια ματιά όταν ξεκίνησα, δεν το βρήκα συναρπαστικό, το ξανατσέκαρα όταν γύρισε για 2η σεζόν επειδή ανέλαβε showrunner ο Γκλεν Μαζάρα του «The Shield», συνέχισα να βαριέμαι, έριξα μια ματιά σε 1-2 ακόμα επεισόδια στη διαδρομή (όταν άκουσα πως κάποιο ήταν ιδιαίτερα καλό), αλλά ποτέ δε βρήκα κάτι να με κρατήσει.
Οπότε παραιτήθηκα, αποφάσισα πως απλώς δε θα συμβεί ποτέ για εμάς τους δύο.
Και μετά, ξαφνικά, η σειρά έγινε φαινόμενο. Πάντα καλά πήγαινε δηλαδή, αλλά συνεχίζει να γιγαντώνεται με έναν τρόπο που κάνει σαφές πως δε θα φύγει ποτέ. Καθώς αμφιταλαντευόμουν με έναν ακόμα ετήσιο γύρο του ‘ρε μήπως να το ξανατσεκάρω;’, άρχισα να ζυγίζω τα πράγματα, με έμφαση το επιχείρημα του showrunner. Πάντα με ενδιαφέρει το ποιος τρέχει μια σειρά σχεδόν εξίσου με το ποια είναι η σειρά. (Ο λόγος που ποτέ δεν είδα την 4η σεζόν «Community», για παράδειγμα, ή που έτρεχα την 5η σεζόν «West Wing» με fast-forward.)
Για τη νέα σεζόν είχε φύγει ο Γκλεν Μαζάρα, το οποίο κρίμα μεν γιατί μου αρέσει ο Μαζάρα, αλλά από την άλλη κάθε νέα αρχή δε σου δίνει ένα έξτρα κίνητρο να δεις πώς πάνε τα πράγματα. Εξάλλου είχα ακούσει από πολύ κόσμο καλά λόγια την 3η σεζόν. Οπότε το ξανα-αποφάσισα. Θα ξανα-έπιανα το «Walking Dead» από το ξεκίνημα μιας ακόμα σεζόν. Σε αυτό το σημείο, γιατί όχι;
Ε, διάολε, μου άρεσε.
Όχι στο βαθμό του να γυρίσω πίσω και να το ξαναπιάσω απ’την αρχή (εξάλλου διάβαζα για χρόνια το κόμικ, κι αν και έχει παρεκκλίνει αρκετά, έχω μια κάποια ιδέα για χαρακτήρες και βασικές σχέσεις), εξάλλου ακόμα και η αναζήτηση του ‘τι ακριβώς βλέπω τώρα’ πρόσθεσε πράγματα στην απόλαυσή μου.
Τι είδα λοιπόν σε αυτά τα 2 επεισόδια της 4ης σεζόν ως κάποιος που δεν διάβασε καν τι είχε συμβεί προηγουμένως.
Ο Άντριου Λίνκολν παίζει ακόμα τον Ρικ, όμως ο Ρικ μοιάζει να περνάει κρίση ηγεσίας. Κάτι τον έκανε να θέλει να τα παρατήσει, κι έτσι τώρα ο Ρικ περνάει πολλή ώρα καλλιεργώντας ραπανάκια και φροντίζοντας γουρουνάκια. (Crossover alert με το «Upstream Color».) Υποθέτω πως ήταν κάτι που έκανε ο γιος του, γιατί αναφέρονται κι οι δύο σε κάτι πολυ μακάβριο, που συμπεριλαμβάνει την απαγόρευση στον μικρό να ξαναπιάσει όπλο.
Η αλλαγή του Ρικ υπογραμμίζεται από μια σκηνή στο δεύτερο επεισόδιο. Ο μικρός τον ενημερώνει για κάτι που είδε ενώ δεν έπρεπε: Ότι η Καλή Κυρία Κάρολ μαθαίνει στα πιτσιρίκια πώς να χρησιμοποιούν όπλα. Όμως η Κάρολ του ζήτησε να το πει στον Ρικ, γιατί ο Ρικ προφανώς θα ενημερώσει τους γονείς. Αυτό που υπονοείται εδώ είναι σαφές: Ο Ρικ είναι αλλαγμένος. Ο παλιός Ρικ θα ήταν ο κολλημένος στους κανόνες, Σωστός Ηγέτης που είχε ηθική ευθύνη να ενημερώσει για κάτι τέτοιο. Ο καινούριος, μμμχμ, δεν νοιάζεται και τόσο πολύ. Είναι ένας νέος κόσμος, γιόκα μου.
Αυτό το μίνι character arc ολοκληρώνεται με μια φανταστική σκηνή στο 2ο επεισόδιο. Προκειμένου να απομακρύνει τα μαζεμένα ζόμπι που απειλούν να καταρρίψουν το φράχτη της φυλακής, ο Ρικ χρησιμοποιεί για μέχρι-πριν-λίγο-ζωντανό δόλωμα τα τρία γουρουνάκια. Ανάμεσα στις γραμμές η δήλωση είναι σαφής: Οι συνθήκες πάντα θα απαιτούν από αυτόν να αναλάβει την μεγάλη ευθύνη, κι έτσι τώρα θυσιάζει (κυριολεκτικά!) αυτό που αντιπροσωπεύει την ήρεμη ζωή που θέλησε να πιστέψει πως μπορεί να ζήσει (τα γουρουνάκια) επειδή το να ηγείσαι μιας προσπάθειας επιβίωσης δεν είναι επιλογή, αλλά κάλεσμα.
Είμαστε ήδη δύο επεισόδια μέσα και με ενδιαφέρει ο κεντρικός χαρακτήρας. Θα μπορούσε να είναι πολύ χειρότερα τα πράγματα, υποθέτω.
Το κακό είναι πως δε με ενδιαφέρει κανένας άλλος, δεν μπορώ να πω ότι συγκράτησα την ιστορία ή την εξέλιξη κάποιου άλλου από ους ήρωες, αλλά το ενδιαφέρον lead σε συνδυασμό με το ενδιαφέρον σκηνικό, μπορούν να βοηθήσουν πολύ μια κατάσταση. Ειδικά αν η κατάσταση περιλαμβάνει πάρα πολύ εφευρετικής αηδίας θανάτους ζόμπι (και από ζόμπι).
Στο τέλος της πρεμιέρας, ένας πιτσιρικάς (που αν κατάλαβα καλά ανήκει σε ένα νέο γκρουπ ανθρώπων που ήρθαν στον καταυλισμό;) αρρωσταίνει πάρα πολύ και ΠΕΘΑΙΝΕΙ (ΟΚ, ηρεμήστε λίγο) οπότε γίνεται ζόμπι. Άρα ο εχθρός που τόσο αγωνίζονται να κρατήσουν έξω, έρχεται να τους βρει από μέσα. #μαθήματα_ζωής
Το μακελειό του 2ου επεισοδίου ήταν απολαυστικότατο, είχαμε ζόμπι να γκουρμεδιάζει από μπουφέ-κοιλιά, είχαμε όλο τον όροφο των φυλακών να μάχεται ανάμεσα σε εντόσθια, και είχαμε και την απαραίτητη Τραγική Στιγμή, όταν η Κάρολ συνειδητοποιεί πως ένας καλοκάγαθος κυριούλης δε θα επιβιώσει, και πρέπει να τον σκοτώσει γιατί θα γίνει ζόμπι.
Εκεί έρχεται η έτερη πολύ δυνατή στιγμή του επεισοδίου, όταν δύο πιτσιρίκες πάνε να αναλάβουν να τον σκοτώσουν όπως τους έμαθε η κυρία Κάρολ (τα νηπιαγωγεία δεν είναι αυτό που ήταν κάποτε) αλλά φυσικά δεν τα καταφέρνουν- η μία (η χειρότερη ηθοποιός από τις δύο) λυγίζει, όπως είναι φυσικό. Η Κάρολ αναλαμβάνει δράση και το λήγει εκεί, μπροστά τους. Το τραύμα είναι δυνατό, η σκηνή ομολογουμένως σοκαριστική.
Δραματουργικά, ο λόγος που συμβαίνει είναι επειδή οι ίδιες πιτσιρίκες έκαναν χαβαλέ στο προηγούμενο επεισόδιο, ονομάζοντας τα ζόμπι σα να είναι ζωάκια. «Είναι απλά διαφορετικοί!», είπε με υφάκι η μία από τις δύο, σε αυτό που αν υποψιαστώ πως ήταν εξυπναδούλα περί ανοχής στη διαφορετικότητα, θα βρω τον showrunner και θα του φάω τα μυαλά. Αλλά για την ώρα θα το αφήσω να περάσει.
Αυτό που περιμένω με μεγάλο ενδιαφέρον να δω πώς θα λειτουργήσει, είναι το setting. Η φυλακή ως ιερού που προσφέρει ασυλία στους κατατρεγμένους ανθρώπους, ήταν φανταστική ιδέα όταν εισήχθη στο κόμικ. (Παρότι μας χάρισε μια από τις πιο καταγέλαστες σελίδες κόμικ στην ιστορία των ‘00s, δηλαδή ναι, την πιάσαμε την μεταφορά Ρικ, ευχαριστούμε Captain Obvious.) Το κλειστοφοβικό, οριοθετημένο σκηνικό προσφέρεται για φανταστικές ιστορίες, πολύ περισσότερο από ό,τι το ανοιχτό πεδίο. Δεν το λέω σαν κανόνα αυτό φυσικά, αλλά κρίνοντας από το πώς ανέπτυσσε ιστορία και απειλές η συγκεκριμένη σειρά.
Αυτή η άποψη ενισχύεται τόσο από τα φανταστικά διαδοχικά cliffhangers των 2 πρώτων επεισοδίων, από τις έντονες σκηνές μακελειού σε περιορισμένους χώρους, αλλά και από μικρές, ανύποπτες στιγμές- η πρώτη σκηνή που η 4η σεζόν κέρδισε την προσοχή μου ήταν σχετικά άμεσα, με το ξεκίνημα της πρεμιέρας. Βλέπουμε τον Ρικ ως αγρότη, να σκάβει με ηρεμία τον κήπο του, σα να μην έχει ούτε μια έγνοια στον κόσμο.
Στο background σαν κάτι να μας ενοχλεί, να πασχίζει να τραβήξει την προσοχή μας. Και τότε το βλέπεις, πίσω από την ηρεμία, βρίσκεται μια μάζα από ζόμπι στα κάγκελα, ακίνδυνα, αλλά ασταμάτητα και ανηλεή. Σαν ένα παλλόμενο background θανάτου που έχει οριοθετήσει την κάλμα της νέας καθημερινότητας. Οι ζωντανοί είναι παγιδευμένοι εκεί μέσα- μαζί τους, υποπτεύομαι πως μπορεί να παγιδεύτηκα αυτή τη φορά κι εγώ. Για πόσο, μένει να φανεί.
Διαβάστε ακόμη:
Tags: THE WALKING DEAD